Παράθυρο logo
Κανείς δεν ζει χωρίς τιμή | Ένα αφήγημα από την Τουρκία
Δημοσιεύθηκε 26.03.2014
Κανείς δεν ζει χωρίς τιμή | Ένα αφήγημα από την Τουρκία




Του Βαγγέλη Αρεταίου*


 

Ξημέρωμα.         


Η Νουριέ έχει τα μάτια της ορθάνοιχτα μες το σκοτάδι. Κάνει κρύο στο δωμάτιο αλλά δεν κρυώνει πολύ γιατί η μικρή της αδελφή, η Μπαχάρ, έχει κουλουριαστεί δίπλα της. Ο μικρός τους αδελφός, ο Ιμπραΐμ, είναι κι αυτός κουλουριασμένος δίπλα στην Μπαχάρ.


Εδώ και βδομάδες ο ύπνος δεν την πιάνει εύκολα την Νουριέ και κάθε βράδυ ακούει για ώρες τις ανάσες των μικρών της αδελφών κι ύστερα του πατέρα της και της μάνας της.


Τα αυτιά της ακούνε τώρα και ψίθυρους στο άλλο δωμάτιο και ξέρει ότι μιλάνε γι’ αυτήν. Τα δυο δωμάτια τα χωρίζει μονάχα ένας διάδρομος γεμάτος ντουλάπες. Το σπίτι το ‘φτιαξε ο πατέρας της Νουριέ πριν ακόμα γεννηθούν οι τρεις μεγάλοι του γιοι, ο Ομέρ, ο Αμπντουλάχ και ο Μουράτ. Ο Ομέρ και ο Αμπντουλάχ έχουνε παντρευτεί και φτιάξανε δικά τους σπίτια σαν κι αυτό του πατέρα τους. Δυο μεγάλες κάμαρες, μια για να κοιμάται η οικογένεια, η άλλη για να κάθεται, να τρώει, να βλέπει τηλεόραση. Μια μικρή κουζίνα και ο διάδρομος με τις ντουλάπες. Στην αυλή ένας πέτρινος φούρνος που η Νουριέ και η μάνα της ψήνουν πίτες και ψωμί και στο βάθος ένα κοτέτσι και ένας μικρός στάβλος με τρεις κατσίκες.


Έπιπλα δεν υπάρχουν στο σπίτι, κανένα σπίτι εδώ πέρα δεν έχει έπιπλα, εκτός από τις μεγάλες ντουλάπες για τα ρούχα, τις κουβέρτες και τα προικιά για τα κορίτσια.


Στο δωμάτιο με την τηλεόραση κάθονται πάνω σε μεγάλα κιλίμια που είναι στρωμένα παντού και το βράδυ βγάζουν τα στρώματα απ’ την γωνιά που τα στοιβάζουν το πρωί και κοιμούνται όλοι μαζί στο άλλο δωμάτιο.


 Ο πατέρας της Νουριέ, ο Νουρετίν, κάθεται οκλαδόν στο πάτωμα με την πλάτη γυρισμένη στην τηλεόραση που την έχουν πάντα να παίζει αλλά που τώρα έχουν μέρες να την ανοίξουν. Απέναντι του κάθεται ο μεγάλος του ο θείος, ο αδελφός του μακαρίτη του πατέρα του. Μαζί μ’ αυτόν έχουν έρθει και οι άλλοι τρεις θείοι του Νουρετίν με τις γυναίκες τους και οι τρεις μεγάλοι του ξάδελφοι, ο Νετσμετίν, ο Αλί Ριζά και ο Μεχμέτ. Είναι εκεί και ο Ομέρ και ο Αμπντουλάχ, ο Μουράτ είναι στον στρατό, έχει ακόμα εφτά μήνες για ν’ απολυθεί. Πίσω απ’ τον Νουρετίν κάθεται η γυναίκα του η Φαντιμέ που σηκώνεται κάθε λίγο και λιγάκι για να σερβίρει τσάι. Οι άντρες καπνίζουν στριφτά τσιγάρα με τον βαρύ καπνό που παραγγέλνουν και τους φέρνει ο Μεχμέτ από το Ντιγιάρμπακιρ. Ο Μεχμέτ είναι οδηγός λεωφορείου και πηγαινοέρχεται στο Κούμνταγι και στο Ντιγιάρμπακιρ. Το Κούμνταγι είναι η κωμόπολη κάτω στην πεδιάδα, δυο-δυόμιση ώρες χωματόδρομο απ’ το χωριό τους. Κι άλλη μια ώρα και κάτι από ‘κει μέχρι το Ντιγιάρμπακιρ γιατί ο δρόμος απ’ το Κούμνταγι και μετά γίνεται πια άσφαλτος.


Στην ξυλόσομπα μόλις που φαίνεται μια μικρή χόβολη, εδώ και ώρες κανένας τους δεν σκέφτεται να ρίξει ξύλα και το κρύο γεμίζει σιγά-σιγά την κάμαρα. Όλοι τους, άντρες και γυναίκες, μίλησαν για ώρες και τώρα σιωπή, κανείς δεν μιλάει άλλο. Ο μόνος που δεν ακούστηκε καθόλου απόψε είναι ο Νουρετίν που δεν έβγαλε άχνα παρά μόνο κάπνιζε με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα.


«Εσύ ξέρεις Νουρετίν», ακούγεται η βαριά φωνή του Τζαβίτ Αμτζα, του μεγάλου θείου και όλοι τους σηκώνονται.


Είναι πια περασμένα μεσάνυχτα και ό,τι ήτανε να πουν το είπαν.


Ο Νουρετίν τους ανοίγει την εξώπορτα. Κανείς δεν κυκλοφορεί τέτοιες ώρες στα ορεινά χωριά της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Τα μισά πήγανε με τους αντάρτες του ΡΚΚ και τα ‘καψε ο στρατός, τ’ άλλα μισά πήγανε με τον στρατό και τα περιπολούν οι Κούρδοι πολιτοφύλακες για να μην τους κάνουν αντίποινα οι αντάρτες.


Το χωριό του Νουρετίν είναι χωριό πολιτοφυλάκων, έτσι είχε αποφασίσει μόλις άρχισε ο πόλεμος ο αρχηγός της φυλής των Τζεμνεχίρ όπου ανήκει η οικογένεια του Νουρετίν. Όλοι οι θείοι του Νουρετίν είναι πολιτιφύλακες όπως και τα ξαδέλφια του όπως και οι δυο του γιοι. Μόνο ο ξάδελφος του ο Μεχμέτ που οδηγάει το λεωφορείο και ο ξάδελφος του ο Σουλφούρ που έφυγε πριν χρόνια για την Ιστανμπούλ δεν έγιναν πολιτοφύλακες. Ούτε ο Νουρετίν έγινε πολιτιφύλακας, είναι οδηγός κι αυτός, όχι λεωφορείου όπως ο Μεχμέτ αλλά μικρού βαν που πηγαίνει μόνο μέχρι το Κούμνταγι.


Η εξώπορτα κλείνει και ο Νουρετίν γυρίζει πίσω στην κάμαρα γεμάτη καπνό. Κάθεται πάλι οκλαδόν με την πλάτη γυρισμένη στην τηλεόραση και στρίβει ένα τσιγάρο. Η Φαντιμέ μαζεύει αμίλητη τα φλιτζάνια με το τσάι, ρίχνει μια παγωμένη ματιά στον Νουρετίν και πηγαίνει στην κάμαρα με τα παιδιά και τα στρώματα στο πάτωμα.


Η χόβολη έχει πια σβήσει στην ξυλόσομπα.


Η Νουριέ κλείνει για μια στιγμή τα μάτια της μόλις η μάνα της μπαίνει στο δωμάτιο και την ακούει να ξαπλώνει στο στρώμα στην άλλη γωνιά της κάμαρας και να σκεπάζεται με τις βαριές κουβέρτες.


Η Μπαχάρ έχει πιάσει το μπράτσο της Νουριέ και το σφίγγει σα να ‘ναι κούκλα. Η Νουριέ την αγαπάει πολύ την Μπαχάρ. Από τότε που γεννήθηκε, όταν η Νουριέ ήταν δέκα χρονών, η Μπαχάρ είναι κολλημένη πάνω της. Έτσι κολλημένος πάνω της είναι και ο Ιμπραΐμ που είναι ακόμα πιο μικρός απ’ την Μπαχάρ. Η Νουριέ τον αγαπάει κι αυτόν πολύ. Και τους μεγάλους της αδελφούς τους αγαπάει αλλά αυτούς τους φοβάται κιόλας.


Η Νουριέ ξέρει τώρα ότι όλα αποφασίστηκαν, ότι όλα τελείωσαν, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Δεν θέλει όμως να γίνουν έτσι τα πράγματα. Δεν σκέφτηκε ποτέ, δεν φαντάστηκε ποτέ πώς θα ‘θελε να ‘ναι η ζωή της, τώρα για πρώτη φορά τα σκέφτεται όλ’ αυτά αλλά και πάλι δεν ξέρει. Ξέρει μονάχα ότι δεν θέλει να τελειώσουν όλα τώρα, ότι θέλει να ξανάρθει η άνοιξη για ν’ ανεβαίνουνε με τα άλλα τα παιδιά κάθε μέρα στο ξέφωτο με το χορτάρι και να τρώνε πίτες που ψήνουν στους πέτρινους φούρνους στις αυλές και να παίζουνε και να γελάνε. Η Νουριέ πιάνεται τώρα απ’ το μπράτσο της Μπαχάρ και το σφίγγει κι αυτή δυνατά. Φοβάται. Έτσι φοβάται και κάθε φορά που ο Μπαχρί, ο θείος της, ο άντρας της αδελφής της Φαντιμέ, έρχεται στον στάβλο όταν η Νουριέ τον καθαρίζει. Είναι απότομος ο Μπαχρί και κακός και την πρώτη φορά που την έριξε κάτω και έπεσε αυτός από πάνω της την είχε πονέσει πολύ. Της είχε κλείσει το στόμα με την παλάμη του και είναι τόσο μεγάλη η παλάμη του Μπαχρί που η Νουριέ νόμιζε ότι δε μπορούσε να αναπνεύσει. Και όταν την άφησε και έφυγε είχε αίμα που κυλούσε ανάμεσα στα πόδια της και πονούσε. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν, έτσι και έλεγε το παραμικρό θα την σκότωναν όπως την Ζεϊνέπ που την σκότωσε πέρσι ο αδελφός της επειδή την είδε να μιλάει με έναν πολιτοφύλακα απ’ το διπλανό χωριό.


Αν η μάνα της Νουριέ δεν είχε μπει πριν πέντε μέρες απότομα στον στάβλο κανείς δεν θα ‘χε μάθει τίποτα. Ο Μπαχρί έφυγε γρήγορα και η μάνα της την είχε πιάσει απ’ τα μαλλιά και την έβριζε και ούρλιαζε και την χτυπούσε. Όταν το βράδυ γύρισε ο πατέρας της ήρθαν και οι μεγάλοι της αδελφοί και την έδειραν όλοι τους και την έκλεισαν στην κουζίνα. Ο πατέρας της ήταν τόσο θυμωμένος που η Νουριέ είχε τρομάξει ότι θα πάθει τίποτα η καρδιά του και θα πεθάνει. Ο Νουρετίν έχει την καρδιά του και τα τελευταία χρόνια έχει πάει τέσσερις φορές στο νοσοκομείο κάτω στο Ντιγιάρμπακιρ και του ‘δωσαν πολλά φάρμακα που πρέπει να τα παίρνει κάθε μέρα αλλά αυτός τα θυμάται στην χάση και στην φέξη.


Την άφησαν εκεί στην κουζίνα όλη νύχτα και κάνει πολύ κρύο εκεί μέσα. Μέχρι σήμερα το βράδυ που την έβγαλαν για λίγο έξω στην αυλή και ύστερα την άφησαν να κοιμηθεί με τα αδέλφια της την είχαν κλεισμένη μέσα στην κουζίνα. Πέντε μέρες δεν άφηναν ούτε τα μικρά να έρθουν να την δουν κι ας έκλαιγε η Μπαχάρ. Μόνο η μάνα της ερχότανε δυο φορές την ημέρα να της φέρει λίγη πίτα και λίγο τυρί.



Ο Νουρετίν φέρνει το τσιγάρο στο στόμα και το ανάβει.



Αυτός πρέπει να το κάνει. Και πρέπει να το κάνει γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται, δεν χωράει άλλη αναβολή, πέρασαν ήδη πέντε μέρες. Και να ‘τανε μόνο αυτές, ποιος ξέρει πόσο καιρό πηγαίνει η Νουριέ με τον Μπαχρί στον στάβλο. Και από τη μέρα που τους βρήκε η Φαντιμέ και την έκλεισαν την Νουριέ στην κουζίνα άρχισαν κιόλας τα περίεργα βλέμματα στον δρόμο, οι ψίθυροι που σταματάνε όταν ο Νουρετίν έρχεται κοντά, δυο τρεις συγχωριανοί που δεν κατεβαίνουν πια με το δικό του βαν στο Κούμνταγι αλλά παίρνουν το βαν του Σουλεϊμάν που δεν έπαιρναν ποτέ. Αυτά τα πράγματα μαθαίνονται γρήγορα, ποιος ξέρει, μπορεί να είχαν μαθευτεί και από πριν και ο Νουρετίν να μην έδινε σημασία γιατί δεν ήξερε τι γινόταν. Ναι, τώρα το θυμάται, ο Χουσεΐν και ο Αμπντουλραχμάν σταμάτησαν να παίρνουν το βαν του εδώ και τρεις τέσσερις βδομάδες σχεδόν, πριν η Φαντιμέ μπει απρόσμενα στον στάβλο. Αυτά τα πράγματα μαθαίνονται γρήγορα και δεν θέλει πολύ για ν’ αρχίσει η πυρκαγιά. Ο Μπαχρί την είχε πολύ από κοντά την Νουριέ κι ερχότανε πολύ συχνά στο σπίτι τους. Ναι, πολύ συχνά, τώρα μονάχα το καταλαβαίνει ο Νουρετίν. Αλλά όλοι οι άλλοι το κατάλαβαν, φαίνεται, πιο γρήγορα. Όπως όλοι τους πέρσι στο χωριό κατάλαβαν πιο γρήγορα ότι η μεγάλη κόρη του Γιουσούφ είχε πάρε δώσε μ’ έναν πολιτοφύλακα απ’ το Κεμέρμπασι. Ότι μιλούσε μαζί του, ότι γελούσε κιόλας. Όλοι τους το ‘ξεραν, όλοι τους το ‘βλεπαν, μόνο ο Γιουσούφ και οι δικοί του δεν το ‘βλεπαν. Τι ψίθυροι, τι που ο Γιουσούφ έμπαινε στο καφενείο και δεν του μίλαγε κανένας, τι που δυο νύχτες του ‘σπασαν με πέτρες τα παράθυρα στο σπίτι όπως γίνεται πάντα στα σπίτια χωρίς τιμή. Τίποτα ο Γιουσούφ. Μέχρι που γύρισε με άδεια απ’ τον στρατό ο μεγάλος του ο γιος και την καθάρισε την υπόθεση. Την πυροβόλησε μπροστά στο σπίτι τους το πρωί για να τον δούνε όλοι.


Την δικιά τους τιμή όμως ο Νουρετίν θα την καθαρίσει, οι γιοι του είναι στην αρχή, έχουν νεογέννητα, δεν είναι να πάνε φυλακή αυτοί. Αν είχε κάνα γιο πιο μικρό, κάτω από δεκαοχτώ, ίσως να τον άφηνε να το κάνει εκείνος γιατί οι ανήλικοι κάνουν πολύ λίγη φυλακή για τέτοια πράγματα. Ο Ομέρ και ο Αμντουλάχ είπαν αμέσως να το κάνουν εκείνοι και επέμειναν αλλά ο Νουρετίν δε δέχτηκε, ούτε ο Τζαβίτ Αμζτα.


Το πρόσωπο του Νουρετίν συσπάται απότομα, τα χαρακτηριστικά του παραμορφώνονται και ένας πνιχτός ρόγχος ξεφεύγει απ’ τα στήθια του.


Μετά από τρεις γιους η Νουριέ ήταν η πρώτη κόρη και όταν γεννήθηκε όλοι τους στεναχωρήθηκαν και πιο πολύ η Φαντιμέ. Τα κορίτσια είναι βάσανο μεγάλο για μια οικογένεια. Κι ο Νουρετίν είχε στεναχωρηθεί πολύ αλλά όσο μεγάλωνε η Νουριέ την συνήθισε και χωρίς καλά καλά να το καταλάβει άρχισε να την αγαπάει. Από μικρή ήταν τρυφερή, ήθελε όλο αγκαλιές, του χαμογελούσε και τον κοιτούσε στα μάτια με τόση αγάπη και τόσο θαυμασμό. Και όταν άρχισε να μιλάει και να τον φωνάζει «πατερούλη μου» ο Νουρετίν ένιωθε να τον πλημμυρίζει κάτι παράξενο, κάτι που ποτέ πριν δεν είχε νιώσει.


Μετά τη Νουριέ έμαθε έτσι να αγαπάει και την Μπαχάρ αλλά η Νουριέ είναι η αγαπημένη του. Το κτήνος ο Μπαχρί, αυτόν έπρεπε να ξεπαστρέψει όχι την Νουριέ. Αυτός την πλάνεψε, αυτός την βίασε, είναι σίγουρος ο Νουρετίν, αποκλείεται η Νουριέ να...


«Όταν βάζεις ένα κομμάτι κρέας μπροστά σ’ ένα λύκο και αυτός το καταβροχθίζει ποιος φταίει; Το κρέας ή ο λύκος; Το κρέας φταίει, ο λύκος είναι έτσι φτιαγμένος να χυμάει στο κρέας δε φταίει αυτός».


Έχει δίκιο ο Τζαβίτ Αμτζα, ο λύκος δε φταίει, έτσι είναι οι γυναίκες φτιαγμένες για να προκαλούν, να ανοίγουν την όρεξη, δεν φταίνε οι άντρες, αυτές φταίνε. Και για να εμποδίσουν το κακό να πέσει στα σπιτικά τους, όσοι έχουν κόρες τις τάζουν απ’ τα γεννοφάσκια τους με ποιον να παντρευτούν και του τις δίνουνε αμέσως μόλις αρχίσουν να γίνονται γυναίκες. Έτσι και ο Νουρετίν, την Νουριέ την έχει ταγμένη απ’ τα γεννοφάσκια της να παντρευτεί τον γιο του Χαλίλ αλλά αυτό πια δεν γίνεται, δεν μπορεί να γίνει. Και τίποτα να μην είχε μαθευτεί ποτέ και γκαστρωμένη να μην έμενε ποτέ η Νουριέ, ο γιος του Χαλίλ θα το καταλάβαινε ότι η Νουριέ είναι χαλασμένη. Ο Νουρετίν είναι σίγουρος ότι ο Χαλίλ τα ΄χει μάθει τα μαντάτα και περιμένει κι αυτός να ξεπλυθεί η τιμή του γιου του και του δικού του σπιτικού. Γιατί κανενός ο γιος δε μπορεί να είναι ταγμένος με μια χαλασμένη, με μια που δεν έχει πια τιμή.


Μια βδομάδα περίμενε ο Νουρετίν. Μια ολάκερη βδομάδα την είχανε κλεισμένη στην κουζίνα μακριά απ’ τα μικρά για να μην τα μαγαρίσει έτσι χαλασμένη που είναι και αυτός σκεφτότανε, προσπαθούσε να καθυστερήσει. Ούτε που ξέρει γιατί, ούτε που ξέρει τι άλλο θα μπορούσε να γίνει αφού παντού και πάντα αυτά τα πράγματα μονάχα μια λύση έχουν. Ντροπή του, έπρεπε να είχε τελειώσει πιο γρήγορα, κάθε μέρα που περνάει είναι καταστροφή για όλους τους, έχουν δίκιο.


Ο Μουράτ μόλις απολυθεί απ’ τον στρατό είναι να παντρευτεί αλλά ο Σεϊχούλ δεν θα την εδώσει ποτέ την κόρη του σ’ έναν από σπίτι χωρίς τιμή. Και ποιος θα πάρει την Μπαχάρ σε λίγα χρόνια όταν μεγαλώσει αν δεν ξεπλυθεί η τιμή του σπιτιού της; Πρέπει να τελειώσει όλο αυτό και ο Νουρετίν το άργησε πολύ. Η Φαντιμέ τού το ‘πε απ’ την πρώτη στιγμή ότι πρέπει να το τελειώσει αμέσως, το ίδιο εκείνο βράδυ που γύρισε στο σπίτι και του τα ‘πε για την Νουριέ και τον Μπαχρί. Και ο Τζαβίτ  Αμτζα και όλοι τους αυτά του έλεγαν όλο το βράδυ πριν φύγουν. Έχουν δίκιο, το άργησε πολύ. Αύριο, σε λίγες ώρες δηλαδή μόλις ξημερώσει, θα το τελειώσει. Έτσι πρέπει, έτσι είναι το σωστό γιατί ένα σπίτι χωρίς τιμή είναι ένα τίποτα, είναι μια φωλιά με σκουλήκια που όλοι τα πατάνε. Κανείς δεν ζει χωρίς τιμή, κανείς.


Η ανάσα του Νουρετίν γίνεται όλο και πιο γρήγορη, όλο και πιο δύσκολη και στο στήθος του πέφτει ένα βάρος και τον πνίγει. Σηκώνεται με αργές κινήσεις και νοιώθει την καρδιά του να καλπάζει ακατάστατα.


Ανοίγει την εξώπορτα και το νυχτερινό κρύο κάπως τον συνεφέρνει. Μπαίνει στο βαν και βγάζει απ’ το ντουλαπάκι του συνοδηγού το κουτί με τα φάρμακα που του ‘δωσαν οι γιατροί στο Ντιγιάρμπακιρ. Ρίχνει τρία χάπια στην παλάμη του, τα βάζει απότομα στο στόμα και τα καταπίνει. Πρέπει ν’ αντέξει μέχρι το ξημέρωμα. Αλλά και παραπάνω, τουλάχιστον κάνα δυο μήνες και ύστερα ας σταματήσει κι η καρδιά του κι ας σταματήσουν κι όλα, έτσι κι αλλιώς θα είναι πια φυλακή. Αλλά πρέπει ν’ αντέξει μέχρι τότε γιατί θα πούνε ότι δεν άντεξε να καθαρίσει την τιμή της οικογένειας του και πέθανε.


Ακουμπάει το σβέρκο στο κάθισμα και κλείνει τα μάτια προσπαθώντας να δώσει ρυθμό στην ανάσα του.


Αν είχε φύγει τότε... Είχαν φύγει πολλοί εκείνα τα πρώτα χρόνια του πολέμου, το είχε σκεφτεί και ο Νουρετίν τότε να φύγουν με την Φαντιμέ και τον Ομέρ που ήταν ακόμα μωρό. Ο ξάδελφος του ο Σουλφούρ έφευγε κι αυτός για την Ιστανμπούλ και του είχε πει να φύγουν μαζί αλλά ο Νουρετίν δεν το τόλμησε, φοβήθηκε. Η Ιστανμπούλ είναι ζούγκλα και εκτός από τον ξάδελφο του δεν θα ‘ξερε κανέναν. Η Φαντιμέ ούτε που ήθελε να το ακούσει ότι θα φύγουν, ούτε ο πατέρας του Νουρετίν ήθελε να τ’ ακούσει, ούτε κανένας απ’ την οικογένεια. Και του ξάδελφου του Σουλφούρ δεν του ξαναμίλησαν από τότε που έφυγε. Αν είχε φύγει όμως τότε ο Νουρετίν δεν θα ‘πρεπε τώρα να σκοτώσει την Νουριέ.


Ψέματα. Όπου κι αν είχε φύγει, όπου κι αν είχε πάει, απ’ την μοίρα του δεν θα ξέφευγε. Αυτό ήταν το γραφτό του, αυτό ήταν το γραφτό της Νουριέ, όπου κι αν βρισκόντουσαν, στο χωριό, στην Ιστανμπούλ ακόμα και στην Ευρώπη αν είχανε φύγει μετανάστες.


Ο Νουρετίν κρυώνει τώρα έτσι ακίνητος που κάθεται στο βαν και ξαναμπαίνει στο σπίτι. Στην ντουλάπα με τις κουβέρτες ανοίγει το τελευταίο συρτάρι και κάτω από τα μάλλινα σκεπάσματα για τα μωρά πιάνει το σαρανταπεντάρι και πηγαίνει στην κάμαρα με την τηλεόραση.


Η καρδιά του χτυπάει γρήγορα αλλά κανονικά πια, με ρυθμό. Κάθεται οκλαδόν και αφήνει το πιστόλι μπροστά του. Σε λίγο θ’ αρχίσει να ξημερώνει και όλα θα τελειώσουν. Σπίτι χωρίς τιμή είναι φωλιά με σκουλήκια.


 «Πήγαινε να καθαρίσεις τον στάβλο».


Η Νουριέ ανοίγει τα μάτια και βλέπει από πάνω της τη μάνα της να την κοιτάζει θυμωμένη.


Η Μπαχάρ και ο Ιμπραΐμ κοιμούνται ακόμα και η Νουριέ τραβιέται απαλά από την αγκαλιά της μικρής για να μην την ξυπνήσει. Καλύτερα που κοιμούνται αλλιώς θα ήθελαν να ‘ρθουν κι αυτά μαζί της στον στάβλο. Η Νουριέ θέλει να κλάψει αλλά δεν μπορεί, λες κι ένα αόρατο, ένα πανίσχυρο χέρι εμποδίζει τα δάκρυα ν’ ανέβουν στα μάτια της κι ύστερα να κυλήσουν στα μάγουλά της.


Έξω έχει μόλις ξημερώσει και κάνει πολύ κρύο αλλά η Νουριέ δεν κρυώνει πια. Δεν σηκώνει το κεφάλι της, δεν βλέπει τίποτα, ούτε τον ουρανό, ούτε τα σύννεφα, ούτε την αυλή, ούτε το μουντό φως που πέφτει γύρω της.


Η Φαντιμέ μπαίνει στο δωμάτιο με την τηλεόραση και γνέφει στον Νουρετίν με το κεφάλι της προς την αυλή. Ύστερα του γυρίζει την πλάτη και αρχίζει να βάζει ξύλα στην σόμπα.


Ο Νουρετίν σηκώνεται, παίρνει το πιστόλι, ανοίγει τον γεμιστήρα να δει ότι έχει σφαίρες και βγαίνει έξω.


Περπατάει προς τον στάβλο με το κεφάλι σκυφτό κοιτώντας την λάσπη της αυλής του, το δεξί του χέρι, με το πιστόλι σφηνωμένο ανάμεσα στα δάχτυλα, κολλημένο στον κορμό του. Ανοίγει την πόρτα του στάβλου και η καρδιά του πάει να σπάσει. Μακάρι να τελειώσουν όλα γρήγορα, αμέσως.


Βλέπει την Νουριέ να στέκεται όρθια δίπλα στις κατσίκες με το κεφάλι της σκυφτό και τα μάτια καρφωμένα χάμω. Ούτε σηκώνει τα μάτια της να τον κοιτάξει, ούτε κλαίει, ούτε παρακαλάει, ούτε προσπαθεί να φύγει. Σα να θέλει να του το κάνει πιο εύκολο, τόσο καλή είναι η Νουριέ του.


Το χέρι με το πιστόλι ξεκολλάει απ’ τον κορμό του και το δάχτυλο πιέζει τρεις φορές την σκανδάλη.


Ο Νουρετίν δεν άκουσε τους πυροβολισμούς. Ένιωσε μονάχα το τράνταγμα του πιστολιού και είδε την Νουριέ να πέφτει κάτω.



* Ο Βαγγέλης Αρεταίος είναι δημοσιογράφος, ανταποκριτής της εφημερίδας Πολίτης στις Βρυξέλλες. Διατηρεί τη στήλη «Περιπλανητής» στην ίδια εφημερίδα. Αυτό το διάστημα βρίσκεται στην Τουρκία, απ' όπου έστειλε και την πιο πάνω ιστορία.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Still από την βραβευμένη ταινία Die Fremde, η οποία διαδραματίζεται μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας και έχει ως θέμα την «τιμή» της οικογένειας και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.