Γράφει η Κατερίνα Στεφάνου
Το παράδειγμα της μουσικής επένδυσης της επετείου του Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-59 με το έργο των Ρίτσου - Θεοδωράκη, δύο δηλωμένων κομουνιστών, για να τιμηθεί ο ένοπλος αγώνας του οποίου ηγήθηκε ο αρχηγός της αντικομουνιστικής οργάνωσης Χ, είναι μόνο ένα από τα πολλά παράδοξα της χρήσης της «Ρωμιοσύνης».
Είμαι της γνώμης ότι ένα έργο τέχνης ζει πολύ περισσότερο από τον δημιουργό του και είναι έργο τέχνης όταν ζει και μετά την εποχή του. Την εποχή που το γέννησε και το έντυσε εκείνα τα ρούχα που το έκαναν χαρακτηριστικό και επιτυχημένο. Ένα έργο τέχνης μπορεί να σου φυσά στο πρόσωπο τα χνώτα του και να νιώθεις άλλοτε ευωδιά και ανακούφιση και άλλοτε τη δυσφορία που έπνιγε τον καλλιτέχνη την ώρα του τοκετού. Αυτά είναι που ξεχωρίζουν ορισμένα έργα από άλλα, και τα κάνουν μνημειώδη και μνημειακά, που τους δίνουν την πνοή και τα καθιστούν ικανά να αφήνουν τη σκιά τους πάνω στην ψυχή μας. Τέτοιο έργο είναι, στο σύνολό του, η "Ρωμιοσύνη" σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Όμως πιστεύω επίσης ότι ένα έργο τέχνης, οποιασδήποτε μορφής τέχνης, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί πέρα και έξω από τις συνθήκες που το γέννησαν. Δεν βλέπεις τον Παρθενώνα και να πεις "ωραίο το σπίτι του στρατηγού", την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι και να πεις "ωραία παρέα στην εξοχή". Και δεν είναι δυνατόν να δεις τηn "Γκερνίκα" και να πεις "ήταν ένας καταστροφικός σεισμός" ή "να τα αποτελέσματα των μεταλλαγμένων προϊόντων". Ειδικά σ' αυτό το τελευταίο έργο καλά είναι να ξέρεις πως είναι γέννημα της φρίκης του Ισπανικού εμφυλίου, όταν Γερμανοί πιλότοι βοήθησαν τον Φράνκο ισοπεδώνοντας την πόλη των Βάσκων.
Τα ίδια ισχύουν και για τη "Ρωμιοσύνη". Η ποίηση γράφτηκε μεταξύ 1945 και 1947. Μετά την απελευθέρωση έρχεται ο Ελληνικός εμφύλιος, ο εθνικός διχασμός, η Συμφωνία της Βάρκιζας, η επέμβαση των ξένων. Ο πόλεμος τελειώνει το 1949, με την ήττα της Αριστεράς και την επικράτηση της νέας τάξης πραγμάτων. Αλλά αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα το 1947. Ο Ρίτσος ζει και μεταδίδει την πίκρα του εμφύλιου σπαραγμού και το αμφίρροπο του αποτελέσματος. Στο έργο δεν υπάρχει νύξη για τη νίκη, εναντίον των Γερμανών, αν θέλουμε να αναφερθούμε στον πιο πρόσφατο πόλεμο, παρά μόνο ο πόνος της απώλειας και των θανάτων. Κι αν κανείς δεν σταθεί στα προσημειωμένα θριαμβευτικά μέρη του έργου, με την υπόδειξη ότι είναι κατάλληλα "για εθνικές επετείους", γιατί μιλούν για το μεγαλείο του Έλληνα πολεμιστή, και το ακούσει μέχρι το τέλος, θα εισπράξει όλη τη δύναμη της απελπισίας που έχουν οι στίχοι και η αγωνία της μελοποίησής τους.
[...] Τράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.
Μέσα στ' αλώνια που δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού.
Κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.
Μένουν τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας.