Παράθυρο logo
«Ρωμιοσύνη» πάσης επετείου
Δημοσιεύθηκε 14.07.2014 15:47
«Ρωμιοσύνη» πάσης επετείου

Γράφει η Κατερίνα Στεφάνου

Το παράδειγμα της μουσικής επένδυσης της επετείου του Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-59 με το έργο των Ρίτσου - Θεοδωράκη, δύο δηλωμένων κομουνιστών, για να τιμηθεί ο ένοπλος αγώνας του οποίου ηγήθηκε ο αρχηγός της αντικομουνιστικής οργάνωσης Χ, είναι μόνο ένα από τα πολλά παράδοξα της χρήσης της «Ρωμιοσύνης».


Είμαι της γνώμης ότι ένα έργο τέχνης ζει πολύ περισσότερο από τον δημιουργό του και είναι έργο τέχνης όταν ζει και μετά την εποχή του. Την εποχή που το γέννησε και το έντυσε εκείνα τα ρούχα που το έκαναν χαρακτηριστικό και επιτυχημένο. Ένα έργο τέχνης μπορεί να σου φυσά στο πρόσωπο τα χνώτα του και να νιώθεις άλλοτε ευωδιά και ανακούφιση και άλλοτε τη δυσφορία που έπνιγε τον καλλιτέχνη την ώρα του τοκετού. Αυτά είναι που ξεχωρίζουν ορισμένα έργα από άλλα, και τα κάνουν μνημειώδη και μνημειακά, που τους δίνουν την πνοή και τα καθιστούν ικανά να αφήνουν τη σκιά τους πάνω στην ψυχή μας. Τέτοιο έργο είναι, στο σύνολό του, η "Ρωμιοσύνη" σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και μουσική Μίκη Θεοδωράκη.


Όμως πιστεύω επίσης ότι ένα έργο τέχνης, οποιασδήποτε μορφής τέχνης, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί πέρα και έξω από τις συνθήκες που το γέννησαν. Δεν βλέπεις τον Παρθενώνα και να πεις "ωραίο το σπίτι του στρατηγού", την Αφροδίτη του Μποτιτσέλι και να πεις "ωραία παρέα στην εξοχή". Και δεν είναι δυνατόν να δεις τηn "Γκερνίκα" και να πεις "ήταν ένας καταστροφικός σεισμός" ή "να τα αποτελέσματα των μεταλλαγμένων προϊόντων". Ειδικά σ' αυτό το τελευταίο έργο καλά είναι να ξέρεις πως είναι γέννημα της φρίκης του Ισπανικού εμφυλίου, όταν Γερμανοί πιλότοι βοήθησαν τον Φράνκο ισοπεδώνοντας την πόλη των Βάσκων.
Τα ίδια ισχύουν και για τη "Ρωμιοσύνη". Η ποίηση γράφτηκε μεταξύ 1945 και 1947. Μετά την απελευθέρωση έρχεται ο Ελληνικός εμφύλιος, ο εθνικός διχασμός, η Συμφωνία της Βάρκιζας, η επέμβαση των ξένων. Ο πόλεμος τελειώνει το 1949, με την ήττα της Αριστεράς και την επικράτηση της νέας τάξης πραγμάτων. Αλλά αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα το 1947. Ο Ρίτσος ζει και μεταδίδει την πίκρα του εμφύλιου σπαραγμού και το αμφίρροπο του αποτελέσματος. Στο έργο δεν υπάρχει νύξη για τη νίκη, εναντίον των Γερμανών, αν θέλουμε να αναφερθούμε στον πιο πρόσφατο πόλεμο, παρά μόνο ο πόνος της απώλειας και των θανάτων. Κι αν κανείς δεν σταθεί στα προσημειωμένα θριαμβευτικά μέρη του έργου, με την υπόδειξη ότι είναι κατάλληλα "για εθνικές επετείους", γιατί μιλούν για το μεγαλείο του Έλληνα πολεμιστή, και το ακούσει μέχρι το τέλος, θα εισπράξει όλη τη δύναμη της απελπισίας που έχουν οι στίχοι και η αγωνία της μελοποίησής τους.



[...] Τράβηξαν ψηλά.


Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.


Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.


Μέσα στ' αλώνια που δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια


μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού.


Κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.


Μένουν τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας.



Πολύ περισσότερα είναι γνωστά για τις συνθήκες της μουσικής σύνθεσης, όπως τα καταθέτει ο ίδιος ο μουσουργός. Τα Θεοφάνια του 1966, ο Μίκης Θεοδωράκης γυρνώντας από συγκρούσεις με την αστυνομία κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στον Πειραιά, λασπωμένος και ματωμένος από το ξύλο, θα ανασύρει από τις εκκρεμότητες τα αποσπάσματα της "Αγρύπνιας" που του είχε στείλει πριν από χρόνια ο Ρίτσος, θα καθίσει στο πιάνο και θα συνθέσει μονορούφι τη "Ρωμιοσύνη". Έχει προηγηθεί η παραίτηση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου, ο πόλεμος με το παλάτι, ο ανένδοτος. Το κίνημα των Λαμπράκηδων σαρώνει όλη την Ελλάδα, η γενιά του 1-1-4 είναι στους δρόμους και το σύνθημα που κυριαρχεί είναι "Που-λη-μέ-νοι". Αυτά συνθέτουν το ιστορικό περιβάλλον της σύνθεσης του έργου στα δύο μέρη του: την ποίηση και τη μουσική σύνθεση.


Και αυτά πρέπει να έρχονται στον νου όταν το έργο επιλέγεται για να επενδύσει εκδηλώσεις. Για την περίπτωση της επετείου του Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-59, καλό είναι, για παράδειγμα, οι μουσικοί παραγωγοί να έχουν κατά νου ότι χρησιμοποιούν το πνευματικό έργο δύο δηλωμένων κομουνιστών για να τιμήσουν τον ένοπλο αγώνα του οποίου ηγήθηκε ο αρχηγός της αντικομουνιστικής οργάνωσης Χ, μιας και ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής δεν φύτρωσε με την άφιξή του στην Κύπρο στις σελίδες της ιστορίας, αλλά είχε και προϊστορία. Και όλα να τα αγνοούσαμε, το ότι η ΕΟΚΑ ήταν αντικομουνιστική δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει.


Κι όταν το έργο επιλέγεται για τις επετείους του Ιουλίου, είναι καλύτερα η χρήση του να περιορίζεται στο πραξικόπημα, μια και ο αντίπαλος των πολεμιστών είναι ο αδερφός. Τότε έχουμε τη σωστή αναλογία: εμφύλιος. Αν στη συλλογική μνήμη έχει ωριμάσει εν τω μεταξύ ότι και οι διακοινοτικές συγκρούσεις που προηγήθηκαν ήταν επίσης εμφύλιες, μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, το έργο "κολλάει" και σε άλλες επετείους. Αγιόρταστες, άρρητες, ανομολόγητες.


Όσοι και όποτε χρησιμοποιούν το έργο για τις εκδηλώσεις τους δεν δικαιούνται να το κάνουν a la carte. Οφείλουν, πιστεύω, να ξεκαθαρίσουν μια και καλή -μέσα τους και δημοσίως- ότι οι κομουνιστές δεν χαρακτηρίζονται από έλλειμμα πατριωτισμού. Όταν δύο στελέχη της Αριστεράς, που διώχθηκαν, εξορίστηκαν, δοκιμάστηκαν για τα πιστεύω τους, καταφέρνουν να γράψουν κάτι τόσο επικό και ελληνικό, κανείς δεν δικαιούται να αμφισβητεί και να παρερμηνεύει την ιδεολογία τους. Εκτός κι αν οι χρήστες του έργου μένουν στη λαϊκότροπη ζωγραφιά του εξωφύλλου, που δείχνει έναν καβαλάρη και μια γυναικεία μορφή μέσα σε πλούσια φυτική βλάστηση, σαν εμπνευσμένη από γιαννιώτικο κέντημα: ελληνικό ίσον κατάλληλα πατριωτικό!


Επιστρέφοντας στα αξιώματα της εισαγωγής, περί του έργου τέχνης και της διαχρονικότητας, θέλω να ομολογήσω και μια δική μου παρανάγνωση. Έγδυσα κι εγώ το έργο από τα ιστορικά του συμφραζόμενα και το χρησιμοποίησα κατά το δοκούν και αναγκαίο. Τη μεγαλύτερη συγκίνηση ακούγοντας τους στίχους "τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας, δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει" ή "και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα" την ένιωσα σε μια δικοινοτική συναυλία στην τάφρο, μόλις είχαν ανοίξει τα οδοφράγματα. Όταν στις 4 Ιουλίου του 2003 "εμείς" και οι "άλλοι" περιμέναμε τις καμπάνες να σημάνουν την ανάσταση.