Παράθυρο logo
Η γκρίζα πόλη
Δημοσιεύθηκε 02.06.2015 14:52
Η γκρίζα πόλη

Γράφει ο Γιώργος Κακούρης

Βρέθηκα στην Αμμόχωστο, την άλλη, την κατεχόμενη πόλη, στην καρδιά της κουτσουρεμένης επαρχίας που βαφτίσαμε ελεύθερη και αφήσαμε παραμελημένη στην άκρη του οικονομικού θαύματος. Μια πόλη νεκροζώντανη, στη μια της όψη γεμάτη κόσμο και ζωή, στην άλλη γεμάτη χρόνο που φυτρώνει από παντού.


Μετά από μια ατελείωτη διαδρομή κατά μήκος του συνόρου που δεν είναι σύνορο, πέρασα από τα Στροβίλια. Ένα οδόφραγμα που δεν είναι οδόφραγμα αλλά τρύπα στον χωροχρόνο, που σε βγάζει από τα προάστια μιας κυπριακής πόλης στο κέντρο της, μέσω Βρετανίας και των χωραφιών της Αυτής Μεγαλειότητος. Πριν φτάσεις εκεί για να φανταστείς, ένας βρετανικός δρόμος σε παίρνει από την Άχνα και σε περνάει μεταξύ βορρά και νότου - αριστερά Τούρκοι, δεξιά Έλληνες, οι Κύπριοι κάπου χαμένοι στην άσφαλτο.


Από τα Στροβίλια και τη σημαία της Αυτής Μεγαλειότητος δεν προλαβαίνεις καν να σκεφτείς πριν βρεθείς στο κέντρο της πόλης. Σαν να πέρασες μια πόρτα που νόμιζες πως βγάζει στα παρασκήνια αλλά καταλήγει στη μέση μιας πλατείας, εν μέσω μιας υπαίθριας παράστασης στην οποία θυμάσαι πως πρωταγωνιστείς αλλά ανακαλύπτεις πως δεν έχεις μάθει τα λόγια.


Ψάχνοντας τον προορισμό μου πάρκαρα όπου βρήκα, κάτω από ένα καφεγκρίζο κτήριο. Δεν του έδωσα ιδιαίτερη προσοχή, γυρίζοντάς του την πλάτη για να βρω το σημείο που έψαχνα πάνω στην άγνωστη παραλιακή λεωφόρο.


Επιστρέφοντας αργότερα στο αυτοκίνητο, με τον ήλιο να κατεβαίνει, κοίταξα επιτέλους πάνω και μπροστά μου τα κτήρια που δεν είχα προσέξει στην αρχή. Πίσω από μια πινακίδα με έναν απρόσωπο στρατιώτη σε κόκκινο φόντο και μια περίφραξη, είδα κάτι πολύ οικείο. Ήταν τα κτήρια της εφηβικής μου παλιάς Λευκωσίας, αυτής που πρωτοείδα όταν έβλεπα για πρώτη φορά στη Γραμμή το αόρατο σύνορο που μέχρι την ενηλικίωσή μου δεν είχε άλλη πλευρά. Ήταν η γειτονιά μου των κομμένων δρόμων και της μεγάλης εικόνας που μας αποκαλύφθηκε όταν περάσαμε αυτά τα λίγα μέτρα προς την άλλη πλευρά της Λευκωσίας για πρώτη φορά.

Εδώ, στην Αμμόχωστο, δεν καταλάβαινα τι σήμαινε περίκλειστη πόλη παρά μόνο ως γεωγραφικός προσδιορισμός, σαν πολιτική και στρατιωτική αλχημεία, σαν δύο λέξεις που περικλείουν μέσα τους έννοιες και ιστορίες που δεν είχα σκύψει να ακούσω ποτέ.

Εκεί το είδα για πρώτη φορά το Βαρώσι. Σαν ένα buffer zone, μια ζώνη προφύλαξης, μια ουδέτερη ενδιάμεση κατάσταση που δράτζιασε, που πήρε ζωή δική της και σε μια νύχτα κατάπιε τον ένα δρόμο μετά τον άλλο, τη μια ζωή μετά την άλλη μέχρι που δεν είχε μείνει τίποτα. Η αρρώστια που βαφτίσαμε ρομαντισμό και απορροφούμε σιγά-σιγά -με κάθε πέρασμα για τσιγάρα, κάθε νέα φιλία, κάθε έρωτα- σαν ουλή στο σώμα της πρωτεύουσας, εδώ στη δίδυμη πρωτεύουσα αλλοίωσε τον χρόνο. Και την κοιτάμε ψάχνοντας απαντήσεις, ψάχνοντας πώς θα μπούμε μέσα και πού θα μας βγάλει.