Παράθυρο logo
Ειδήσεις για τη μουσική στην Κύπρο [15ος - 16ος αι.]
Δημοσιεύθηκε 08.06.2015 12:23
Ειδήσεις για τη μουσική στην Κύπρο [15ος - 16ος αι.]

Γράφει η Νάσα Παταπίου

Πολλές πηγές μάς παρέχουν στοιχεία για το φιλόμουσο των Κυπρίων, πόσο αγαπούσαν δηλαδή τη μουσική, τι μουσικά όργανα χρησιμοποιούσαν κατά τα χρόνια της λατινοκρατίας και γενικά ειδήσεις για τη μουσική ζωή στην Κύπρο.
Στο σημερινό μας δημοσίευμα θα παρουσιάσουμε όσα στοιχεία έχουμε συγκεντρώσει για τη μουσική ζωή στην Κύπρο κατά τη λατινοκρατία και κυρίως κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας. Με τη δημοσίευσή τους θα έχουμε κατά κάποιον τρόπο εάν όχι μια εικόνα ολοκληρωμένη, τουλάχιστον κάποιες ειδήσεις σχετικές με τη μουσική κατά την προαναφερόμενη εποχή. Στο μέλλον η έρευνα θα μας δώσει οπωσδήποτε και άλλα ευρήματα, αλλά στο παρόν δημοσίευμα οι ειδήσεις αυτές συνιστούν απλώς ελάχιστη συναγωγή του υλικού με αναφορά στη μουσική ζωή της Κύπρου.

Η αγάπη των Κυπρίων για τη μουσική αποτυπώνεται στα έργα του Κύπριου ιστορικού Στέφανου Lusignan και στα χειρόγραφα του στρατιωτικού μηχανικού Ιούλιου Savorgnano, ο οποίος γνώρισε από κοντά τους κατοίκους της μεγαλονήσου όταν οχύρωνε τη Λευκωσία κατά τα έτη 1567 έως 1569. Ο Στέφανος Lusignan αναφέρει ότι οι Κύπριοι λάτρευαν τη μουσική, τραγουδούσαν και έπαιζαν λαγούτο ή και φλογέρα και στις διασκεδάσεις τους συχνά χόρευαν και έφτιαχναν αυτοσχέδιους στίχους, υπονοώντας βέβαια τα τσιαττιστά. Ο Lusignan αναφέρεται επίσης στους θρήνους και στα μοιρολόγια που συνηθίζονταν στις κηδείες.

Ο Savorgnano θαύμασε τις αντοχές του κυπριακού λαού, ο οποίος κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού της Λευκωσίας εργαζόταν στην οικοδόμηση της νέας οχύρωσης και στα διαλείμματα τραγουδούσε ενώ έπαιζε φλογέρα (πιθκιαύλι) ή χόρευε.

Εκκλησιαστικό όργανο και ψάλτες

Στις πηγές συναντούμε αναφορές για ψάλτες και για τη χρήση εκκλησιαστικού οργάνου στην Κύπρο, όπως συνήθιζαν στη Δύση οι καθολικοί, ήδη από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας. Για παράδειγμα, όπως πληροφορούμαστε από ένα έγγραφο του 1468, μ' εντολή του βασιλιά Ιακώβου Β΄ Lusignan παραχωρούνταν ημερησίως στους έξι ψάλτες του βασιλικού παρεκκλησίου είκοσι τέσσερα ψωμιά και έξι φιάλες κρασί. Επίσης αμείβονταν και μ' ένα ετήσιο ποσό ανερχόμενο στα τριακόσια βυζάντια, που προερχόταν από τις εισπράξεις των διαπυλίων της ανατολικής πύλης της Λευκωσίας. Στο Χρονικό του Διομήδη Στραμπάλτη γίνεται μνεία για έναν άρχοντα Νικόλαο, γιο της πριγκίπισσας, που υπήρξε πρώτος καντόρος (primo cantor) στην Αγία Σοφία.

Το 1426 ο Μαμελούκος στρατηγός Χαλήλ Νταχέρη, που είχε ηγηθεί του στρατού που βάδισε κατά της Κύπρου και στη μάχη της Χοιροκοιτίας νίκησε τον βασιλικό στρατό και συνέλαβε αιχμάλωτο και τον ίδιο τον βασιλιά, δίνει τη δική του μαρτυρία. Όταν στη συνέχεια οι Μαμελούκοι εισέβαλαν στη Λευκωσία και πρώτο μέλημά τους ήταν να καταληστεύσουν το ανάκτορο των Lusignan, o στρατηγός Νταχέρη σημειώνει ότι μεταξύ των πολύτιμων αντικειμένων που υπήρχαν εκεί εντυπωσιάστηκε πραγματικά από ένα όργανο. Προφανώς αναφερόταν στο εκκλησιαστικό όργανο το οποίο, όπως γράφει στην έκθεσή του για την εν λόγω εκστρατεία, όταν ακουμπούσες επάνω του ακουγόταν ένας εξαίσιος μελωδικός ήχος.

Ας σημειωθεί ότι την ίδια εποχή ο βασιλιάς της Κύπρου Ιανός Lusignan μάς κληροδότησε ένα μουσικό έργο με ύμνους στον άγιο Ιλαρίωνα και την αγία Άννα, το οποίο εγκωμίασε και ο Πάπας Ιωάννης 23ος. Άλλωστε, από την ίδια την Αυλή του Ιανού μεταφέρθηκε ως προίκα της θυγατέρας του Άννας στη Σαβοΐα το περίφημο μουσικό χειρόγραφο, στο οποίο περιέχεται και το μουσικό έργο του βασιλιά. Πρόκειται για ένα μνημείο της μουσικής που δημιουργήθηκε τότε στην Κύπρο με επιδράσεις δυτικές, αλλά και επιρροές της επιτόπιας μουσικής παράδοσης. Στην Αυλή του βασιλιά Ιανού έζησε επίσης ένας μεγάλος συνθέτης από τη Βουργουνδία, ο οποίος αργότερα ακολούθησε τη θυγατέρα του βασιλιά στη Σαβοΐα και εκεί διέπρεψε.

Κατά τη Βενετοκρατία

Η έφεση των Κυπρίων στη μουσική γίνεται έκδηλη και σε μνημεία της κυπριακής ορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής, που έχουν σωθεί σε χειρόγραφα και σε διάφορες βιβλιοθήκες και αρχεία και φέρνουν στο φως άγνωστους Κύπριους μελωδούς και συνθέτες. Ο τελευταίος επί Βενετοκρατίας ορθόδοξος επίσκοπος Πάφου (Νέας Αρσινόης) Κωνσταντίνος Φλαγγής, που είχε φονευθεί το 1570 όταν έπεσε η Λευκωσία στα χέρια των Οθωμανών, αναφέρεται και ως συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων.

Πρόσφατη έρευνα έφερε στο φως στοιχεία για τον Καρτζερά Φλαγγή, έναν μέχρι πρότινος άγνωστο Κύπριο μελωδό, ο οποίος μελοποίησε το στιχηρό: "Τους αθλοφόρους του Χριστού" για τη γιορτή των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων. Το όνομα του εν λόγω Κύπριου μελωδού αναγράφεται σ' έναν ελληνικό χειρόγραφο κώδικα σε στιχηράριο με παλαιά βυζαντινή μουσική γραφή των αρχών του 16ου και του οποίου ο αντιγραφέας είναι ένας ανώνυμος Κύπριος.

Ο Θωμάς Κορδοκοτός επίσης ήταν σπουδαίος μουσικός και κατά πάσα πιθανότητα έζησε κατά τα τέλη του 15ου ή αρχές του 16ου αιώνα. Ο Κορδοκοτός γνώριζε τη θεωρία της βυζαντινής μουσικής. Έχει διασωθεί η εργασία του: "Μέθοδος των καλοφώνων τεχνική ποιηθείσα παρά του μακαριωτάτου κυρού Θωμά ου τω επίκλην Κορδοκοτός και πρωτοψάλτου των αγίων επισκοπών των Γραικών Κύπρου".
Ο φιλόμουσος Πέτρος Συγκλητικός

Όχι μόνο ο απλός λαός αλλά και οι άρχοντες της Κύπρου λάτρευαν τη μουσική, αλλά και εκτιμούσαν τους ανθρώπους που διακονούσαν την τέχνη αυτή. Οι οικονομικά εύρωστοι Κύπριοι της εποχής φιλοξενούσαν συχνά στα μέγαρά τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών που επισκέπτονταν την Κύπρο. Ο άρχοντας Πέτρος Συγκλητικός, της μεγάλης και σημαντικής κατά τον 16ο αιώνα κυπριακής οικογένειας, είχε φιλοξενήσει στο αρχοντικό του, το 1552-1553, στη Λευκωσία, τον μουσουργό Ιωάννη Δομήνικο La Martoretta από την Καλαβρία. Ο μουσουργός αυτός τύπωσε το 1554 στη Βενετία την τρίτη συλλογή μαδριγαλίων του και την αφιέρωσε με χρονολογία 30 Ιουνίου 1554 στον Κύπριο ευγενή Πέτρο Συγκλητικό. Το μαδριγάλι, φωνητική πολυφωνική σύνθεση, κατά κανόνα κοσμικού χαρακτήρα, που άνθησε στην Ιταλία από τον 13ο ως τον 17ο αι., έδωσε στη συνέχεια τη θέση του στην καντάτα. Πέντε μαδριγάλια του La Martoretta είναι αφιερωμένα σε μέλη της οικογένειας των Συγκλητικών και άλλα πέντε σε επώνυμους Κυπρίους. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ένα μαδριγάλι αφιερωμένο στον Ιωάννη Συγκλητικό είναι γραμμένο στα ελληνικά: Ο πόθος εις δυο χείλη κουρελλένα (Ο pothos is dio chijli curellena).

Δεν θα μπορούσαμε σ' αυτό το δημοσίευμα να μην αναφερθούμε στον Κύπριο Ιερώνυμο Τραγωδιστή, του οποίου τα μουσικά έργα σώθηκαν σε δύο μουσικά χειρόγραφα. Επίσης ο ίδιος ήταν ποιητής ιερών ασμάτων. Το έργο του Ιερώνυμου αποτελεί μοναδικό τεκμήριο σε ό,τι αφορά στην πρακτική θεωρία της βυζαντινής και ιταλικής μουσικής του 16ου αιώνα. Ας σημειωθεί επίσης ότι μια ανέκδοτη πηγή του 1557 αναφέρεται στον Κύπριο Γεώργιο Λαουτάρη που δίδασκε λαούτο.

Ένας Κύπριος οργανοπαίκτης στην Κρήτη

Ένας διάσημος Κύπριος οργανοπαίκτης (sonador) είχε εγκατασταθεί στον Χάνδακα της Κρήτης και παράλληλα διενεργούσε εκεί εμπόριο. Πρόκειται για τον Λουκά της γνωστής τότε κυπριακής οικογένειας Μόξια, η οποία σχετίζεται με τη μεγαλόνησο ήδη από τη Φραγκοκρατία και της οποίας πολλά μέλη απαντούν στις πηγές. Ήδη από τον 14ο αιώνα οι Μόξια κατέχουν θέσεις στο κυπριακό δημόσιο, είναι φεουδάρχες ή ασχολούνται με το εμπόριο. Αναφέρεται ότι οι ρίζες της οικογένειας αυτής εντοπίζονται στην Καταλωνία. Για την ίδια οικογένεια έχουμε συγκεντρώσει στοιχεία από διάφορα βενετικά έγγραφα. Μεταξύ αυτών θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη Μαργαρίτα Μόξια, μια Κύπρια με δυναμική προσωπικότητα που κατέφυγε στη Βενετία μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς. Ήταν σύζυγος του Bernardo Curazer και θυγατέρα του εμπόρου Ιερώνυμου Μόξια. Στη Βενετία είχε διαπρέψει στο εμπόριο και ο γιος της Μαργαρίτας Μόξια, Ιερώνυμος Curazer.

Ο οργανοπαίκτης Λουκάς Μόξιας πρέπει να ήταν αδελφός της Μαργαρίτας, αφού τόσο αυτός όσο και η αδελφή του τεκμηριώνεται ότι ήταν ανίψια του γνωστού διερμηνέα της Γαληνοτάτης Μιχαήλ Μεμπρέ. Το 1570 ο πλούσιος αυτός Κύπριος οργανοπαίκτης ήταν εγκατεστημένος στον Χάνδακα και ζήτησε να αποκτήσει την κρητική ευγένεια, δηλώνοντας έτοιμος να ενισχύσει τα οχυρωματικά έργα της πόλης. Όπως έγραφε στο αίτημά του ήταν διατεθειμένος να πληρώσει χίλια ημερομίσθια (dar opere mille) γι' αυτόν τον σκοπό. Δεν γνωρίζουμε εάν η οικονομική ευρωστία του Κύπριου οργανοπαίκτη προερχόταν από τις εμπορικές του δραστηριότητες -έκανε κυρίως εμπόριο δερμάτων- ή από την τέχνη του οργανοπαίκτη-μουσικού. Τελικά το αίτημα του Κύπριου οργανοπαίκτη εισακούσθηκε και έτσι του παραχωρήθηκε η κρητική ευγένεια από τις βενετικές αρχές.

Σε έγγραφο ημερομηνίας 26 Αυγούστου 1570 αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής: Ο αρχιναύαρχος του βενετικού στόλου Ιερώνυμος Zane, μετά από σχετική αίτηση του Κύπριου οργανοπαίκτη Λουκά Μόξια, ο οποίος κατοικούσε στον Χάνδακα ήδη για μια εικοσαετία, του απένειμε την κρητική ευγένεια, υπό τον όρο ότι θα προσέφερε χίλια ημερομίσθια για τα οχυρωματικά έργα, όπως ο ίδιος είχε υποσχεθεί στο αίτημά του. Στην απόφαση επίσης αναφέρεται ότι η τιμητική αυτή διάκριση του είχε παραχωρηθεί κληρονομικώς, δηλαδή και στους απογόνους του, οι οποίοι θα είχαν γεννηθεί από νόμιμο γάμο. Τέλος, σημειωνόταν στην εν λόγω απόφαση ότι δεν θα είχε ισχύ εάν σε διάστημα έξι μηνών ο Κύπριος οργανοπαίκτης και έμπορος δεν προσέφερε τα όσα υποσχέθηκε, δηλαδή τα χίλια ημερομίσθια στα οχυρωματικά έργα του Χάνδακα.
Η Κύπρος ήταν και εξακολουθεί να είναι στενά συνδεδεμένη με τη μουσική, τόσο με τις διάφορες "φωνές" της όσο και με τα τσιαττιστά της, τη γνωστότερη οπωσδήποτε κυπριακή λαϊκή μουσική έκφραση...