Παράθυρο logo
Το τέρτιν της Νίκης (μέρος 8ο)
Δημοσιεύθηκε 08.09.2014 15:08
Το τέρτιν της Νίκης (μέρος 8ο)

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου

Επεράσαν τρεις εφτομάδες που την ημέρα που ο Αντώνης έταξε της Μαρίνας ότι εννά πάει μαζί της στην Αγγλία. Ήταν μια επιπόλαιη απόφαση, μια κουβέντα του αέρα. Την ώρα που την ελάλεν, ένα κομμάτι του εαυτού του εμάσιετουν να τραβήσει τες λέξεις πίσω τζαι ένα άλλο εσιώννωνέν τες με την σίκλα έξω που το στόμα του.


Εκατάλαβε όμως ότι δεν της έταξε μόνο ένα ταξίδι. Έταξε της την ζωή του. Έδωκέν της τον λόγο του τζαι όπως λαλούν στον καφενέν, ο λόος του αδρώπου ό,τι τζι' αν ενει.


Αποφάσισε λοιπόν ότι θα φύει ν' αφήκει την γεναίκα του τζαι τα κοπελλούθκια του. Εχώνεψέν το στο στομάσι του, εμπέδωσέν το μες στον νου του τζαι αγνόησε τες τύψεις του. Με το ταξίδι, εν θα τες έπαιρνεν μαζί του. Θα τες άφηνε στο αεροδρόμιο τες τύψεις, να καρτερούν μαζί με την Νίκη. Στην Αγγλία θα εξεκίναν μια άλλη ζωή, διαφορετική.


Εβρέθηκεν μιαν τελευταία φορά με την Μαρίνα, στο φυλάκιο για να κανονίσουν τα διαδικαστικά. Μέσες, άκρες ο Αντώνης είσιεν ένα πλάνο μες τον νου του. Το πώς θα το πει της Νίκης, το πού θα έβρει λεφτά, το πότε θα πάει. Η Μαρίνα το μόνο που εσκέφτηκε τζαι ετοίμασε ήταν ένα χαρτούι με την διεύθυνση τζαι το τηλέφωνό της στην Αγγλία. Ο Αντώνης έπιασέ το τζαι έχωσέ το μέσα στο πακέτο που τα τσιγάρα του. Εποσιαιρέτισε λοιπόν την Μαρίνα, τζαι υποσχέθηκε ότι θα της έστελλε γράμμα με το ταχυδρομείο, πότε θα επάεννε να την έβρει. Την ώρα που την εθώρε να κατεβαίνει τονδρόμο για να πάει έσσω της, η καρκιά του εφάκκαν όπως του λαού. Τα ψέματα ετελειώσαν.
Επήεν έσσω νωρίς τζαι επρόλαβε την Νίκη όξυπνη. Εφόρεν ένα φουστάνι κλαδωτό, με βάτες, που της έραψε η κουμέρα της η Σταυρούλλα. Τα σγουρά της μαλλιά, πιασμένα κότσο ψηλά, για να δροσίζεται ο λαιμός της. Είδεν την να κάθεται στην πολυθρόνα τζαι να θκιαβάζει ένα περιοδικό με μόλες για ρούχα. Εστάθηκε για λλίο στην πόρτα, εγεμώσαν τα μμάθκια του τζαι πριν το καταλάβει εβρέθηκεν γονατιστός χαμαί να νεκαλλιέται όπως την κοτζιάκαρη. Η Νίκη επέταξε το περιοδικό τζαι εβούρησε προς το μέρος του. Έπιασε με τες παλάμες της το βρεμένο του πρόσωπο τζαι εχάδεψε του τα μαλλιά του, χτενίζοντας του τα, όπως θα έκαμνε του παιθκιού της άμα εχτύπαν στο χωράφι.
"Αντώνη, τι έγινε μάνα μου, τι έσιεις;".


Εγύρισε τζαι είδε την τζαι πριν να της μιλήσει, ερούφισε τα σιείλη της μες στα δικά του σαν τον διψασμένο που ήβρεν νερό. Εμούνταρε πάνω της σαν τον λύκο τζαι έβαλε το σιέρι του κάτω που το φουστάνι της. Τζείνη ανίκανη να αντιδράσει. Το μόνο που του είπε, "Αντώνη, τα μωρά!"
Η φωνή της έσβησε στην υγρασία του Σεπτέμβρη. Τζαι τζιαμαί, στο πάτωμα του ηλιακού, εκάμαν τον Φάνο, το μιτσιόττερο παιδί του Αντώνη τζαι της Νίκης.