Παράθυρο logo
Η ιστορία της μοναχής Μερόπης, κατά κόσμον Μόσχως Ροντάκη
Δημοσιεύθηκε 10.08.2015 12:50
Η ιστορία της μοναχής Μερόπης, κατά κόσμον Μόσχως Ροντάκη

Γράφει η Νάσα Παταπίου 

Η αρχειακή έρευνα που αφορά την ιστορία μας κατά τον 16ο αιώνα δεν μας παρέχει μόνο νέα και σημαντικά στοιχεία σχετικά με τα χωριά μας, τους φεουδάρχες της Μεγαλονήσου, τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα των προγόνων μας, πριν από πεντακόσια και πλέον χρόνια, αλλά μας προσφέρει και άλλες πληροφορίες για ατομικές περιπτώσεις και προσωπικές ιστορίες κυρίως υπερασπιστών της Κύπρου, κατά τον πόλεμο 1570-1571, ή συγγενών τους που επέζησαν μετά την κατάκτηση της πατρίδας τους από τους Οθωμανούς.


Οι πηγές αυτές περιέχουν συγκλονιστικές ανθρώπινες ιστορίες που σκιαγραφούν εικόνες του παρελθόντος και καταγράφουν τις περιπέτειες και τα όσα βίωσαν ως αιχμάλωτοι, ανέστιοι και ξεριζωμένοι πρόσφυγες οι κάτοικοι της Κύπρου κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον πόλεμο. Μας διηγούνται επίσης σε ποια μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας μεταφέρθηκαν ή περιπλανήθηκαν οι άνθρωποι αυτοί έως την απελευθέρωσή τους. Στο σημερινό μας δημοσίευμα θα αναφερθούμε στην ιστορία μιας γυναίκας, αδελφής, συζύγου και μητέρας υπερασπιστών της Κύπρου κατά τον εν λόγω πόλεμο και στο τι υπέφερε και βίωσε η ίδια.


Όπως έχουμε και άλλοτε γράψει και αναλύσει, είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο -κυρίως κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας και μετά από απόφαση των βενετικών αρχών- άνδρες που είχαν ενταχθεί στα σώματα του ελαφρού ιππικού της Κύπρου. Οι περισσότεροι άνδρες από αυτούς είχαν απώτερη καταγωγή από την Αλβανία, των οποίων οι πρόγονοι για αιώνες και, κυρίως, μετά τις ανακατατάξεις και μετακινήσεις πληθυσμών που σημειώθηκαν με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, είχαν εγκατασταθεί σε τουρκοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Μετά την πτώση του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας στην εξουσία των Οθωμανών, περιοχές που ανήκαν προηγουμένως στη Δημοκρατία της Βενετίας -και μετά την υπογραφή συνθήκης μεταξύ των δύο δυνάμεων- είχαν μεταφερθεί στην Κύπρο πολλά μέλη του ελαφρού ιππικού, με τις οικογένειές τους, για υπηρεσία. Τότε τους είχαν παραχωρηθεί κτήματα και δημιουργήθηκε επιπρόσθετα ένα ολόκληρο χωριό στην περιοχή Αμμοχώστου και πολύ κοντά με το χωριό Αυγόρου, με την ονομασία Avita dei Napolitani.


Πολύ πιθανόν, όπως εικάζουμε, το όνομα του χωριού θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως: "εφ' όρου ζωής (a vita) στους Ναυπλιώτες (Napolitani)". Επίσης σε μεγάλο αριθμό ελαφρών ιππέων είχαν παραχωρηθεί κτήματα στην περιοχή του Πωμού και της Αλεξανδρέττας (σημερινή περιοχή Τηλλυρίας). Οι Ελληνοαλβανοί ελαφροί ιππείς που είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο μετά το 1540 αλλά και προηγουμένως είχαν δημιουργήσει οικογένειες με γυναίκες είτε με καταγωγή ελληνοαλβανική ή κυπριακή ή και ιταλική, όπως τεκμηριώνεται μέσα από ανέκδοτο κυρίως υλικό. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι ένας Ελληνοαλβανός, μέλος του ελαφρού ιππικού, που εγκαταστάθηκε περί το 1520 στην Κύπρο, είχε νυμφευθεί εδώ και είχε αποκτήσει θυγατέρες που παντρεύτηκαν και αυτές μέλη του ελαφρού ιππικού και απέκτησαν παιδιά που εντάχθηκαν και αυτά στα σώματα του ελαφρού ιππικού.


Η συμβολή τους στον πόλεμο


Οι Ελληνοαλβανοί, κυρίως αυτοί οι οποίοι είχαν γεννηθεί και που είχαν μεγαλώσει στην Κύπρο, εύλογα θεωρούσαν τη Μεγαλόνησο πατρίδα τους και πολέμησαν άλλωστε γενναία κατά των Οθωμανών το 1570-1571 υπερασπίζοντάς την. Η συμβολή του ελαφρού ιππικού στην υπεράσπιση της Κύπρου και κυρίως των Ελληνοαλβανών ελαφρών ιππέων δεν τεκμηριώνεται μόνο μέσα από τα αιτήματα των ιδίων προς τη Γαληνοτάτη, όσων βέβαια γλύτωσαν μετά τον πόλεμο, αλλά καταγράφεται και σε πηγές που φέρουν την υπογραφή Βενετών αξιωματούχων. Σχετικά με τη συμβολή των γενναίων αυτών πολεμιστών κατά τον εν λόγω πόλεμο έχουμε συγκεντρώσει αρχειακό υλικό, το οποίο ευελπιστούμε ότι θα εκδοθεί προσεχώς.


Στο υλικό αυτό συναντά κανείς στοιχεία από τη μικροϊστορία του πολέμου αυτού και την προσωπική ιστορία των ιδίων των υπερασπιστών της Κύπρου ή μελών της οικογένειάς τους. Ο θάνατος, οι αιχμαλωσίες, οι βίαιοι εξισλαμισμοί, τα βασανιστήρια, η απάνθρωπη ζωή των κωπηλατών σε γαλέρες είναι εικόνες που απαντούν στα αιτήματα όσων επέζησαν του πολέμου της Κύπρου. Ιστορίες θυγατέρων, γιων και συζύγων που καταγράφονται στα αιτήματά τους, μετά την απελευθέρωσή τους από την αιχμαλωσία, μας παρέχουν μια εικόνα ολοζώντανη και με ζωηρά χρώματα μεταφέροντάς μας ακαριαία στη μακρινή εκείνη εποχή.


Η οικογένεια Ροντάκη


Η μεγάλη οικογένεια ελαφρών ιππέων Ροντάκη, με καταγωγή από το Ναύπλιο, είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο μετά τη πτώση της γενέθλιας πόλης τους στην εξουσία των Οθωμανών. Από πολλές αρχειακές πηγές και κυρίως πηγές του πολέμου της Κύπρου μαρτυρείται η συμβολή των μελών της οικογένειας αυτής στην υπεράσπιση της Μεγαλονήσου. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται μάλλον ο Νικόλαος Ροντάκης, ο οποίος εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του για υπηρεσία στην Κύπρο μετά την απώλεια του Ναυπλίου, γενέθλιου χώρου του. Ένας από τους γιους του, ο Πέτρος Ροντάκης, ίσως ο πιο διάσημος της οικογένειας, υπήρξε γενικός διοικητής του ελαφρού ιππικού της Κύπρου, το όνομα του οποίου άλλωστε απαντά και σ' αυτόν τον ίδιο τον "Θρήνο της Κύπρου". Υπερασπίστηκε τη Λευκωσία και μετά την πτώση της κατάφυγε στην Αμμόχωστο και προσέφερε εκεί τις υπηρεσίες του έως τον θάνατό του, που προκλήθηκε από την έκρηξη μιας νάρκης.


Μέχρι πρόσφατα γνωρίζαμε από τις πηγές τη δράση του γενικού διοικητή των stradioti Πέτρου Ροντάκη, των αδελφών του Ιωάννη, Κόντου και Ανδρέα. Ο Ιωάννης είχε λάβει μέρος μαζί με τον αδελφό του Κόντο κατά των Οθωμανών στην ενέδρα που έγινε στη Μακράσυκα, έξω από την Αμμόχωστο. Στη μάχη στη Μακράσυκα, ή όπως αναφέρεται σε άλλες πηγές στην Κατάπετρα, πληγώθηκε βαριά και την επομένη εξέπνευσε ο Κόντος Ροντάκης, ενώ ο Ιωάννης Ροντάκης φονεύθηκε αργότερα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αμμοχώστου. Τη διοίκηση του ελαφρού ιππικού μετά τον θάνατο των τριών αδελφών του Πέτρου, Κόντου και Ιωάννη, ανέλαβε ο Ανδρέας Ροντάκης, όπως πληροφορούμαστε σε αίτημα του ιδίου που απευθύνει στις βενετικές αρχές, μετά την απελευθέρωσή του από την αιχμαλωσία. Ο Νικόλαος Ροντάκης, σύμφωνα με μια άλλη βενετική πηγή, είχε και μια θυγατέρα με το όνομα Μόσχω (Mosco), η οποία υπέστη όλα τα δεινά του πολέμου της Κύπρου και τέλος σύρθηκε στην αιχμαλωσία μαζί με τους τρεις γιους της, ενώ ο σύζυγός της σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας. Η δική της περιπετειώδης ιστορία, απότοκο του φρικτού πολέμου, καταγράφεται από την ίδια σε αίτημά της το 1581.


Μόσχω Ροντάκη


Φαίνεται ότι η Μόσχω ήταν η μοναδική θυγατέρα του Ναυπλιώτη διοικητή του ελαφρού ιππικού που εγκαταστάθηκε στην Κύπρο για υπηρεσία με την οικογένειά του, μετά την πτώση του Ναυπλίου. Οι γιοι του, όπως ήδη προαναφέραμε, ήταν οι Πέτρος, Ιωάννης, Κόντος και Ανδρέας. Το αίτημα της Μόσχως του 1581 μας αποκαλύπτει περισσότερα για την οικογένεια Ροντάκη. Η Ναυπλιώτισσα και Κύπρια Μόσχω Ροντάκη, αφού έζησε στην αιχμαλωσία περισσότερο από δέκα χρόνια, κατόρθωσε να απελευθερωθεί και να φθάσει έως την πόλη των τεναγών. Σε αίτημά της που είχε απευθύνει στις βενετικές αρχές καταγράφει τα όσα υπέφερε και εξακολουθούσε να βιώνει και όσα προσέφεραν οι δικοί της αλλά και οι πρόγονοί της στον πόλεμο της Κύπρου και γενικά στους αγώνες και στους πολέμους της Δημοκρατίας του Αδρία.


Η Μόσχω είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο μαζί με την οικογένειά της όπου μεγάλωσε και παντρεύτηκε. Σύζυγός της ήταν ένας άλλος πρόσφυγας από το Ναύπλιο με το όνομα Αλέξανδρος, που υπηρετούσε ως υπολοχαγός στνο λόχο του καπιτάνου Πέτρου Μαυρέση. Ο χώρος στον οποίο υπηρετούσε ήταν η περιοχή του χωριού Αμπελικού (contrada d'Ambelicο), μέρος το οποίο όπως κατέδειξε η έρευνα ήταν ισχυρό τότε κέντρο ακτοφρουράς του ελαφρού ιππικού. Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι στο Αμπελικού είχαν υπηρετήσει μέλη γνωστών οικογενειών του ελαφρού ιππικού, όπως οι οικογένειες των Ρένεση, Μάνεση, Μαυρέση, Κουρτέση, Αλέξανδρου κ.ά.


Η Μόσχω Ροντάκη, χήρα του υπολοχαγού Αλέξανδρου, αναφέρει ότι έχασε τον σύζυγό της στον πόλεμο της Κύπρου και προφανώς αυτό συνέβη στην πολιορκία της Λευκωσίας, εφόσον ο λόχος του διοικητή Πέτρου Μαυρέση στον οποίο υπηρετούσε ο σύζυγός της ως υπολοχαγός, υπερασπίστηκε τη Λευκωσία. Οι τρεις γιοι της, ένας εκ των οποίων υπηρετούσε ως ελαφρός ιππέας στον λόχο του καπιτάνου Φραγκίσκου Κατέλα, όταν έπεσε η Λευκωσία αιχμαλωτίστηκαν, καθώς και η ίδια. Το 1581, όταν η Μόσχω ήδη απελευθερώθηκε και έφθασε στη Βενετία, αγνοούσε εάν εξακολουθούσαν οι τρεις γιοι της να ζουν ή εάν ήδη είχαν πεθάνει.


Εκτός από τα στοιχεία τα οποία καταγράφει για τη δική της οικογένεια, που είχε αποκτήσει με τον υπολοχαγό του ελαφρού ιππικού Αλέξανδρο, αναφέρεται και στους αδελφούς της, οι οποίοι υπήρξαν λαμπροί πολεμιστές και υπερασπιστές της Κύπρου, γεγονός το οποίο μαρτυρείται γενικά και σε όλες οι πηγές που αναφέρονται στον εν λόγω πόλεμο. Αδελφός της ήταν όπως σημειώνει ο Πέτρος Ροντάκης, γενικός διοικητής του ελαφρού ιππικού της Κύπρου, και οι καπιτάνοι Ιωάννης και Κόντος, οι οποίοι έχυσαν το αίμα τους υπερασπιζόμενοι την Αμμόχωστο. Ο πιο μικρός αδελφός της ο Ανδρέας, που επέζησε, υπερασπίστηκε και αυτός την Αμμόχωστο και διορίστηκε από τον Μαρκαντώνιο Bragadin, μετά τον θάνατο των αδελφών του, διοικητής του ελαφρού ιππικού της Αμμοχώστου, ενώ με την παράδοση της πόλης αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ευτυχώς εκεί πολύ σύντομα ο Βενετός βάιλος κατόρθωσε να τον απελευθερώσει και να τον στείλει στη Βενετία. Ο Ανδρέας, σύμφωνα με όσα αναφέρει η αδελφή του Μόσχω αλλά και άλλες αρχειακές πηγές, τιμήθηκε αργότερα από τους Βενετούς με τον τίτλο του ιππότη (cavalier) και διορίστηκε διοικητής του ελαφρού ιππικού στην Κεφαλλονιά (governador in Ceffalonia).


Η Μόσχω υπέφερε στα χέρια των απίστων ως σκλάβα κάθε είδος τυραννίας και εξευτελισμού. Μετά την εγκατάστασή της στη Βενετία εκλιπαρούσε τις βενετικές αρχές για τις υπηρεσίες και για τα όσα προσέφεραν θυσιάζοντας ακόμη και την ίδια τη ζωή τους οι πρόγονοί της, ο πατέρας της, οι τέσσερις αδελφοί της, ο σύζυγος και τα παιδιά της την ελάχιστη οικονομική ενίσχυση για να ζήσει αξιοπρεπώς. Είχε χάσει τα πάντα στο Ναύπλιο, στον γενέθλιο τόπο της και ό,τι είχε αποκτήσει αργότερα στη δεύτερη πατρίδα της, Κύπρο. Η Γαληνοτάτη, όπως σημείωνε στο αίτημά της, υπήρξε και εξακολουθούσε να είναι γενναιόδωρη με τις χήρες των καπιτανών και των υπολοχαγών, γι' αυτό παρακαλούσε και η ίδια όπως της παραχωρηθούν ως μηνιαίος μισθός τρία δουκάτα, για να αντεπεξέλθει στη δύστυχη ζωή της.


Η Μόσχω Ροντάκη, χήρα του υπολοχαγού Αλέξανδρου, για να μπορέσει να επιβιώσει όταν μόνη και έρημη μετά από μύριες ταλαιπωρίες ελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία και έφθασε στη Βενετία, εκάρη μοναχή και έλαβε το όνομα Μερόπη (il mio voto Meropi). Η μοναχή Μερόπη, κατά κόσμων Μόσχω, ήταν οπωσδήποτε ορθόδοξη, αφού όπως η ίδια αναφέρει ανήκε ως μοναχή στο Τάγμα του Αγίου Βασιλείου (ordine de San Basilio) των ορθοδόξων. Από το Ναύπλιο πρόσφυγας στην Κύπρο, από την Κύπρο αιχμάλωτη σκλάβα στην Κωνσταντινούπολη, από την Κωνσταντινούπολη ελεύθερη πλέον στη Βενετία και τέλος μοναχή στην ορθόδοξη μονή της πόλης των τεναγών με το όνομα Μερόπη. Ο πόλεμος είχε οριοθετήσει τις διαδρομές του βίου της Μόσχως Ροντάκη, χήρας του υπολοχαγού Αλέξανδρου με καταγωγή από τη μεγάλη ναυπλιωτική οικογένεια η οποία είχε γράψει στη Μεγαλόνησο πραγματικά ιστορία...


Λεζάντα: Απεικόνιση ενός μέλους του ελαφρού ιππικού (stradioto). Ως μέλη του ελαφρού ιππικού πολέμησαν γενναία οι αδελφοί, ο σύζυγος και οι γιοι της Μόσχως Ροντάκη.