Παράθυρο logo
Ιστορίες Κυπρίων μετά τον πόλεμο 1570-1571
Δημοσιεύθηκε 28.09.2015 15:34
Ιστορίες Κυπρίων μετά τον πόλεμο 1570-1571

Γράφει η Νάσα Παταπίου

Οι πληγές του πολέμου της Κύπρου 1570-1571 αποτυπώνονται σε ανέκδοτα βενετικά έγγραφα, μέσα από τα οποία μας γίνονται γνωστές οι αφηγήσεις των θυμάτων του πολέμου αυτού, που είχαν την τύχη μετά από αμέτρητες ταλαιπωρίες ως αιχμάλωτοι να επιζήσουν και τελικά να απελευθερωθούν με λύτρα. Στη συνέχεια ως πάλαι ποτέ πολίτες-υπήκοοι της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, εφόσον πλέον είχαν χάσει την πατρίδα τους και το βιός τους, κατέφευγαν στην πόλη των τεναγών. Εκεί γνώριζαν ότι υπήρχε μια παροικία συμπατριωτών τους που μιλούσαν τη γλώσσα τους και ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι καθώς και μια εκκλησία, αυτή του Αγίου Γεωργίου, στην οποία μπορούσαν να πάνε να προσευχηθούν.


Τα στοιχεία τα οποία καταγράφονται σε τέτοιου είδους έγγραφα είναι πλούσια και ποικίλα. Περιγράφονται σ' αυτά τι βίωσαν οι άνθρωποι αυτοί, πώς έφθασαν στην ποθητή απελευθέρωση, ποιοι από την οικογένειά τους σκοτώθηκαν, πόσοι εξακολουθούσαν να είναι αιχμάλωτοι και σε ποιες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας. Ο καθένας διηγείται την ιστορία του, την προσωπική του ιστορία, και τελικά εμπλουτίζεται με αυτόν τον τρόπο η μικροϊστορία του πολέμου της Κύπρου, προσφέροντάς μας τελικά πολύτιμες σελίδες από αυτόν τον φοβερό πόλεμο με άγνωστα στοιχεία τα οποία μέχρι πρόσφατα δεν έγινε κατορθωτό να έρθουν στο φως. Ο καθένας που απευθυνόταν στις βενετικές αρχές αναζητούσε τους συγγενείς του, ζητούσε να πληροφορηθεί εάν ζούσαν ή εάν είχαν πεθάνει, εκλιπαρούσε για λύτρα για να απελευθερώσει αυτούς για τους οποίους τελικά είχε πληροφορηθεί ότι ζούσαν, σε ποιο μέρος βρίσκονταν και βίωναν τη σκλαβιά ως αιχμάλωτοι. Όσοι κατόρθωσαν να απελευθερωθούν, εάν ήταν άνδρες προχωρημένης ηλικίας ή χήρες, εκλιπαρούσαν για μια σύνταξη ή ένα επίδομα, ή ζητούσαν εάν ήταν ικανοί για εργασία να διοριστούν κάπου. Συνήθως εάν είχαν προηγουμένως υπηρετήσει ως ελαφροί ιππείς επιθυμούσαν να ενταχθούν στα σώματα των ελαφρών ιππέων στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Καθολικό αίτημά τους ήταν να εξασφαλίσουν τον επιούσιο άρτο, μια ταπεινή στέγη, ένα ρούχο να κρύψουν τη γύμνια τους.


Η επαλήθευση των στοιχείων που κατέγραφαν στα αιτήματά τους έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει με μάρτυρες συμπατριώτες τους, οι οποίοι με ένορκες δηλώσεις πιστοποιούσαν ποιοι ήταν και επιβεβαίωναν ότι το περιεχόμενο των αιτημάτων τους ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.


Η Έλενα από τις Αλυκές


Μια Κύπρια από τις Αλυκές της Λάρνακας είχε απελευθερωθεί το 1582 από την αιχμαλωσία και, μετά την άφιξή της στη Βενετία, οι συμπατριώτες της της είχαν συμπαρασταθεί και είχαν επιβεβαιώσει με ένορκες δηλώσεις τόσο την ταυτότητά της όσο και τα στοιχεία τα οποία κατέγραφε σε αίτημά της. Ο Ιωάννης Machies, γιος του άρχοντα Alvise, ευγενής από τη Λευκωσία, και ο Φραγκίσκος του αείμνηστου Ιωάννη από τις Αλυκές είχαν κληθεί ως μάρτυρες από την Έλενα. Η Έλενα ήταν σύζυγος του Anzolo, πάλαι ποτέ γραμματέα (cancilier) στην Κύπρο, στην υπηρεσία του εκλαμπρότατου Bernardin Bollani, καπιτάνου των Αλυκών Λάρνακας.


Ο ένας μάρτυρας, ο Machies, καταγόταν από οικογένεια με φραγκικές ρίζες που είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα. Όσο για τον Bernardin Bollani, πρόκειται για τον τελευταίο μάλλον Βενετό καπιτάνο Αλυκών. Είχε διοριστεί στις 4 Οκτωβρίου το 1566 και η θητεία του είχε αρχίσει στις 3 Οκτωβρίου 1569. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας ο καπιτάνος των Αλυκών βρισκόταν στην άμυνα του προμαχώνα Ποδοκάθαρο και τελικά είχε αιχμαλωτιστεί και μετά την απελευθέρωσή του κατέφυγε στη Βενετία.
Οι πιο πάνω πιστοποιούσαν ενόρκως ότι η Κύπρια Έλενα ήταν γέννημα θρέμμα των Αλυκών Λάρνακας (nativa di Saline) και όλοι οι συγγενείς της ήταν Κύπριοι. Είχε παντρευτεί στις Αλυκές με τον άρχοντα Anzolo και είχε αποκτήσει μαζί του τέσσερις θυγατέρες, οι οποίες επίσης μετά την ενηλικίωσή τους είχαν παντρευτεί και αυτές στις Αλυκές. Ζούσαν στο ίδιο μέρος έως την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς, οπόταν τότε η Έλενα καθώς και όλα τα μέλη της οικογένειάς της αιχμαλωτίστηκαν. Μόνο η ίδια η Έλενα κατόρθωσε να απελευθερωθεί καθώς και μία από τις θυγατέρες της. Αυτή ήταν χήρα με δύο παιδιά και μεταφέρθηκε αιχμάλωτη μαζί μ' αυτά στην Κωνσταντινούπολη. Κάποιος καλός χριστιανός με το όνομα Βαλέριος Senese πλήρωσε τα λύτρα για την ίδια και τα παιδιά της και απέκτησαν την ελευθερία τους ενώ στη συνέχεια τη νυμφεύθηκε.
Οι προαναφερόμενοι μάρτυρες πιστοποιούσαν ενόρκως τα πιο πάνω τόσο γιατί γνώριζαν προσωπικά την Έλενα από τις Αλυκές, χήρα του γραμματέα Anzolo, όσο και γιατί όλοι είχαν ζήσει μαζί στην αιχμαλωσία.


Ο Κύπριος Νικόλαος Καζανόβας


Την ιστορία ενός άλλου Κυπρίου, με το όνομα Νικόλαος Καζανόβας, μας αποκαλύπτει επίσης μια πηγή του 1582. Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι η οικογένεια Καζανόβα μαρτυρείται στην Κύπρο από τη φραγκική περίοδο. Ένα μέλος της ίδιας οικογένειας, ο Ardito de Casanova, ήταν οπαδός του βασιλιά Ιακώβου Β΄ Lusignan, γι' αυτό άλλωστε του είχε παραχωρήσει ως φέουδο το χωριό Άγιος Επιφάνιος (San Pifani), προφανώς του διαμερίσματος Λευκωσίας. Ο Χριστόφορος του Λούκα από την Κύπρο, ναύτης το επάγγελμα, που εργαζόταν στη νάβα "Brisighella", και ο Μανώλης Κουσκουνάρης του αοίδιμου Ιάκωβου, επίσης από την Κύπρο -συγγενής μάλλον του επισκόπου Αμαθούντος Γερμανού Κουσκουνάρη- και, στην παρουσία του Νικόλα Καζανόβα, γιου του Παρασκευά (Paraschiefga), πιστοποιούσαν τα εξής. Ο προαναφερόμενος Νικόλαος Καζανόβας κατά τη διάρκεια του πολέμου 1570-1571 ζούσε στην Κύπρο και όταν κατελήφθη η μεγαλόνησος αιχμαλωτίστηκε μαζί με όλα τα μέλη της οικογένειάς του. Μέχρι τότε ζούσε στην αιχμαλωσία και πρόσφατα, δηλαδή το 1582, είχε απελευθερωθεί από κάποιους χριστιανούς στην Κωνσταντινούπολη. Ακολούθως αναχώρησε για τη Δύση με καράβι (galion) ιδιοκτησίας του Ιούλιου Giazza, με σκοπό να εξεύρει τρόπους, με τη βοήθεια και τη φιλευσπλαχνία των χριστιανών, ώστε να ελευθερώσει από την αιχμαλωσία τη σύζυγο και τους δυο γιους του. Τα λύτρα για το κάθε άτομο, όπως ανέφερε, ανέρχονταν στα τριακόσια τσεκίνια.


Όταν το γαλιόνι του Ιούλιου Giazza αγκυροβόλησε τον περασμένο Οκτώβριο, όπως ανέφερε ο Νικόλαος Καζανόβας, στις ακτές της Αδριατικής, τότε πήδηξε κρυφά από αυτό, γιατί προφανώς ήταν λαθρεπιβάτης, επειδή δεν θα μπορούσε να πληρώσει τα ναύλα και στη συνέχεια έφθασε στη Βενετία. Οι μάρτυρες γνώριζαν τον Νικόλαο όχι μόνο γιατί ήταν συμπατριώτης τους, αλλά γιατί επίσης ήταν αιχμάλωτοι στην ίδια περιοχή. Ο Νικόλαος Καζανόβας ακριβώς για τους πιο πάνω λόγους όταν έφθασε στη Βενετία είχε βρει φιλοξενία στην οικία όπου διέμεναν οι δύο συμπατριώτες του.


Η ιστορία του Γιάννη Πιερή; (Piergi)


Την ίδια εποχή σ' ένα άλλο έγγραφο καταγράφεται η ιστορία ενός δεκάχρονου αγοριού από τη Λευκωσία, που όταν έπεσε η γενέθλια πόλη του στην οποία ζούσε αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς. Μάρτυρες για την ταυτότητα του Γιάννη Πιερή ήταν δύο Κύπριοι οι οποίοι απαντούν και σε άλλα έγγραφα της εποχής, ένας από τους οποίους καταγόταν από τη γνωστή κυπριακή οικογένεια των Γιαφούνη (Jaffuni ή Giaffuni). Οι Γιαφούνη εμφανίζονται στις πηγές της Ιστορίας της Κύπρου κατά τον 15ο αιώνα, επί βασιλείας Ιακώβου Β΄ Lusignan, και θεωρούνται αυτόχθονες. Οι μάρτυρες για τον Γιάννη Πιερή ήταν ο Ιερώνυμος Γιαφούνης από τη Λευκωσία της Κύπρου, γιος του αείμνηστου Audeth, και ο Αυγουστής του Τζώρτζη επίσης από την Κύπρο. Ενώπιόν τους ήταν ασφαλώς και ο ίδιος ο Γιάννης Πιερή του αείμνηστου Ιούλιου.


Οι μάρτυρες πιστοποιούσαν ενόρκως ότι κατά την άλωση της Λευκωσίας το 1570 από τους Οθωμανούς ο Γιάννης Πιερής ήταν μόνο δέκα ετών και συνελήφθη αιχμάλωτος, ενώ ο πατέρας του Ιούλιος έχασε τη ζωή του. Οι Οθωμανοί μετέφεραν τον μικρό σκλάβο στη Χίο (Scio) όπου εκεί διά της βίας τον υπέβαλαν σε περιτομή για να γίνει μουσουλμάνος. Η ψυχή όμως του ιδίου δεν είχε αλλαξοπιστήσει, αφού έμεινε προσηλωμένος πιστά στη χριστιανική θρησκεία. Κάποια δεδομένη στιγμή, στην ηλικία πια των είκοσι δύο χρόνων, κατόρθωσε να δραπετεύσει και να φθάσει σε χριστιανικές χώρες και τέλος στη Βενετία. Οι μάρτυρες τόνιζαν ότι ο Γιάννης Πιερής καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Λευκωσίας. Όλα τα σχετικά με τον Γιάννη Πιερή τα γνώριζαν οι μάρτυρες, γιατί ήταν και αυτοί από τη Λευκωσία και κυρίως ο Ιερώνυμος Γιαφούνης που είχε βρεθεί και αυτός σκλάβος στη Χίο. Η Έλενα από τις Αλυκές, ο Κύπριος Νικόλαος Καζανόβας -δεν αναφέρεται επακριβώς ο τόπος καταγωγής του- και ο Γιάννης Πιερή από τη Λευκωσία, τραγικά θύματα του πολέμου της Κύπρου 1570-1571, μετά την απελευθέρωσή τους από την αιχμαλωσία κατέφυγαν στη Βενετία αναζητώντας στήριξη. Οπωσδήποτε έπρεπε κάποια δεδομένη στιγμή να εξακριβωθούν τα στοιχεία τους και κάποιοι μάρτυρες συμπατριώτες τους να επιβεβαιώσουν την ταυτότητά τους. Οι βεβαιώσεις αυτές, που συντάχθηκαν στη Βενετία με τις ένορκες δηλώσεις συμπατριωτών τους το 1582, μαζί με το αίτημα του καθενός μάς επέτρεψαν, χάρη στην αρχειακή έρευνα, να γνωρίσουμε την προσωπική τους ιστορία με τα τραύματα και τις αιμάσσουσες πληγές του πολέμου. Δεν θα είχαν οπωσδήποτε υποψιαστεί εκείνη τη δεδομένη στιγμή πριν σχεδόν από πέντε αιώνες ότι η πράξη τους αυτή -και ασφαλώς χάρη στο ασίγαστο πάθος για έρευνα- θα μας έδινε τη δυνατότητα ως διά μαγείας να αναγνώσουμε τον βίο τους σε σκονισμένα και κιτρινισμένα έγγραφα μετά από τέσσερις και πλέον αιώνες...


ΛΕΖΑΝΤΑ: Οι Κύπριοι πρόσφυγες μετά την κατάληψη της πατρίδας τους από τους Οθωμανούς κατέφευγαν στη Βενετία.


6