Παράθυρο logo
Αστέρω - Μέρος 2ο
Δημοσιεύθηκε 30.01.2017
Αστέρω - Μέρος 2ο

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου


Με δυσκολίαν εξικόλλησεν την που πάνω του. Εφίλησεν την στο μέτωπον. * "Ππέσε τζαι εν θα ξυπνάς το πρωίν", είπεν τζαι εσηκώθηκεν απότομα. Πριν προλάβει να τον ξαναγραππώσει, ήταν ήδη στην πόρταν τζαι εκατευθύνετουν προς το κρεβάτιν του. Με την άκρην του ματιού της είδεν το κλειστόν ερμάριν. Τα ασημένια χερούλια του ερμαρκού, δίπλα το ένα στο άλλον, εκοιτούσαν την πίσω σαν τα μμάθκια ενός ίλαρου ζώου. Ακίνητον, ατάραχον, ήρεμον. Ήσυχον σαν καλοτζαιρινή νύχτα. "Μπορεί να ήταν η ιδέα μου", εσκέφτηκεν. Έναν κομμάτιν της, όμως, ήταν βέβαιον ότι κάτι εκρύφκετουν μέσα στο ερμάριν. Έναν άλλον επροσπάθαν να την πείσει ότι εν άκουσεν έναν περίεργον ήχον σαν αέραν που φκαίννει βίαια μέσα που έναν μπαλόνιν. Άναψεν το φωτάκιν στο κομοδίνον της. Εκούρδισεν το μουσικόν κουτάκιν που της είσιεν κάμει δώρον η νούννα της τζαι τζείνον εξεκίνησεν να παίζει μιαν αργήν τζαι απαλήν μεταλλικήν μελωδίαν. Ακούμπησεν το κεφάλιν της πλάγια στο μαξιλάριν τζαι ετράβησεν πιο πάνω το κουίλτ καλύπτοντας την κκελλέν της τζαι αφήνοντας μιαν μικρήν τρύπαν για να βλέπει τα αλογάκια που ετριγυρίζαν πάνω στο μουσικόν κουτάκιν. Μαγεμένη που τον χορόν των αλόγων πάνω στο μικροσκοπικόν καρουζέλ, άφησεν τον νουν της να ταξιδέψει αλλού. Εσκέφτηκεν ότι κοντεύκουν τα Χριστούγεννα τζαι ίσως να μπορέσει να πείσει τον παπάν της να της 'γοράσει τζείνην την κίτρινην κλεψύδραν που ήθελεν. * "Καλά, ούλλα τα μωρά θέλουν παιγνίδια, ρε Αστέρω. Εσύ θέλεις κλεψύδρα;" ελαλέν της ο παπάς της απορημένος. Κάτι το μαγικόν είχαν οι κλεψύδρες. Με τους κόκκους τους, κλειδωμένους αιώνια σε δύο γυάλινους θαλάμους, μόνιμα να μετρούν τον χρόνον εναλλάξ. Με αυστηρότηταν να χωρίζουν την ώραν στον χρόνον που παίρνει να φκιερώσει ο ένας θόλος τζαι να γεμώσει ο άλλος. Την Αστέρω ηρεμούσεν την τούτη η κίνηση. Ερύθμιζεν την. Σε αντίθεση με τα ρολόγια που την αναστατώναν. Που την αγχώναν. Τα ρολόγια μετρούν συνέχεια, χωρίς να μπορείς να τα σταματήσεις. Η κλεψύδρα μέτρα τον χρόνον μόνον άμμα το θελήσεις εσύ. Σαν τα στρατιωτάκια που αργά γλιστρούν τζαι ππέφτουν κάτω που το κομοδίνον της, οι μεταλλικές νότες του καρουζέλ αρκέψαν να απομακρύνονται η μια που την άλλην τζαι τελικά εσταματήσαν. Τα αλογάκια επαγώσαν τζαι το κεφάλιν της Αστέρως άρχισεν να βαραίνει. Τα βλέφαρά της άρχισαν να κλείνουν αργά σαν αστεράκια που δύουν στον ουρανόν. Τρίζοντας, η πόρτα του ερμαριού άνοιξεν σιγά-σιγά. Πέντε μικρά δάκτυλα εφανήκαν στην άκρην της πόρτας. Χοντροκομμένα, σαν κλαδεμένες άκρες δέντρων. Θκυο λαμπερά μμάθκια εσπινθιρίσαν μέσα που το ερμάριν της Αστέρως τζαι ένας συνεχόμενος ήχος. Σαν κάπκοιος να εκόλλησεν το γράμμαν Χ στο πάνω μέρος του ουρανίσκου του τζαι επροσπάθαν να το ξικολλήσει. Η Αστέρω έσφιξεν τα σεντόνια με τα χέρια της τζαι εδίπλωσεν τα πόθκια της πάνω στο στήθος. Με τα μμάθκια κλειστά, επροσπάθησεν να πνίξει μέσα της τον φόβον. Ώσπου τζαι άκουσεν ξανά τζείνον τον περίεργον θόρυβον, που εθύμιζεν τους πόρτους που κλάννει ο παπάς της άμμα έν' άρρωστος.