Παράθυρο logo
ΙΣΤΟΡΙΚΟ | Νέα στοιχεία από την παροικία Κυπρίων στη Βενετία
Δημοσιεύθηκε 20.03.2017
ΙΣΤΟΡΙΚΟ | Νέα στοιχεία από την παροικία Κυπρίων στη Βενετία

Γράφει η Νάσα Παταπίου


Οι Κύπριοι είναι συγκεντρωμένοι και κατοικούν στις ίδιες ενορίες, όπως στη συνοικία του Αγίου Ιωάννη in Bragora ή στην ενορία του Αγίου Αντωνίου ενώ συνδέονται μ' επιγαμίες με άλλες οικογένειες Κυπρίων, είτε έχουν εγκατασταθεί στη Βενετία είτε στην Πόλα της Ιστρίας


Στις πηγές καταγράφονται πολλές ιστορίες για τις σχέσεις μεταξύ των Κυπρίων όταν πλέον, μετά τον πόλεμο της Κύπρου, όσοι γλύτωσαν από τον θάνατο και την αιχμαλωσία εγκαταστάθηκαν στη Βενετία. Άλλοτε τους συναντούμε να συσπειρώνεται ο ένας κοντά στον άλλο για να διεκδικήσουν μια προγονική κληρονομιά και άλλοτε εξαιτίας ενός κληροδοτήματος να οδηγούνται στα δικαστήρια, να χειροδικούν ή ακόμα να επιτίθενται με φονικά όπλα, με επακόλουθο οι θύτες να καταδικάζονται σε πρόστιμα, σε φυλάκιση ή σε εξορία. Οι δικαστικές υποθέσεις μεταξύ τους απαντούν πολύ συχνά στις πηγές, ωστόσο τα μέλη της κυπριακής παροικίας συνδέονται τελικά με ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους, γιατί τους ενώνει οπωσδήποτε ο γενέθλιος τόπος, η γλώσσα και η θρησκεία. Ας σημειωθεί εδώ ότι απόγονοι φραγκικών ή βενετικών οικογενειών της Κύπρου, όπως τεκμηριώνεται στα έγγραφα, δεν ομιλούν παρά την ελληνική, η οποία σημειώνεται επακριβώς ως διάλεκτος (greca lingua vernacula), δηλαδή η κυπριακή διάλεκτος.
Παρατηρούμε επίσης ότι οι Κύπριοι κυρίως είναι συγκεντρωμένοι και κατοικούν στις ίδιες ενορίες, όπως στη συνοικία του Αγίου Ιωάννη in Bragora ή στην ενορία του Αγίου Αντωνίου. Επίσης οι κυπριακές οικογένειες συνδέονται μ' επιγαμίες με άλλες οικογένειες Κυπρίων, είτε έχουν εγκατασταθεί στη Βενετία είτε στην Πόλα της Ιστρίας. Αναφέρουμε απλώς και μόνο ενδεικτικά ότι η Μαργαρίτα Μούξια είχε παντρέψει στη Βενετία τη θυγατέρα της Ελεονώρα με τον γιο του Έκτορα Ποδοκάθαρου, Ηρακλή Ποδοκάθαρο, και η Αναστασία Τζιμπλέττη είχε παντρευτεί τον Κύπριο Ιωαννίκιο Ράμεση ή de Rames. Στη Βενετία επίσης είχε υπογραφεί το συμβόλαιο γάμου (contratto nuptialis) μεταξύ της ευγενούς Κυπρίας Κρέουσας, θυγατέρας του αείμνηστου Ιωάννη de San Luca και του επιφανούς (egregio) -όπως συγκεκριμένα αναφέρεται- Ευγένιου Negrin, του αείμνηστου Νικόλαου, που κατάγονταν και οι δυο από τη Λευκωσία. Η καταγραφή της προίκας της Κρέουσας εντυπωσιάζει πραγματικά κυρίως σε ό,τι σχετίζεται με κοσμήματα κάθε είδους, τόσο με πολύτιμους λίθους όσο και με μαργαριτάρια.

Φιορέντζα Αρσένη

Η Κύπρια Φιορέντζα, την οποία συναντούμε για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1575 και αναφέρεται ως χήρα του αοίδιμου Πέτρου Αντώνιου Αρσένη, επίσης από την Κύπρο, είχε δικαστικές διαφορές με τον Κύπριο έμπορο Φραγκίσκο Σκίρο. Αιτία ήταν κάποιο εμπόρευμα τερεβινθίνης, το οποίο όπως φαίνεται ανήκε στη Φιορέντζα. Το εμπόρευμα αυτό, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε, θα το είχε μεταφέρει ο έμπορος Φραγκίσκος Σκίρος από την Κύπρο και γι' αυτό βρισκόταν στην κατοχή του. Επίσης, είχε δαπανήσει ο ίδιος χρήματα τα οποία ανήκαν στη Φιορέντζα Αρσένη. Γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους η ίδια μαζί με τον ιερωμένο αδελφό της, Φραγκίσκο Μόρσο, κινήθηκαν κατά του Σκίρου. Η Φιορέντζα Αρσένη χρειάστηκε να ετοιμάσει για την υπόθεσή της ένα έγγραφο με την πιστοποίηση και την υπογραφή συμπατριωτών της. Η πιστοποίηση αυτή συντάχθηκε στην οικία της Κυπρίας Μαρίας, αδελφής του φεουδάρχη Αντώνιου Davila και χήρας του Βενετού πατρίκιου Βενέδικτου Μemo. Η οικία της Μαρίας βρισκόταν στην ενορία του Αγίου Γρηγορίου στη Βενετία. Ως μάρτυρες υπέγραψαν οι Κύπριοι Γεώργιος Λιβάδης του αοίδιμου Μάρκου και Γαβριήλ Ταρουσίνης, επίσης του μακαρίτη Μάρκου, οι οποίοι ομιλούσαν την κυπριακή διάλεκτο. Ακόμη ως μάρτυρας είχε υπογράψει και ο ανεψιός της Μαρίας Memo, γιος του Αντώνιου Davila, Πέτρος. Πολύ πιθανόν ο Πέτρος Davila να είχε αναλάβει τον ρόλο του μεταφραστή. Ας υπομνησθεί ότι ο Πέτρος Davila ήταν σύνδικος του Πανεπιστημίου της Πάδοβας και το 1583 εισήλθε με το όνομα Φερδινάνδος στο Τάγμα των Μινοριτών.


Το ίδιο έτος και σε μια άλλη περίπτωση ενός παρόμοιου εγγράφου και πάλι του έτους 1575, οι τέσσερις μάρτυρες μιλούσαν και πάλι μόνο ελληνικά. Αξίζει να αναφέρουμε τα ονόματα των δύο πολύ γνωστών Κυπρίων γυναικών, που είχαν υπογράψει ως μάρτυρες και για τις οποίες έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν. Πρόκειται για τη φιλότεχνη και δυναμική Μαργαρίτα Μούξια, φραγκικής καταγωγής, και για τη Μελουζίνη, χήρα του πρακτικού γιατρού Αμβρόσιου Εμμανουήλ. Η Μελουζίνη ήταν αδελφή του σπουδαίου διερμηνέα της τουρκικής στη Δημοκρατία της Βενετίας, Μιχαήλ Μεμπρέ, και μητέρα του συντάκτη μιας διήγησης για την πολιορκία και άλωση της Λευκωσίας το 1570, Φιλίππου Μεμπρέ. Επίσης, είχε υπογράψει ως μάρτυρας η Πενασία, σύζυγος του Φραγκίσκου Leicostoris και ο Αντώνιος Προσοτόμενο (Prosotomeno) του οποίου το επίθετο σημειώθηκε μάλλον παρεφθαρμένο. Όλοι ανεξαιρέτως, όπως σημειώνεται στο έγγραφο, μιλούσαν μόνο ελληνικά, γι' αυτό χρειάστηκε να κάνει τον διερμηνέα ο Γαβριήλ Κουδουνάς.

Αντώνιος Κουμπάρης

Οι Κύπριοι συνήθως προσέφεραν συμπαράσταση στους συμπατριώτες τους, όταν κατέφθαναν για εγκατάσταση στη Βενετία, είτε μετά την απελευθέρωσή τους από αιχμαλωσία είτε γιατί εγκατέλειψαν την τουρκοκρατούμενη πατρίδα τους Κύπρο. Τον Αύγουστο του 1589 είχε συνταχθεί στη Βενετία ένα νοταριακό έγγραφο, το οποίο μας γνωστοποιεί την ιστορία του Κύπριου Αντωνίου Κουμπάρη. Ως μάρτυρες είχαν παρουσιαστεί και υπέγραψαν οι εξής: ο Μπερνάρδος Μαρτινέγκο και ο γιος του Πέτρος Μαρτινέγκο, ευγενείς από την Κύπρο, ο Σουλεϋμάν από τη Δαμασκό του Ιώσηππου και ο Κύπριος επίσης Νικόλαος Νegrin. Οι πιο πάνω και ενώπιον του Αντώνιου Κουμπάρη, υιού του αείμνηστου Αλέξανδρου, αφού ορκίστηκαν δήλωσαν ότι πράγματι ο Αντώνιος Κουμπάρης ήταν γιος του μακαρίτη Αλέξανδρου από τη Λευκωσία και ότι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1570, συνελήφθη αιχμάλωτος. Στη συνέχεια όμως απελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία και ήδη από τότε συμπληρώθηκαν δύο χρόνια αφότου επέστρεψε στην πατρίδα του, για να ζήσει με τη σύζυγο και τον γιο του. Άρχισε να εργάζεται και να κάνει εμπόριο, αλλά σύντομα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Για τρεις μήνες ζούσε στη Βενετία όπου είχε καταφύγει με την οικογένειά του εγκαταλείποντας στην Κύπρο όλη την περιουσία του. Οι μάρτυρες επιβεβαίωναν τα πιο πάνω, γιατί γνώριζαν τον Κουμπάρη πολύ καλά και ότι μέχρι πριν από τρεις μήνες διέμενε στην Κύπρο. Ο Κουμπάρης χρειαζόταν το έγγραφο αυτό με τις διαβεβαιώσεις των συμπατριωτών του, για να διεκδικήσει κάποια ενίσχυση ή κάποια εργασία, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει με την οικογένειά του.

Καικιλία Σωζόμενου

Τρεις ευγενείς Κύπριοι, οι Βαλλιάνος Σωζόμενος, Ματθαίος Αγαπητός και Έκτορας Μουστάτοσου, υιός του Calseran, δήλωσαν ενώπιον του νοτάριου και στην παρουσία της αρχόντισσας Καικιλίας Σωζόμενου τα εξής: Οι τρεις ευγενείς πιστοποιούσαν με όρκο και έλεγαν ότι η Καικιλία ήταν θυγατέρα του αείμνηστου ευγενούς άρχοντα Guerin Σωζόμενου και της Πενθεσίλειας (Pantasilia) Κωνστάντζο και ότι ο άρχοντας Guerin Σωζόμενος ήταν γραμματέας στη βενετική διοίκηση της Κύπρου. Επίσης ο ίδιος κατείχε μεγάλη περιουσία και εισέπραττε μεγάλα εισοδήματα και έτσι ζούσε πολύ αρχοντικά έως την πολιορκία και πτώση της Λευκωσίας, στην εξουσία των Οθωμανών. Η Καικιλία, η θυγατέρα του Σωζόμενου, αιχμαλωτίστηκε και έκτοτε δεν είχε καμιά είδηση για τον πατέρα της, ούτε οποιοδήποτε νέο σχετικό με τους τρεις αδελφούς της, γεγονός που μαρτυρεί ότι αυτοί μάλλον είχαν σκοτωθεί. Αργότερα η Καικιλία Σωζόμενου με την φιλεύσπλαχνη αρωγή χριστιανών που κατέβαλαν λύτρα ελευθερώθηκε και κατέφυγε στη Βενετία.
Τώρα όμως η αρχοντοπούλα αυτή βρίσκεται σε μεγάλη φτώχεια και δυστυχία, γι' αυτό οι συμπατριώτες της είχαν διαβεβαιώσει ποια ήταν και ότι ο πατέρας της ήταν ευυπόληπτο πρόσωπο, είχε εισοδήματα και περιουσία και πρόσφερε υπηρεσίες στο Δημόσιο της Κύπρου.


Κύπριοι μάρτυρες από την Αμμόχωστο εμφανίστηκαν ενώπιον ενός Βενετού νοτάριου για να πιστοποιήσουν την ταυτότητα και την υπηρεσία που πρόσφερε στον πόλεμο ο Ιάκωβος Δαπόντες. Επρόκειτο για τους Μπερναρδίνο de Fabris, Κωνσταντίνο Ξενάκη και Γαβριήλ Κονόμο του μακαρίτη Δημήτριου. Αυτοί στην παρουσία του Ιάκωβου Δαπόντε δήλωναν ότι ο Ιάκωβος καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Αμμοχώστου με οικονομική άνεση και ζούσαν με τα εισοδήματά τους. Ήταν γιος του άρχοντος Λουδοβίκου Δαπόντε και της Πολόνιας (Απολλωνίας;) San Giovanni, αρχόντισσας της Λευκωσίας. Ο Ιάκωβος ευρίσκετο στην άμυνα της Αμμοχώστου και υπήρξε γενναίος στρατιώτης επιτελώντας πάντα και άψογα το καθήκον του. Όταν η πόλη παραδόθηκε ο Ιάκωβος αιχμαλωτίστηκε από τους Οθωμανούς.


Επίσης ο αδελφός του Ιωάννης Βαπτιστής αιχμαλωτίστηκε υπερασπιζόμενος τη Λευκωσία. Μαζί του ευρίσκετο και ο παππούς του Παύλος San Giovanni καθώς και ο θείος του Μπερνάρδος San Giovanni. Τόσο ο παππούς όσο και ο θείος του Ιάκωβου Δαπόντε, όπως αναφερόταν στο νοταριακό έγγραφο, βρίσκονταν αιχμάλωτοι στα χέρια του Resuref μπέη φλαμπουριάρη στην Καραμανία. Ο Ιάκωβος τελικά κατόρθωσε και ελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία και έφθασε στη Βενετία. Η αρχειακή έρευνα για μια ακόμη φορά μας προσέφερε νέα στοιχεία και εικόνες από τη ζωή των Κυπρίων στη Βενετία, μετά τον πόλεμο της Κύπρου 1570-1571.



ΛΕΖΑΝΤΑ: Η ενορία Αγίου Ιωάννη στην Bragora, όπου είχαν εγκατασταθεί οι περισσότεροι Κύπριοι στην Ιταλία.