Παράθυρο logo
Αστέρω – Μέρος 13ο
Δημοσιεύθηκε 24.04.2017 10:54
Αστέρω – Μέρος 13ο

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου


Η Αστέρω έκατσεν στο πάτωμαν σε μιαν γωνιάν του δωματίου της. Γυρών της, κάσιες όφτζαιρες, μια καρέκλα τζαι έναν αμπαζούρ πατώματος. Στερεωμένον που πάνω της, όπως-όπως έναν παλιό κόκκινον ριχτάριν με κίτρινες γραμμές τζαι κρόσια στις άκρες.


Στην μέσην τούτης της αυτοσχέδιας σκηνής, εκάθετουν σταυροπόδιν. Πίσω της, έναν μικρόν βυσσινίν αμπαζούρ, με σχέδια λουλουδιών στο γυαλίν του. Τούτη η ατμόσφαιρα εβοηθούσεν την Αστέρω να συγκεντρωθεί. Επρόσφερεν της μιαν απομόνωσην, μιαν ηρεμίαν που κανέναν άλλον μέρος του σπιτιού δεν της την επρόσφερεν.


Σε ένα μπλοκ με άσπρες κόλλες τζαι χρησιμοποιώντας έναν λιλά μαρκαδόρον, εσημείωννεν το τι ήξερεν μέχρι τζείνην την στιγμήν για το πλάσμαν που την επισκεπτόταν.


«Ήρτεν 2 φορές», έγραψεν στην κορυφήν της σελίδας. «Δύο φορές το είδα ότι ήρτεν, μπορεί να ήρτεν παραπάνω τζαι να μεν το είδα», εσκέφτηκεν.


«Και τις δύο φορές κάτι έψαχνεν», έγραψεν στην συνέχειαν. «Την δεύτερην φοράν, σίουρα εγύρευκεν να πιάσει το δόντιν μου. Την πρώτην όμως; Τι έψαχνεν την πρώτην φοράν;»


Φέρνοντας το πρόσωπον του στο μυαλόν της, εσκέφτηκεν ότι το πλάσμαν πρέπει να την φοάται παραπάνω από ό,τι το φοάται τζείνη. Τζαι τις δύο φορές, το πλάσμαν εφάνηκεν να πανικοβάλλεται μόλις το είδεν η Αστέρω. Αν δεν εφοάτουν, θα εμείνισκεν τζειαμαί τζαι θα ήταν πιο ήρεμον.


«Μπορεί όμως να μ' έννεν εμέναν που φοάται. Ή μπορεί απλά να έσιει κάτι να κρύψει. Το σίουρον είναι ότι δεν αντέχει να μείνει δίπλα μου όσον το βλέπω», εσυνέχισεν την σκέψην της.


Η Αστέρω ήταν μιτσιά τζαι ο νους της παιδικός, αλλά έκοφκεν σαν το τσιακκούιν. Εν εχρειάστηκεν πολλήν ώραν να σχεδιάσει την επόμενην της κίνησην. Πώς να παγιδέψει το πλάσμαν στο δωμάτιον της τζαι να ανακαλύψει τι θέλει που τζείνην.


«Σίουρα ό,τι θα γίνει θα γίνει νύχταν».


Έγραψεν με μεγάλα κεφαλαία γράμματα σε μιαν νέαν σελίδαν: «ΝΥΧΤΑ».


«Επίσης, πρέπει να ετοιμάσω μιαν παγίδαν».


Εσυνέχισεν σε μιαν νέαν γραμμήν: «ΠΑΓΙΔΑ».


«Τέλος, πρέπει να έβρω έναν δόλωμαν. Κάτι που να το κάμει να έρτει ξανά στο δωμάτιον μου».


Στην τρίτην γραμμήν έγραψεν: «ΔΟΛΩΜΑ»


Εσκέφτηκεν λλίην ώραν. Η απάντηση εκολυμπούσεν στα κανάλια του μυαλού της, πολλά πριν να κάτσει να συντάξει τες σκέψεις της. Έβαλεν το σιέριν της στο στόμαν, τζαι προσεκτικά ετάραξεν μπρος-πίσω έναν-έναν τα δόντια της.


Ένιωσε τον αριστερό της κοπτήραν να κινείται ελάχιστα. Τα μμάθθκια της αστράψαν σαν θκυο κάρβουνα στην φουκούν. Εσκούπισεν το σιέριν της πάνω στο παντελόνιν της τζαι έγραψεν στην τέταρτην γραμμήν:


«ΔΟΝΤΙ».