Παράθυρο logo
Η θυγατέρα του ωρολογοποιού από τη Λευκωσία
Δημοσιεύθηκε 11.07.2016 15:37
Η θυγατέρα του ωρολογοποιού από τη Λευκωσία

Γράφει η Νάσα Παταπίου

Η Μαρία Φάβρου, το γένος Μπαγκατέλα, θυγατέρα του Φραγκίσκου από τη Λευκωσία, είχε αιχμαλωτιστεί το 1570 από τους Οθωμανούς, όταν έπεσε η Λευκωσία στην εξουσία τους. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται μάλλον ότι το 1570 ήταν νιόπαντρη αφού το 1575 συναντούμε στις πηγές τον σύζυγό της να είναι εγκατεστημένος στη Βενετία. Δεν γνωρίζουμε εάν είχε αιχμαλωτιστεί και ο ίδιος ούτε πότε είχε απελευθερωθεί. Το βέβαιο είναι ότι ο σύζυγός της, Μιχαήλ Φάβρος, δεν έπαψε να την αναζητά και να καταβάλλει προσπάθειες για να την απελευθερώσει, χωρίς βέβαια να γνωρίζει επακριβώς στοιχεία για την τύχη της.


Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι μετά την πτώση της Λευκωσίας είχαν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη και εκεί θα μπορούσε κάποιος να συλλέξει πληροφορίες γι' αυτούς, σε ποια περιοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βρίσκονταν, ποιους υπηρετούσαν και τι ποσά χρειάζονταν για την απελευθέρωσή τους. Οι Οθωμανοί, άλλωστε, ενδιαφέρονταν να πάρουν υψηλά ποσά για να ελευθερώσουν κάποινο σκλάβο τον οποίο είχαν λάβει ως λάφυρο από τον πόλεμο της Κύπρου. Ο Μιχαήλ Φάβρος σκέφτηκε, για να πετύχει την απελευθέρωση της γυναίκας του, να ζητήσει τη συνδρομή ενός Κύπριου εμπόρου, ο οποίος μάλλον κατοικούσε και αυτός στη Βενετία, αλλά πολύ συχνά μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη για εμπορικές δραστηριότητές του. Επρόκειτο για τον Κύπριο έμπορο Εμμανουήλ Κάττη του Ιωάννη. Ο Μιχαήλ Φάβρος, αφού πρώτα υπέβαλε στον Κύπριο έμπορο συγκεκριμένη πρόταση σχετικά με την απελευθέρωση της γυναίκας του και αυτός συμφώνησε, στη συνέχεια ενώπιον ενός Βενετού νοτάριου υπέγραψαν και οι δύο, στις 14 Μαΐου 1575, το εξής συμφωνητικό έγγραφο:


Ο Μιχαήλ Φάβρος θα έδινε στον έμπορο Εμμανουήλ Κάττη πενήντα τσεκίνια για τα λύτρα απελευθέρωσης της συζύγου του. Επίσης δεσμευόταν ότι εάν τα λύτρα απελευθέρωσης της συζύγου του από την αιχμαλωσία ανέρχονταν σε μεγαλύτερο ποσό πέραν των πενήντα τσεκινιών τα οποία θα του έδινε, όφειλε να καταβάλει στον Κύπριο έμπορο τα επιπλέον χρήματα. Επίσης εάν η Μαρία είχε ήδη πεθάνει, γιατί ο σύζυγός της γνώριζε απλώς και μόνο ότι είχε αιχμαλωτιστεί και μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη, ή ακόμη εάν ήταν εν ζωή αλλά είχε ασπασθεί τον μωαμεθανισμό (si fatta Turca), ή ακόμη εάν είχε απελευθερωθεί από κάποιους άλλους, τότε τα χρήματα που θα του έδινε για τα λύτρα, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για άλλο σκοπό. Τότε, σ' αυτή την περίπτωση, συμφωνούσαν και οι δύο ότι τα πενήντα τσεκίνια του Μιχαήλ Φάβρου έπρεπε να επενδυθούν από τον Εμμανουήλ Κάττη για εμπορικούς σκοπούς και το κέρδος το οποίο θα προερχόταν από αυτήν την επένδυση θα ανήκε εξ ημισείας και στους δύο.


Δεν γνωρίζουμε για τις περαιτέρω διαδικασίες και πώς επετεύχθη η απελευθέρωση της Μαρίας Μπαγκατέλλα Φάβρου, αλλά είναι βέβαιο ότι η Λευκωσιάτισσα αυτή ούτε είχε πεθάνει, ούτε είχε γίνει μωαμεθανή, αλλά ούτε και κανένας άλλος την απελευθέρωσε παρά μόνο ο σύζυγός της, αφού στη συνέχεια, σύμφωνα πάντα με τις πηγές, τη συναντούμε στη Βενετία να βρίσκεται και πάλι κοντά στον σύζυγό της.


Μεταγενέστερες πηγές μάς προσφέρουν περισσότερες πληροφορίες για τη Μαρία Μπαγκατέλλα Φάβρου και έτσι μπορούμε να συμπληρώσουμε για την ίδια αρκετά βιογραφικά στοιχεία. Μία ενδιαφέρουσα είδηση αφορά τον πατέρα της Μαρίας, Φραγκίσκο Μπαγκατέλλα, ο οποίος ασκούσε στη Λευκωσία το επάγγελμα του ωρολογοποιού (orologiaro). Σχετικά με τη μαρτυρία αυτή συμπερασματικά θα λέγαμε ότι για να ασκεί κάποιος το επάγγελμα του ωρολογοποιού πριν το 1570 στη Λευκωσία, σημαίνει ότι τουλάχιστον οι άρχοντες της πρωτεύουσας, αλλά και οι υπόλοιποι φεουδάρχες της Κύπρου, διέθεταν ρολόγια ή ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν. Επίσης μας γίνεται γνωστό ότι μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Φάβρου, συζύγου της Μαρίας, αυτή τέλεσε δεύτερο γάμο με έναν επίσης Κύπριο. Τέλος, οι πηγές μάς αποκαλύπτουν ότι η Μαρία Μπαγκατέλλα υπήρξε μια ένθερμη και γνήσια Κύπρια αφού θέλησε να ευεργετήσει με κληροδοτήματα τόσο την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων της Βενετίας όσο και την Ελληνική Αδελφότητα (Schola) Βενετίας.


Το κληροδότημα του συζύγου


Ο Μιχαήλ Φάβρος, πρώτος σύζυγος της Μαρίας, στον οποίο όφειλε η ίδια και την απελευθέρωσή της από την αιχμαλωσία, ήταν σιδηρουργός και διατηρούσε μαγαζί (botega) στη Βενετία. Ο Μιχαήλ και η Μαρία, όπως μαρτυρείται σε έγγραφο, κατοικούσαν στην πόλη των τεναγών, στην ενορία του Αγίου Ιωάννη του Νέου (San Giovanni Novo). Εάν η Μαρία είχε ελευθερωθεί το ίδιο έτος, δηλαδή το 1575, όταν ο σύζυγός της είχε υπογράψει την πιο πάνω συμφωνία με τον Κύπριο έμπορο προσφέροντάς του πενήντα τσεκίνια για την εξαγορά της, τότε θα έζησε εκ νέου μαζί της περίπου δέκα ή και έντεκα χρόνια, αφού το 1586 αναφέρεται ο θάνατός του. Ο Μιχαήλ Φάβρος είχε συγκεκριμένα πεθάνει στις 16 Σεπτεμβρίου 1586. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, η περιουσία του μετά τον θάνατό του θα ανήκε εξ ημισείας στη σύζυγό του και στον ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων. Την επόμενη μέρα, στις 17 Σεπτεμβρίου 1586, η χήρα και κληρονόμος του Μιχαήλ, Μαρία, καθώς και ο Κύπριος Ραφαήλ Σωζόμενος ως πρόεδρος της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας και ως εκ τούτου εκπρόσωπός της, θέλησαν να επικυρώσουν ως δικαιούχοι το κληροδότημα με αρκετούς μάρτυρες που επιβεβαίωσαν εγγράφως και ενόρκως όλα τα σχετικά για το κληροδότημα. Δεν γνωρίζουμε εάν το ζεύγος είχε παιδιά, ωστόσο καμιά μνεία δεν γίνεται, αλλά οι μάρτυρες που είχαν κληθεί για να βεβαιώσουν κάποια στοιχεία σχετικά με τον Μιχαήλ Φάβρο ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι στο σπίτι του εκτός από τη γυναίκα του ζούσε και ένα αγόρι. Ίσως να πρόκειται για ψυχοπαίδι ή κάποιο νεαρό τεχνίτη μαθητευόμενο που εργαζόταν μαζί του ως σιδηρουργός. Μετά τον θάνατο του Φάβρου εμφανίστηκε και ένα νέο πρόσωπο ως διεκδικητής της περιουσίας του, χωρίς να αναφέρονται άλλες λεπτομέρειες στα σχετικά έγγραφα. Πολύ πιθανόν να ήταν συγγενής του ή νόθο παιδί του που είχε αποκτήσει με άλλη γυναίκα. Ονομαζόταν Μιχαήλ Μούρτζιος, ήταν επίσης Κύπριος και αναφέρεται ως γιατρός το επάγγελμα. Το άτομο αυτό ήγειρε αξιώσεις επί της περιουσίας του Φάβρου, στις 3 Οκτωβρίου 1586, ενώ από τους δικηγόρους του δόθηκε εντολή να υποστηρίξει την υπόθεσή του προσκομίζοντας τεκμήρια μέσα σε τρεις ημέρες. Μας είναι άγνωστο τελικά ποιο ήταν το αποτέλεσμα των διεκδικήσεων του Κύπριου Μιχαήλ Μούρτζιου, αλλά όπως φάνηκε μοναδική κληρονόμος του Φάβρου ήταν η σύζυγός του και η Ελληνική Αδελφότητα Βενετίας ως εκπρόσωπος του Αγίου Γεωργίου.


Μεταξύ των αντικειμένων της κινητής περιουσίας που είχε αφήσει ο Φάβρος στη σύζυγό του αναφέρονται έπιπλα, ρουχισμός, υποδήματα, χαλιά, κουτιά, κουζινικά αλλά και διάφορα εργαλεία του εργαστηρίου που διατηρούσε ως σιδηρουργός. Σημαντικό είναι να αναφερθεί η ύπαρξη μεταξύ άλλων δύο εικόνων της Παναγίας ζωγραφισμένων κατά το ελληνικό/ορθόδοξο έθος (alla Grecha). Η Μαρία μετά τον θάνατο του συζύγου της και συγκεκριμένα στις 26 Νοεμβρίου 1586 θέλησε να κληροδοτήσει τα μισά περιουσιακά στοιχεία που της είχε αφήσει ο ίδιος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων και στην Ελληνική Αδελφότητα. Η πράξη της αυτή, όπως η ίδια επιβεβαίωνε, δεν αποτελούσε μόνο ένα μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του συζύγου της, αλλά ήταν κυρίως έκφραση των ευχαριστιών και της ευγνωμοσύνης της προς την Ελληνική Αδελφότητα, που είχε δώσει με μεγάλη ευχαρίστηση τη συγκατάθεσή της ώστε ο σύζυγός της να ενταφιαστεί στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων.


Δεύτερος γάμος


Η θυγατέρα του ωρολογοποιού από τη Λευκωσία, της οποίας η ζωή άλλαξε διαδρομή ένεκα του πολέμου της Κύπρου αφού σύρθηκε αιχμάλωτη, φαίνεται ότι οι ταλαιπωρίες της ζωής τη δίδαξαν να την αντιμετωπίζει αισιόδοξα. Έζησε τουλάχιστον πέντε χρόνια στην αιχμαλωσία ώσπου να την εξαγοράσει ο σύζυγός της και τελικά να εγκατασταθεί στη Βενετία. Μετά την απελευθέρωσή της έζησε με τον σύζυγό της περίπου μια δεκαετία και μετά τον θάνατό του θέλησε να αποκατασταθεί εκ νέου και να τελέσει δεύτερο γάμο. Επέλεξε και αυτή τη φορά ως σύζυγό της ένα συμπατριώτη της με το όνομα Βενέδικτος Abbate. To 1612 τη συναντούμε για δεύτερη φορά χήρα αφού ο σύζυγός της αναφέρεται ως αοίδιμος (quondam).


Mε έγγραφο ημερομηνίας 13 Μαρτίου 1612 η Μαρία Μπαγκατέλλα Φάβρου-Αbbate παραχωρούσε στην Αδελφότητα το ποσό των εκατόν εβδομήντα εννέα δουκάτων, το οποίο της χρωστούσε ο Πέτρος του Νικολάου από τη Λευκωσία. Η Αδελφότητα έως το 1616 δεν είχε κατορθώσει να εισπράξει το εν λόγω ποσό, οπότε ζήτησε με έγγραφό της από τον Αλέξανδρο Γονέμη, πρόξενο της Βενετίας στην Κύπρο, να επέμβει ώστε να γίνει κατορθωτή η είσπραξή του.


Η Μαρία, όπως επιβεβαιώνεται από όσα έχουμε εκθέσει πιο πάνω, και μετά την απώλεια της πατρίδας της εξακολουθούσε και στη μακρινή Βενετία να είναι προσηλωμένη στην ιδιαίτερή της πατρίδα Κύπρο...


ΛΕΖΑΝΤΑ: Στον ναό του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, στη Βενετία, η Μαρία Μπαγκατέλλα και ο πρώτος της σύζυγος είχαν αφήσει κληροδοτήματα.