Παράθυρο logo
Σαλαμίνα: Προβληματίζονται οι ηθοποιοί των ελληνικών κρατικών θεάτρων
Δημοσιεύθηκε 05.09.2016
Σαλαμίνα: Προβληματίζονται οι ηθοποιοί των ελληνικών κρατικών θεάτρων

Γράφει η Όλγα Σέλλα


Μόλις διάβασα χθες [σημ. 31/08/2016] το πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ του Σάκη Ιωαννίδη στην [αθηναϊκή] «Καθημερινή», με τίτλο «Προβληματίζει η ‘Αντιγόνη’ στα κατεχόμενα» έσπευσα στο ράφι με τα βιβλία του Σεφέρη κι άρχισα να διαβάζω τα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ». Ίσως γιατί, εδώ και πολλά χρόνια, μέσα από αυτούς τους στίχους προσπαθούσα να φανταστώ πώς είναι εκείνος ο τόπος που κατακτήθηκε βίαια το 1974 και να περπατήσω, νοερά, σε «υπέρογκες αρχιτεκτονικές, Λαρίων Φαμαγκούστα Μπουφαβέντο, σχεδόν σκηνικά».


Και σύμφωνα με το ρεπορτάζ, υπάρχουν κάποιοι προβληματισμοί και επιφυλάξεις «για τον συμβολισμό της εκδήλωσης» στους ηθοποιούς της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου «Αντιγόνη», σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, που πρόκειται να παρουσιαστεί στο αρχαίο θέατρο Σαλαμίνας, λίγο έξω από την κατεχόμενη Αμμόχωστο, στις 28 Σεπτεμβρίου. Για την ιστορία, δεν είναι η πρώτη φορά, για τον ΘΟΚ τουλάχιστον, που παρουσιάζει αρχαίο δράμα στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Πέρυσι είχε παρουσιαστεί ο «Ιππόλυτος» του Ευριπίδη με πρόταση της δικοινοτικής Επιτροπής για τον Πολιτισμό που έχει συσταθεί και από τις δύο πλευρές, όπως σημειώνει ο Σάκης Ιωαννίδης. Οι πληροφορίες μου από την Κύπρο λένε ότι πριν από εκείνη, την περυσινή παράσταση, υπήρξαν αντιδράσεις και αντικρουόμενες απόψεις. Όμως η παράσταση έγινε, και όσοι την παρακολούθησαν έφυγαν ίσως μ’ έναν κόμπο λιγότερο στην ψυχή τους…


Ομολογώ ότι εξεπλάγην. Θυμάμαι να έχω παρακολουθήσει πολύ στενά τους προβληματισμούς, τις αντιδράσεις, τις διχόνοιες, τις πικρίες, αλλά και το θάρρος και τη δύναμη που χρειάστηκαν όσοι αποφάσισαν, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, να επισκεφτούν είτε τους κατεχόμενους τόπους καταγωγής τους, είτε απλώς εκείνους τους τόπους, από τους οποίους όλοι σχεδόν είχαν αναμνήσεις. Ακόμη κι όσοι κατάγονταν από τις ελεύθερες περιοχές. Θυμάμαι ότι είχα επισπεύσει ένα ταξίδι μου στην Κύπρο και χάρη στους φίλους μου, τον Γιώργο και την Κατερίνα, είδα από κοντά το κάστρο της Κερύνειας, το λιμανάκι της, το μοναστήρι του Απόστολου Ανδρέα, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στην Αμμόχωστο… Με δέος, με λαχτάρα, με θαυμασμό για όσα έβλεπα επιτέλους από κοντά, με θυμό για τα δεσμά τους.


Και εξεπλάγην διπλά διαβάζοντας το ρεπορτάζ του Σάκη Ιωαννίδη, επειδή περίμενα ειδικά οι ηθοποιοί –αυτοί, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, έχουν το πρόβλημα– να θέλουν να ακουστεί ο λόγος του Σοφοκλή, το δίλημμα που εδώ και αιώνες θέτει στην «Αντιγόνη» του, σε οποιοδήποτε αρχαίο θέατρο του κόσμου. Πόσω μάλλον στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας. Στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει ένα ακόμη δίλημμα, αυτό που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι Κύπριοι όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα. Απόντες ή παρόντες; Κάποιοι απάντησαν, κάποιοι δεν αντέχουν ακόμα να απαντήσουν. Σεβαστό. Παρ’ όλα αυτά, όλο και περισσότεροι λειτουργούν τις εκκλησίες στα κατεχόμενα, τον Απόστολο Ανδρέα, τον Άγιο Μάμα, κι άλλους πολλούς. Και μικρά εκκλησάκια. Και κάνουν τάματα, και πρόσφορα, και γιορτάζουν όπως παλιά. Λειτουργούν, δηλαδή, κυριολεκτικά. Τον τόπο και τα οικήματα. Έστω και μία φορά τον χρόνο, έστω και στη γιορτή του αγίου, της αγίας, του παππού τους ή της γιαγιάς τους…


Όμως, το θέμα δεν φαίνεται να μπαίνει από τους ηθοποιούς του ΘΟΚ, αλλά από τους ηθοποιούς των δύο κρατικών θεάτρων της Ελλάδας. Κατανοώ την ευαισθησία τους ή το δέος τους, πάντα υπάρχει την πρώτη φορά, αλλά, να πάλι, στον Σεφέρη επιστρέφω:


«Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο/ που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα/ απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος/ ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια:/ “Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου/ καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του/ σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει/ μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο/ και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα/ σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα/ που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή./ Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πώς αλλάζει/ το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο/ γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει/ όποιος αγάπησε, στο φως των άλλων/ ο κόσμος φθείρεται, μα εσύ θυμήσου/ Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο».