Παράθυρο logo
Μέρα 34η
Δημοσιεύθηκε 03.10.2016
Μέρα 34η

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου


Ένιωθα την καρκιάν της να φακκά, σαν του μωρού του άρρωστου. Στην μέσην της διαδρομής, μόλις εφκήκαμεν 'που το ασανσέρ στο ισόγειον, φαίνεται να εκατάλαβεν τι έκαμνεν. Εσταμάτησεν για λλίον. Έμεινεν ακίνητη, χωρίς να μιλά, τα σιέρκα της να σφίγγουν τα χερούλια της αναπηρικής καρέκλας.


Άγγιξα απαλά το σιέριν της. «Είμαστεν κοντά», εψιθύρισα. «Πάμεν».


Άφησεν μιαν βαθιάν αναπνοήν να φκει 'που το στήθος της. Εσυνέχισεν να με σπρώχνει ώσπου τζαι εφτάσαμεν σε έναν μικρόν δωμάτιον, σαν αποθήκη. Μέσα στο δωμάτιον, φοριαμοί τζαι ράφκια φορτωμένα με λογιών-λογιών χρωματιστά κουτάκια. Πεταμένες σε μιαν γωνιάν, σακούλες με ρούχα νοσοκόμων. Μια μικρή φουκού λλίον παρακάτω τζαι ‘κουμπημένο στον τοίχον έναν (μάλλον) χαλασμένο κρεβάτι εγχειρήσεων. Στον απέναντι τοίχον, μια πόρτα αλουμίνιο με την ένδειξη «Exit» 'που πάνω.


Το επιπλέον δωμάτιον, που θυμούνται οι νοσοκόμοι λλίον πριν τα Χριστούγενναν τζαι το Πάσχαν (άμμα γυρέψουν την φουκούν) τζαι άμμα χρειάζεται να πετάξουν/φυλάξουν κάτι που δεν ανήκει κάπου αλλού συγκεκριμένα. Εκλείδωσεν την πόρταν πίσω της «Σήκου γλήορα. 'Εν έχουμεν πολλήν ώραν», είπεν.


Μέσα 'που την θήκην, πίσω 'που το καροτσάκιν, έφκαλεν μιαν σακκούλαν καθαριστηρίου. Άνοιξα την τζαι έφκαλα 'που μέσα έναν σετ λιλά φόρμες αντιανεμικές, με πράσινην φοσφοριζέ γραμμήν στο πλάιν. «'Εν ήξερα ότι υπάρχουν ακόμα έτσι φόρμες», είπα της τζαι επροσπάθησα να συγκρατήσω το γέλιον μου. «Φόρισ’ τες τζαι σιωπήν. Εννά μου κάμεις τζαι τον δύσκολον. Ήταν του παπά μου, τούτες είχα, τούτες σου έφερα».


Άλλαξα ρούχα. Ψαχουλεύοντας την τσέπην, ήβρα μέσα 500 ευρώ μετρητά τζαι μιαν ψεύτικην ταυτότηταν με το όνομαν «Αντρέας Γεωργίου». Εφόρησα ένα ζευγάριν τσόκκαρα άσπρα που ήβρα πάνω σε έναν ράφιν. Έβαλα τζαι τον πράσινον σκούφον. «Είμαι έτοιμος».


Είχα μες στον νου μου ακριβώς τι έπρεπεν να κάμω. Να ανοίξω την πόρταν, να φύω χωρίς να μιλήσω. Να μεν γυρίσω πίσω μου. Να δείξω ότι είμαι ένας μεγάλος μαλάκας, να μεν την αφήσω κολλημένην πάνω μου. Έπρεπεν καθώς με έβλεπεν να φεύκω να καταλάβει το λάθος που έκαμεν με το να με βοηθήσει. Να με μισήσει.


Επερπάτησα αποφασιστικά για καμιάν θκιακοσιαρκάν μέτρα ώσπου τζαι έφτασα κοντά στα ττέλια του Ψυχιατρείου Αθαλάσσας. 'Εν άντεξα να μεν γυρίσω πίσω μου. 'Που μακριά είδα την σιλουέτταν της να διαγράφεται ανάμεσα στην ανοικτήν πόρταν. Τα κόκκινα μαλλιά της, πκιασμένα πάνω. Τα σιέρκα της σφικτά δεμένα γυρών 'που το στήθος της. Τα λόγια που της είπα, δεμένα στο πόδιν της. Σαν την μάππαν που κουβαλούν οι κατάδικοι.


Εστάθηκα για λλίον ακίνητος. Έκλεισεν την πόρταν πίσω της τζαι άρχισεν να βουρά κατά πάνω μου. «Πάμε στο αυτοκίνητον μου», είπεν μόλις έφτασεν μπροστά μου. «Πάμεν», απάντησα. Η άγρια πλευρά του έρωτα. Θυμάσαι;