Παράθυρο logo
Κατερίνα [Μέρος 2ο]
Δημοσιεύθηκε 14.11.2016 14:22
Κατερίνα [Μέρος 2ο]

Πραγματικά είχα συμφιλιωθεί με το γεγονός. Ότι έχασα άθθρωπο μου. Σιγά-σιγά έμαθα να ζω περιμένοντας την μέραν που θα έκλεινα τα μμάθθκια μου για τελευταίαν φοράν. Χωρίς να με κλάψει κανένας, χωρίς να ενδιαφερτεί κανένας αν επέθανα. Ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στην γην. Ο τελευταίος θάνατος πάνω στην γην.


Τζείνον το αναπάντεχα βροχερόν απόγευμαν της άνοιξης, έκατσα μέσα τζαι εθκιάβασα έναν παλιόν τεύχος του «TV Mania». Οι σελίδες του εξεθωριάσαν τζαι άρχισαν να πέφτουν σιγά-σιγά σαν τα φύλλα της συτζιάς τον σιειμώναν. Εχάζεψα για λλίην ώραν, εφύλαξα το προσεκτικά σε μιαν νάιλον θήκην τζαι μετά έβαλα το στο μπαούλον με τα υπόλοιπα περιοδικά.


Εξάπλωσα να τζοιμηθώ. Έξω τα νερά, σαν τες πατημασιές σιλιάων ανθρώπων που βουρούν να γλυτώσουν που κάτι.


Άκουσα ένα γέλιον. Δεν έδωσα σημμασίαν. Είπα ότι έν’ η φαντασία μου. Ότι η μοναξιά άρχισεν να με επηρεάζει αρνητικά. Τζαι μετά άκουσα την πόρταν να χτυπά. Εσηκώθηκα τζαι εβούρησα να αννοίξω. Κανένας πίσω που την πόρταν.


Εφκήκα στην βεράνταν. Εκοντοστάθηκα τζαι άκουσα την βροχήν να ππέφτει. Ανάμεσα στες ψιχάλες τζαι τον ελαφρύν άνεμον, εξανάκουσα το γέλιον. Αμέσως εβούρησα στον δρόμον.


Στο τέρμαν του δρόμου, στο σταυροδρόμιν, δίπλα που μιαν λυγισμένην ταπέλλαν «STOP» εστέκετουν ένας παλιάτσος.


Ένας παλιάτσος με κόκκινα φουντωτά μαλλιά. Εφόρεν μιαν ολόσωμην άσπρην στολήν με κίτρινες, πράσινες τζαι ελαφρά πκιο χοντρές κόκκινες ρίγες τζαι κίτρινα παπούτσια μεγαλύτερα που το φυσιολογικόν.


Εμείναμεν να θωρούμεν ο ένας τον άλλον για λλίην ώραν. Ακίνητοι, αμίλητοι. Ώσπου άρχισεν να γελά. Στην αρχήν με κοφτά μικρά γελούθκια τζαι μετά πκιο δυνατά. Σάνναν τζαι εθώρεν κάτι τόσον αστείον που εν εμπορούσεν να συγκρατηθεί άλλον. Το γέλιον του, τσιριχτόν, σαν χαλασμένες κιμωλίες σε παλιόν μαυροπίνακαν.


«Εεε», εφώναξα. Εσταμάτησεν να γελά τζαι άρχισεν να χοροππηδά, τροχάδην επί τόπου τζαι να σούζει τους αγκώνες του δεξιά, αριστερά, προσπαθώντας να παραμερίσει κάποιον ανύπαρκτον πλήθος. Εγύρισεν την πλάτην του τζαι εκινήθηκεν γλήορα προς την αντίθετην κατεύθυνσην. «Εεε», εξαναφώναξα τζαι άρκεψα να βουρώ να τον φτάσω. Όταν έφτασα στην ταπέλλαν του «STOP», ήταν πλέον αργά. Εστάθηκα τίτσιρος, ξυπόλητος, βρεμένος τζαι λαχανιασμένος. Έψαξα γυρών μου. Τίποτε. Εκατάπκιαν τον τα σπίθθκια της γειτονιάς, η βροσιή, ο δρόμος, η νύχτα.


Που τζείνην την μέραν δεν μπορώ να τον φκάλω που τον νουν μου. Έψαξα ξανά τες γύρω περιοχές. Εκάλυψα μέχρι σήμμερα μιαν ακτίναν περίπου 10 χιλιομέτρων γυρών που το σπίτιν μου. Κανέναν ίχνος του. Εκτός που μιαν χούφταν φλούδες που φυστούτζια που ήβρα στην κάσιαν ενός διπλοκάμπινου τζαι κάτι τεράστιες πατημασιές που εσχηματίζαν κύκλον γυρών που το ίδιον σημείον, τίποτε άλλο. Σκέφτουμαι να ξεκινήσω να ψάξω ακόμα πκιο μακριά. Επεράσαν όμως ήδη 5 χρόνια που την τελευταίαν φοράν που απομακρύνθηκα τόσον που το σπίτιν. Τζαι φοούμαι.


Εν ξέρω τι μπορεί να με περιμένει τζαμαί έξω. Ξέρω όμως ότι τον είδα. Τζαι ξέρω ότι πρέπει να τον ξαναδώ. Πρέπει να μάθω πκοιος είναι, πού είναι. Τζαι το σημαντικότερον. Γιατί έν’ ντυμένος παλιάτσος.