Περιμένω σειρά στον φούρνο. Μπροστά μου ένας κύριος. Φαλακρός, φρεσκοξυρισμένος, φορεί πουκάτω μια φόρμα Adidas τζ'αι κοντομάνικη, ξεβαμμένη φανέλλα γορασμένη που κάποιο σουβενίρ σιόπ σε νησί της Ελλάδας. Η ατμόσφαιρα μυρίζει άφτερσιεηβ, φρέσκο ψωμί τζ'αι τσίκνα που τον πολύ κόσμο που εσφηνώθηκεν μπροστά στο ταμείο για να ψουμνίσει τζ'αι να πάει έσσω του για τη νύχτα.
Περιεργάζουμαι με τα μμάθκια μου ένα κουτί με ροζ κουφέττες. Η ουρά προχωρεί αργά. Οι Κυπραίοι δεν φημίζονται για την υπομονή τους ή την ευγένειά τους άμα περιμένουν σε σειρές. Ουσιαστικά, δεν είναι ούτε υπομονετικοί, ούτε ευγενικοί. Επίσης, δεν περιμένουν σε σειρές.
Έχουν να πουν το εξής για τους Εγγλέζους: αν κάποιος σταθεί στη μέση της πλατείας, τότε μέσα σε λλίη ώρα θα αρχίσει να σχηματίζεται πουπίσω του μια ουρά που ανθρώπους. Εξελικτικά οι Εγγλέζοι πρέπει να έχουν ένα γονίδιο που αυτοματοποιεί την αναμονή σε ουρά, οποιουδήποτε μεγέθους τζιαι σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη.
Σε αντίθεση με το δικό μας γονίδιο, που η ουρά σημαίνει άτακτος σχηματισμός ανθρώπινου σύννεφου, με πόθκια, σιέρκα, μασχάλες τζ'αι μαλλιά να μπλέκουνται τζ'αι να ποταβρίζουνται μπροστά για να εξυπηρετηθούν μισό λεπτό πιο γλήορα που τον επόμενο πελάτη.
Περιμένω λοιπόν. Μες στο αφτί μου ακούω "Συγγνώωμην".Γυρίζω τζ'αι θωρώ μιαν κυρία. Μαλλί του κομμωτηρίου, νύσι της νυχούς, γυαλιά του ήλιου κουτσακομένα στο ντεκολτέ, άσπρο μακρύ παλτό τζ'αι μπότα λλίον πιο κάτω που το γόνατο. Επαναλαμβάνει "Συγγνώωμην", θκυό φορές ενοχλημένη, αφού εν διακτινίστηκα αυτόματα την πρώτη φορά που μου εμίλησεν τζ'αι να εξαφανιστώ που ομπρός της.
Αν στέκεσαι στη μέση της ερήμου τζ'αι τύχει να βρεθείς στον δρόμο Κυπραίου, να είσαι σίουρος ότι δεν θα σε πογυρίσει. Θα σταθεί δίπλα σου τζ'αι θα σου λαλεί "συγγνώωμην" ώσπου να σου σηκώσει τες τρίσιες της κκελλές σου να ταράξεις, να φύεις που τον δρόμο του για να ρέξει. Είμαι σίουρος ότι στην κόλαση πρέπει να έσιει ένα δωμάτιο που όπου πάεις να σταθείς, έρκεται ένας Κυπραίος τζ'αι πελεκά σε "Συγγνώωμην" συνέχεια, ώσπου να αλλάξεις τόπο για να περάσει.
Έτσι τζ'αι εγώ, ετάραξα να περάσει η κυρία. "Συγγνώωμην" ξαναλαλεί, όχι σε εμένα, αλλά σε μια καημένη πωλήτρια που επροσπάθαν απεγνωσμένα να φορτώσει φραντζιολάκια σε μιαν λαμαρίνα, μια κκελλέν πάνω που την κκελλέν της. "Έχετε τσάντες για μπισκότα;", ρωτά η κυρία. Ομολογώ ότι δεν εκατάλαβα τι εννοούσε, ούτε η πωλήτρια φυσικά. Με μια ευγένεια που θα εσκλάβωνε ακόμα τζ'αι τον Καλ Ντρόγκο, απάντησε: "Δεν υπάρχουν τσάντες για μπισκότα. Μήπως εννοείτε σακουλάκια;"
Το "έχετε" τζιαι το "συγγνώωμην" εχαθήκαν απότομα σε μια μαύρη άβυσσο καθώς η κυρία άνοιξε το στόμα της τζιαι είπε: "Τσιαντούες μάνα μου, εν ηξέρεις τι εν οι τσιαντούες που βάλλουν μέσα πισκόττα;"
Η πωλήτρια ετράβησε ένα άσπρο, χάρτινο σακουλλάκι που ένα ράφι τζ'αι επρότεινέ της το. Έπιασε το σακκουλάκι τζ'αι, χωρίς να πει ευχαριστώ, εγύρισεν να φύει.
Εστάθηκε δίπλα μου. "Συγγνώωμην", είπε. Ετάραξα να περάσει. Εσυνέχισα να περιμένω στη σειρά μου.
