Παράθυρο logo
Η πολύχρωμη ιστορία της Frida K.
Δημοσιεύθηκε 28.01.2019
Η πολύχρωμη ιστορία της Frida K.

Η Ομάδα Persona στήνει, στον ιδιαίτερο χώρο του WHEREHAUS 612, μια πολύχρωμη γιορτή, όπου ο κόσμος της Frida Kahlo ζωντανεύει μέσα από μια διαθεματική συνύπαρξη των τεχνών 

Κείμενο/στίχοι τραγουδιών: Παναγιώτης Μπρατάκος, Λέα Μαλένη, Χριστίνα Κωνσταντίνου
Σκηνοθεσία/δραματουργική επεξεργασία: Λέα Μαλένη
Σκηνικά/κοστούμια: Γιώργος Γιάννου, Ρέα Ολυμπίου
Μουσική: Κώστας Κακογιάννης
Κίνηση: Αλεξία Νικολάου, Λέα Μαλένη
3d Mapping/εικονικό τοπίο: Στάθης Μήτσιος
Σχεδιασμός Φωτισμού: Βασίλης Πετεινάρης
Ερμηνεύουν: Χριστίνα Κωνσταντίνου, Μυρσίνη Χριστοδούλου, Γιώργος Τζωρτζής, Ερμίνα Κυριαζή, Πέτρος Ιωάννου, Μικαέλα Θεοδουλίδου, Νικόλας Στραβοπόδης, Βάρσια Αδάμου, Χρυστάλλα Χατζηαδάμου, Τάριελ Μπερίτσε

Ακόμη κι αν κανείς αγνοεί την ταυτότητα ή το έργο της, είναι μάλλον απίθανο να μην αναγνωρίσει τη χαρακτηριστική της όψη και το ύφος που επέβαλε μέσα από τα παραδοσιακά μεξικανικά ενδύματα, τα ιδιαίτερα κοσμήματα και το χαρακτηριστικό της κτένισμα. Η μικρόσωμη γυναίκα με το ατροφικό πόδι, τα έντονα φρύδια, το μουστάκι και τα λουλούδια στα μαλλιά αποτυπώνεται, σήμερα, σε όλα τα είδη του σύγχρονου καθημερινού βίου, από πετσέτες και πιάτα, μέχρι κονκάρδες, τσάντες και μπλουζάκια. Ακόμη και η πάλαι ποτέ ξανθιά ψηλόλιγνη Barbie διεκδικεί να μεταμορφωθεί σε μελαχρινή Μεξικανή Frida για να εμπλουτίσει τα αμέτρητα πορτρέτα της. Ποια είναι τελικά η Frida Kahlo; Τι είναι αυτό που την καθιστά μια γυναίκα-σύμβολο σήμερα, δημιουργώντας μια φρενίτιδα εκδηλώσεων και αφιερωμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη;

Η Ομάδα Persona στήνει, στον ιδιαίτερο χώρο του WHEREHAUS 612, μια πολύχρωμη γιορτή, όπου ο κόσμος της Frida Kahlo ζωντανεύει μέσα από μια διαθεματική συνύπαρξη των τεχνών. Πίνακες, κατασκευές, pop-art, λόγος, μουσική και θέατρο δημιουργούν ένα ζωντανό, διαδραστικό αφιέρωμα στη ζωή και την τέχνη της Μεξικανής ζωγράφου, οδηγώντας τον θεατή σε ένα ενδιαφέρον ταξίδι σε τόπους, χρόνους, ήχους και χρώματα. Το ταξίδι αυτό ξεκινάει από το φουαγιέ όπου μία ηθοποιός (Μικαέλα Θεοδουλίδου) μας καλωσορίζει στο μουσείο Victoria & Albert και στην έκθεση για την Frida Kahlo. Ο θεατής οδηγείται, όντως, στην έκθεση Remaking Frida στο φουαγιέ του θεάτρου, η οποία λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος, τόσο με τον κόσμο της ζωγράφου, όσο και με την ίδια την παράσταση. Ένας πλανόδιος πωλητής (Νικόλας Στραβοπόδης) προσπαθεί να πουλήσει στους θεατές μικροαντικείμενα με τη φιγούρα της Frida, οδηγώντας τους να πάρουν τις θέσεις τους στην πλατεία. Η παράσταση αρχίζει. Βρισκόμαστε στο Victoria & Albert Museum.

Το πρωτότυπο κείμενο της παράστασης γραμμένο από τους Παναγιώτη Μπρατάκο, Λέα Μαλένη και Χριστίνα Κωνσταντίνου, στήνει την ιστορία του στο σύγχρονο Λονδίνο, με αφορμή την πολύκροτη έκθεση που πραγματοποιήθηκε το περασμένο φθινόπωρο στο V&A με τίτλο Frida Kahlo: Making Herself Up, και εκθέματα, όχι πίνακες, αλλά προσωπικά αντικείμενα και ρούχα της ζωγράφου που βρέθηκαν το 2004 στο Μπλε Σπίτι. Η έκθεση βρήκε, εκτός από φανατικούς υποστηρικτές και πολλούς πολέμιους, λόγω του ότι εστίασε στο εξωτερικό στυλ και στα πολύ προσωπικά αντικείμενα «πόνου» της ζωγράφου, μετατρέποντάς την σε εμπορικό προϊόν και, κυρίως, αφήνοντας στην άκρη την ίδια της την τέχνη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η συγγραφική ομάδα στήνει μια διπλή ιστορία. Ο θεατής παρακολουθεί μια νεαρή φοιτήτρια που δουλεύει εθελοντικά στο μουσείο προσπαθώντας να εκπονήσει την εργασία της για την Frida Kahlo, ενώ ταυτόχρονα, την ώρα που τα φώτα σβήνουν και το μουσείο απελευθερώνεται από τους θορυβώδεις τουρίστες, τα εκθέματα και η Frida ζωντανεύουν, για να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία. Αφηγητής της σουρεαλιστικής αυτής ιστορίας, η μεξικανική μορφή του Θανάτου (Γιώργος Τζωρτζής), ο οποίος έρχεται τη Μέρα των Νεκρών να δώσει σάρκα και φωνή στη νεκρή ζωγράφο. Η φιγούρα της Frida ζωντανεύει, πότε στατικά και πότε με την κίνηση και τον λόγο, μέσα από εκθέματα και χαρακτηριστικούς πίνακες και αφηγείται με χιούμορ, πόθο, θυμό, συγκίνηση και νοσταλγία, την ιστορία της ζωής της. Ο κόσμος της Frida καταλαμβάνει κυρίως το πίσω μέρος της σκηνής και δημιουργείται μέσα από τελάρα, φώτα (Βασίλης Πετεινάρης), υπέροχα κοστούμια (Γιώργος Γιάννου, Ρέα Ολυμπίου), πίνακες, και πρωτότυπη μουσική (Κώστας Κακογιάννης), ενώ το σύγχρονο Λονδίνο κυριολεκτικά ζωντανεύει μέσα από το εξαιρετικό 3d mapping και το εικονικό τοπίο του Στάθη Μήτσιου, το οποίο αποτελεί και ένα προσφιλές στοιχείο της σκηνοθεσίας της Λέας Μαλένη μετά το «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα». Οι δύο ιστορίες εκτυλίσσονται παράλληλα και προσπαθούν να βρουν κοινά σημεία επαφής. Από τη μια η Βικτώρια, με έντονες υπαρξιακές και φιλοσοφικές αναζητήσεις, αγωνίζεται να κατανοήσει το νόημα της τέχνης και της ζωής της Frida, ενώ παράλληλα προσπαθεί να βρει το νόημα της δικής της ζωής. Από την άλλη, η νεκραναστημένη Frida, μέσα από έναν αποσπασματικό λόγο που σπονδυλωτά κτίζει την ιστορία της ζωής της, έρχεται να αναρωτηθεί ποια είναι τελικά η παρακαταθήκη της σήμερα και εν τέλει να διεκδικήσει με την τέχνη, τη ζωή και τον θάνατό της, κάτι περισσότερο από ένα λήμμα σε βιβλία Ιστορίας της Τέχνης. Κάτι που ακόμη ζει και εμπνέει.

Το εγχείρημα της Ομάδας Persona είναι πολυεπίπεδο, σύνθετο και φιλόδοξο. Και εκ των πραγμάτων σε κάποια σημεία επιτυγχάνει και σε κάποια όχι. Σκηνοθετικά, η Λέα Μαλένη κατορθώνει να δημιουργήσει ένα μικρό θαύμα. Με την πολύτιμη βοήθεια όλων, ανεξαιρέτως, των συντελεστών, δημιουργεί με φαντασία, ευρηματικότητα, χιούμορ και σουρεαλιστική διάθεση, δύο παράλληλους κόσμους. Μέσα από το πολλαπλό μοίρασμα ρόλων όπου ο κάθε ηθοποιός λειτουργεί και σαν πρόσωπο και σαν βοηθός σκηνής, δημιουργεί γρήγορη δράση και κίνηση, χωρίς να αφήνει τίποτα στην τύχη. Όλα έχουν τη θέση τους με ακρίβεια χειρουργική. Συνδυάζοντας τον ρεαλισμό και την αληθοφάνεια της τεχνολογίας, με τον σουρεαλισμό και την ποιητικότητα του κόσμου της Frida, δημιουργεί ένα ιδιαίτερο αισθητικό πλέγμα το οποίο, σίγουρα, κρατά απερίσπαστο το ενδιαφέρον του θεατή. Όμως, ενώ σκηνοθετικά οι στόχοι είναι ξεκάθαροι, υπάρχει ένα κείμενο με εμφανείς αδυναμίες, οι οποίες «σαμποτάρουν» το τελικό αποτέλεσμα. Και η βασική αδυναμία εντοπίζεται, κυρίως, στη σύσταση και τον λόγο των σύγχρονων χαρακτήρων. Η ιστορία της Βικτώριας δεν πείθει ως πραγματική, αλλά φέρει έντονα τα σημάδια ενός κατασκευάσματος: η συμπλεγματική νέα με τη βεβαρημένη παιδική ηλικία, ο ρομαντικός σύντροφος που μιλά με στίχους του Bob Dylan, η μητέρα που βιώνει μια καθυστερημένη εφηβεία με έντονες σεξουαλικές αναζητήσεις αλλά μπορεί με ευφράδεια να είναι αφοριστική για τον ρόλο της τέχνης, και μια «φτιαχτή», ως από μηχανής θεός, συνάντηση, με μια άγνωστη γυναίκα στο λεωφορείο που οδηγεί σε έναν φλύαρο και επιτηδευμένο διάλογο με αχρείαστα υψηλούς τόνους και εύκολες λύσεις. Το κείμενο γίνεται θολό, άνισο, χωρίς σαφείς στόχους, χωρίς ξεκάθαρους και συμπαγείς χαρακτήρες, ενώ «φορτώνεται» ακόμη περισσότερο με την ασταμάτητη κίνηση, τις αισθητικές αντιθέσεις και τα αταίριαστα, με το κλίμα του έργου, μουσικά ιντερμέδια.

Ο θίασος, στο σύνολό του, λειτουργεί σαν ένα ενιαίο σώμα με χημεία, συντονισμό και ακρίβεια. Η ομάδα (είτε ερμηνεύει τους πολλαπλούς δευτερεύοντες ρόλους, είτε λειτουργεί σαν η παιγνιώδης συνοδεία του Θανάτου), δημιουργεί το πλαίσιο που κινεί και αναδεικνύει τις δύο ιστορίες. Η πολλαπλότητα των ρόλων που επωμίστηκαν οι ηθοποιοί, ίσως, απέβη εις βάρος κάποιων, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην περίπτωση της Ερμίνας Κυριαζή. Τα γρήγορα «περάσματα» που κάνει στους ρόλους δεν της επιτρέπουν, εκ των πραγμάτων, να εντρυφήσει σε αυτούς και να τους προσδώσει ένα προσωπικό σχήμα και ύφος. Η Χριστίνα Κωνσταντίνου, με χαμηλούς τόνους και χωρίς υπερβολές, δημιουργεί μια Φρίντα γήινη, ανθρώπινη και προσωπική, αφού προσπαθεί να ανακαλύψει τη ζωγράφο «εκ των έσω», χωρίς να επαναπαύεται στην, όντως, εκπληκτική εξωτερική ομοιότητα που δημιουργείται με την κίνηση, τα κοστούμια, το μακιγιάζ και το χτένισμα. Η Μυρσίνη Χριστοδούλου προσπαθεί να αποδώσει την ψυχική σύγχυση και τις εσωτερικές αναζητήσεις της Βικτώριας με μια έντονα εξωστρεφή ερμηνεία. Οι ασταμάτητες κινήσεις των χεριών, οι αχρείαστες εντάσεις της φωνής και οι υπερβολικές εκφράσεις του προσώπου, έδωσαν μια εξωτερικά θυμωμένη Βικτώρια, η οποία δεν άφηνε τον θεατή να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια του θυμού της.

«Η πολύχρωμη ιστορία της Frida K.» είναι μια πολύχρωμη παράσταση που προσπαθεί να αναδείξει τη σημασία της ζωγράφου σήμερα, θέτοντας εύστοχα ερωτήματα και καίριους προβληματισμούς. Δεν είμαι σίγουρη, ωστόσο, αν κατορθώνει να δώσει απαντήσεις ή αν τελικά παραμένει και αυτή ένα κομμάτι του συνολικού παραληρήματος που εκδηλώνεται γύρω από το πρόσωπο της Μεξικανής ζωγράφου. Μέσα από τις δύο παράλληλες ιστορίες που, εν τέλει, δεν συναντιούνται ποτέ, η παράσταση σίγουρα επιβεβαιώνει ότι η Frida παραμένει ένα ευφάνταστο, γοητευτικό και πολύχρωμο αίνιγμα.