Σύμφωνα με τις βενετικές πηγές, το όνομα του χωριού πολύ πιθανόν αρχικά να ήταν Κακοτοπιά αφού σημειώνεται σε δύο περιπτώσεις ως Cacotopia. Ωστόσο σε μία άλλη αρχειακή μαρτυρία το όνομα του χωριού απαντά ως Catopodia (Κατωποδιά /Κατωποθκιά)
Η παλαιότερη αναφορά στο χωριό Κατωκοπιά ανάγεται στο έτος 1319, στην οποία γίνεται λόγος για μεγάλη καταστροφή των σιτηρών και του λιναριού εις την Ζωτοκατωκοπίαν, "...αφού εγένετο εν τη νήσω Κύπρω μέγας χειμών". Ας σημειωθεί ότι το χειρόγραφο στο οποίο βρίσκεται σημειωμένη η πιο πάνω πληροφορία προέρχεται από τη Mονή της Θεοτόκου των Φορβίων ή της Ασίνου. Επίσης από την ίδια πηγή μία άλλη σημείωση με χρονολογία 1328 αναφέρεται στον θάνατο του παπά και νομικού Λέοντος Ζωτοκατωκοπίας. Το όνομα Ζωτοκατωκοπία ερμηνεύεται εύλογα ότι πρόκειται για τα χωριά Ζώδια και Κατωκοπιά. Το χωριό Ζώδια άλλωστε απαντά στις βενετικές πηγές ως Ζώτια ή Ζώτιες. Η Κατωκοπιά, όπως όλα σχεδόν τα χωριά της Κύπρου, υπήρξε οπωσδήποτε προφραγκικός οικισμός. Πολύ πιθανόν να υφίστατο και στα αρχαία χρόνια, αλλά δυστυχώς ελλείψει πηγών δεν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο παρά μόνο απλώς εικασίες να κάνουμε. Η πιο πάνω αναφορά ωστόσο στη Ζωτοκατωκοπίαν με χρονολογία 1319 μας παρέχει τη δυνατότητα να ισχυριστούμε ότι η ιστορία και η πολιτιστική κληρονομιά της Κατωκοπιάς ανάγεται αδιαμφισβήτητα στους προφραγκικούς χρόνους, δηλαδή στους βυζαντινούς.
Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές σε δημοσιεύματά μας, με τον άριστο μηχανισμό που διέθετε στη διοίκηση των αποικιών της και χάρη στην αυστηρότατη γραφειοκρατία της, διαφύλαξε όχι μόνο σημαντικά στοιχεία για τον 16ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας, αλλά διέσωσε και στοιχεία για την ιστορία μας από την εποχή της Φραγκοκρατίας, τα οποία διαφορετικά θα είχαν χαθεί μια για πάντα. Οι τέσσερις κατάλογοι, για παράδειγμα, με τα χωριά της Κύπρου στις αρχές του 16ου αιώνα και η απογραφή των ελεύθερων καλλιεργητών το 1565, λίγο πριν την οθωμανική κατάκτηση, μας παρέχουν πολύτιμα στοιχεία για τα χωριά μας, αλλά και για αυτά που χάθηκαν στο διάβα των αιώνων. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Κατωκοπιάς αντιλαμβανόμαστε ότι, σύμφωνα πάντα με τις βενετικές πηγές, το όνομα του χωριού πολύ πιθανόν αρχικά να ήταν Κακοτοπιά αφού σημειώνεται σε δύο περιπτώσεις ως Cacotopia. Ωστόσο, σε μία άλλη αρχειακή μαρτυρία το όνομα του χωριού απαντά ως Catopodia (Κατωποδιά / Κατωποθκιά). Οι πηγές επίσης μαρτυρούν ότι καταρρίπτεται η σχετική παράδοση στην οποία αναφέρεται ότι το χωριό Κατωκοπιά δημιουργήθηκε από κατοίκους του χωριού Τρουλλινός μετά την καταστροφή του, γιατί από τους βενετικούς καταλόγους των χωριών της Κύπρου μάς γνωστοποιείται ότι τόσο ο Τρουλλινός όσο και η Κατωκοπιά υφίσταντο ταυτόχρονα. Στην απογραφή μάλιστα του 1565 το χωριό Τρουλλινός είχε πενήντα φραγκομάτους και η Κατωκοπιά ογδόντα έναν φραγκομάτους. Η Κατωκοπιά κατά τη Βενετοκρατία ανήκε στο διαμέρισμα της Πεντάγυιας, μία από τις έντεκα διοικητικές επαρχίες της Κύπρου τις οποίες οι Βενετοί διατήρησαν, όπως συνέβαινε και επί εποχής των Lusignan. Το διαμέρισμα αυτό περιελάμβανε κατά τα τέλη της βενετικής κυριαρχίας εκατόν ενενήντα δύο χωριά και γύρω στα εκατό δεκαέξι από αυτά χάθηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Υπεύθυνος για τη διοίκηση του διαμερίσματος ήταν ένας Κύπριος την καταγωγή που έφερε τον τίτλο του τσιβιτάνου και η θητεία του ήταν διετής. Ας υπομνησθεί εδώ ότι τσιβιτάνοι, θέση στην οποία διοριζόταν πάντα Κύπριος, εκτός από τον διοικητή της Πεντάγυιας διορίζονταν επίσης και στα διαμερίσματα Μαζωτού, Χρυσοχούς και Αυδήμου. Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι ο διορισμός στο αξίωμα του τσιβιτάνου Πεντάγυιας ήταν επίζηλη θέση και συνήθως επιτυγχανόταν με σχετικό αίτημα στις βενετικές αρχές και με καταβολή ενός χρηματικού ποσού. Ως τσιβιτάνος Πεντάγυιας είχε υπηρετήσει και ο μεγαλοφεουδάρχης και κτίτορας του Αγίου Μάμαντος Μόρφου Ευγένιος Συγκλητικός, κόμης Rochas. Επίσης, στην Κατωκοπιά, όπως και σε κάθε χωριό, επί Βενετοκρατίας υπήρχαν δύο βοηθοί των τσιβιτάνων, από τους οποίους θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ένας εκτελούσε χρέη χωροφύλακα και είχε τον τίτλο και πάλι του τσιβιτάνου, αλλά του χωριού και όχι του διαμερίσματος, και ο άλλος είχε τη θέση του αγροφύλακα με την ονομασία μπανιέρος.
Το 1464 η Κατωκοπιά είχε παραχωρηθεί στον φεουδάρχη Gioan Ferrer. Λίγο μετά ο Φλώριος Βουστρώνιος αναφέρει ότι η Κατωκοπιά κατά την περίοδο 1464-1468 ανήκε στον φεουδάρχη Gianes Sivalier
Από ανέκδοτο βενετικό έγγραφο του 1562, στο οποίο σημειώνονται τα χωριά που ανήκαν στον βασιλιά, ήταν δηλαδή βασιλικά φέουδα επί Φραγκοκρατίας και επί Βενετοκρατίας αποτελούσαν φέουδα του Δημοσίου της Δημοκρατίας της Βενετίας, πληροφορούμαστε για πρώτη φορά από γραπτή μαρτυρία ότι και η Κατωκοπιά ήταν φέουδο βασιλικό. Στο πιο πάνω έγγραφο υπήρχε έκθεση των Βενετών αξιωματούχων της Κύπρου σχετικά με το πότε είχε διενεργηθεί για τελευταία φορά πρακτικόν σε χωριά που ανήκαν πάλαι ποτέ στο στέμμα και αργότερα στη Δημοκρατία της Βενετίας. Το πρακτικόν, σύμφωνα με το βυζαντινό έθος, ήταν μια λεπτομερέστατη καταγραφή σχετικά με τι ακριβώς περιείχε κάθε χωριό. Καταγράφονταν δηλαδή σε αυτό το αποκαλούμενο πρακτικόν, εκτός από τους κατοίκους, οι μύλοι, τα σπίτια, τα δάση, τα ποτάμια, οι ληνοί, οι μονές, οι εκκλησίες κ.ά. Εδώ, στη συγκεκριμένη πηγή, το όνομα του χωριού σημειώνεται ως Cato-Copia. Για το συγκεκριμένο χωριό είχε λοιπόν να διενεργηθεί πρακτικόν από το 1548, δηλαδή δεκατέσσερα χρόνια προηγουμένως, αφού το συγκεκριμένο έγγραφό μας φέρει χρονολογία 1562. Παρουσιάζει ενδιαφέρον να δούμε ποια άλλα χωριά του διαμερίσματος της Πεντάγυιας εκτός από την Κατωκοπιά ήταν βασιλικά, αφού ανήκαν στην Camera Reale, δηλαδή στο Δημόσιο. Πρόκειται λοιπόν για τα χωριά Φλάσου, Ελιά, Ακάκι, Πεντάγυια, Κάτω Κουτραφάς, Κακοπετριά, Ζώτιες (δηλαδή Ζώδια), Τεμπριά, Λεύκα, Ασκάς, Σπήλια και, τέλος, Άγιος Ανδρέας Ευρύχου, χωριό το οποίο χάθηκε και δεν γνωρίζουμε εάν έχουν διασωθεί κάποια ίχνη του.
Από μία άλλη ανέκδοτη πηγή του 1564 πληροφορούμαστε ότι η Κατωκοπιά είχε αρκετά ικανοποιητική παραγωγή σιτηρών. Συγκεκριμένα στο εν λόγω έγγραφο του 1564 σημειώνεται η παραγωγή σιταριού (formento) περίπου εβδομήντα χωριών και μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται και η Κατωκοπιά. To 1564 η ετήσια παραγωγή της Κατωκοπιάς σε σιτάρι ανερχόταν στις δύο χιλιάδες μόδια.
Οι φεουδάρχες της Κατωκοπιάς
Ενδιαφέροντα στοιχεία μας παρέχονται και από τον Κύπριο ιστορικό Φλώριο Βουστρώνιο σχετικά με την Κατωκοπιά και τους φεουδάρχες της. Το 1464 η Κατωκοπιά σύμφωνα με τα γραφόμενα του Φλώριου Βουστρώνιου είχε παραχωρηθεί στον φεουδάρχη Gioan Ferrer. Λίγο μετά ο ίδιος ιστορικός αναφέρει ότι η Κατωκοπιά κατά την περίοδο 1464-1468 ανήκε στον φεουδάρχη Gianes Sivalier. Η Κατωκοπιά είχε επίσης παραχωρηθεί από τον τελευταίο Φράγκο βασιλιά και σε μια γυναίκα, τη θυγατέρα ενός φεουδάρχη. Επρόκειτο για τη Μαργαρίτα, θυγατέρα του Φραγκίσκου de Bandes. Μαζί με την Κατωκοπιά τής είχε παραχωρηθεί επίσης και το χωριό Συριάτι. Η Μαργαρίτα ήταν οπωσδήποτε συγγενής με τη σύζυγο του κόμη του Ριζοκαρπάσου Jean Perez Farbice.
H οικογένεια Ferrer είχε καταγωγή από τη Δύση και συγκεκριμένα από την Καταλωνία. Το όνομα των Ferrer απαντά τον 15ο αιώνα κατά τα χρόνια της βασιλείας της Καρλόττας Lusignan. Σε μία βούλλα του 1467 αναφέρονται δύο μέλη της ίδιας οικογένειας. Ο ένας ήταν ιερωμένος, ονομαζόταν Μπερνάρδος και ήταν εξομολογητής της βασίλισσας Καρλόττας και ένας άλλος ονομαζόταν Benoit. Ουσιαστικά δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την οικογένεια αυτή, εκτός βέβαια από τον Ιωάννη Ferrer, που κατείχε την Κατωκοπιά ως φέουδο. Επίσης ένας Γαβριήλ μνημονεύεται δύο φορές από τον Φλώριο Βουστρώνιο. Ένα άλλο μέλος της καταλανικής οικογένειας Ferrer διορίστηκε στις 21 Μαΐου 1473 στο ηγουμενείο της Αλαμινού, το οποίο χήρευε λόγω του θανάτου του Πέτρου Juliani.
O άλλος φεουδάρχης που κατείχε το χωριό Κατωκοπιά ανήκε στην οικογένεια Sivalier ή Chevalier, η οποία εμφανίζεται στις πηγές της Ιστορίας της Κύπρου στα χρόνια της βασιλείας του Ιακώβου Β' Lusignan. O Gianes Sivalier είχε ως φέουδο την Κατωκοπιά, χωριό το οποίο του δόθηκε ως δωρεά από τον βασιλιά. Το 1570, λίγο πριν η Κύπρος περιέλθει στην εξουσία των Οθωμανών, ένα μέλος της οικογένειας Chevalier υπηρέτησε στο μεγάλο Συμβούλιο, που είχε δημιουργηθεί από Κυπρίους για να βοηθούν τον Βενετό τοποτηρητή στο έργο του. Πρόκειται μάλλον για φραγκικής καταγωγής οικογένεια. Τέλος, η Κατωκοπιά παραχωρήθηκε από τον βασιλιά της Κύπρου σε μία γυναίκα, τη Μαργαρίτα de Bandes, το επίθετο της οποίας έχει ερμηνευθεί ως παραφθορά της Πεντάγυιας, γιατί προφανώς οι πρόγονοί της είχαν ως φέουδο την Πεντάγυια. Η φραγκικής καταγωγής Μαργαρίτα, θυγατέρα του φεουδάρχη Φραγκίσκου de Bandes, είχε παντρευτεί τον Τζουάν Αρόνιο ή Τζουάν de Ronya από την Καταλωνία, τσιβιτάνο της Χρυσοχούς. Υπήρξε οπαδός του βασιλιά και γι' αυτό του παραχώρησε αρκετά χωριά, όπως το Παλαιχώρι, την Καλαβασό, τον Κεφάλα, χωριό που εξέλιπε, την Αλόα κ.ά. Η Μαργαρίτα ήταν αδελφή της Απολλωνίας de Bandes, συζύγου του Jean Perez Fabrice, στον οποίο παραχωρήθηκε η κομητεία Ριζοκαρπάσου.
Ανακεφαλαιώνοντας σημειώνουμε ότι οι πηγές, φραγκικές και βενετικές, δημοσιευμένες ή ανέκδοτες, μας έδωσαν ενδιαφέροντα στοιχεία και προσέθεσαν νέες ειδήσεις στο μωσαϊκό της Ιστορίας της κατεχόμενης Κατωκοπιάς...