Παράθυρο logo
Πνεύμονες
Δημοσιεύθηκε 05.03.2018 11:50
Πνεύμονες

Κριτική για το έργο του Ντάνκαν ΜακΜίλαν που μεταφέρει στη σκηνή τον προβληματισμό ενός ζευγαριού για το αν θα φέρει στη ζωή ένα παιδί, και ένα υστερόγραφο για το "Σαν ρόδο και σαν αίνιγμα"

Συγγραφέας: Ντάνκαν ΜακΜίλαν
Μετάφραση / Σκηνοθεσία: Μαρία Ιόλη Καρολίδου
Σκηνικά / Κοστούμια: Γιώργος Γιάννου
Κίνηση: Παναγιώτης Τοφή
Μουσική: Δημήτρης Σπύρου
Σχεδιασμός φωτισμού: Βασίλης Πετεινάρης
Ερμηνεύουν: Γιάννης Καραούλης, Παναγιώτα Παπαγεωργίου

Παγκόσμια κρίση, περιβαλλοντική καταστροφή, υπερπληθυσμός, τρομοκρατία, πόλεμοι, πολιτική αστάθεια, οικονομική ανασφάλεια, ηθική διαφθορά. Ένας κόσμος, όχι και τόσο αγγελικά πλασμένος. Και το ερώτημα: "Να φέρω στον κόσμο αυτόν ένα παιδί;" Ενώ άλλοτε η απόκτηση παιδιών ήταν το φυσικό επακόλουθο της ένωσης ενός άνδρα και μιας γυναίκας, σήμερα η "γενιά της αβεβαιότητας" φαίνεται να αμφισβητεί ακόμη και αυτό το δεδομένο. "Μήπως δεν πρέπει να φέρω στον κόσμο αυτόν έναν ακόμη άνθρωπο;" Ευνουχισμένοι νέοι κοντά στα πρώτα "-άντα", μορφωμένοι, σκεπτόμενοι, με πολιτική, κοινωνική και περιβαλλοντική συνείδηση, παγιδευμένοι σε μια ατέρμονη αβεβαιότητα, διχασμένοι ανάμεσα στην επανάσταση και τον συμβιβασμό, αδυνατούν να πάρουν αποφάσεις. Η ατολμία φαίνεται να είναι το βασικό τους χαρακτηριστικό. Και όχι αδίκως. Μέσα από το βραβευμένο του έργο "Πνεύμονες" [Lungs], ο Βρετανός Ντάνκαν ΜακΜίλαν κατορθώνει να αγγίξει, είτε ακροθιγώς είτε με εμμονική επανάληψη, όλα τα θέματα που αφορούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Με πρώτη και βασική ύλη τη σχέση ενός άντρα και μιας γυναίκας κοντά στα τριάντα και έχοντας ως αφορμή το δίλημμα της γονεϊκότητας, δομεί και αποδομεί τον κόσμο τους μέσα από συγκρούσεις, συμφιλιώσεις, ερωτοτροπίες, απιστίες, αποκαλύψεις και ενοχές.

Με λόγο ιλιγγιώδη, απλό, κοφτό, σύγχρονο, αφαιρετικό αλλά ταυτόχρονα επαναληπτικό, ο συγγραφέας δίνει μέσα από ένα μονόπρακτο δύο περίπου ωρών το πέρασμα μιας ολόκληρης ζωής από τα τριάντα μέχρι και τον θάνατο. Έχοντας ως απαίτηση το έργο να παιχτεί σε άδεια σκηνή χωρίς σκηνικά, χωρίς έπιπλα, χωρίς φροντιστήριο, χωρίς παντομίμα, χωρίς αλλαγές κοστουμιών, χωρίς το φως και ο ήχος να δηλώνουν αλλαγή στον χρόνο ή στον χώρο, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην ουσία του θεάτρου, απογυμνώνοντας την από οτιδήποτε φτιαχτό. Η διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής δίνεται μόνο με τον λόγο, το σώμα και τη φωνή των ηθοποιών.

Οι ερμηνείες: Η Παναγιώτα Παπαγεωργίου και ο Γιάννης Καραούλης δίνουν πυκνές και ακριβείς ερμηνείες σε δύο ιδιαίτερα δύσκολους ρόλους που απαιτούν απόλυτο συγχρονισμό λόγου και κίνησης

Η Μαρία Ιόλη Καρολίδου παραμένει πιστή στο ύφος και τις απαιτήσεις του συγγραφέα, όχι μόνο μέσα από τη σκηνοθετική της προσέγγιση, αλλά και μέσα από μια ζωντανή, πυκνή και εύγλωττη μετάφραση. Η κενότητα του λευκού χώρου με το "κινούμενο" πάτωμα από κόκκους πολυστερινής [Γιώργου Γιάννου] να υπονοεί τη μετάβαση στον χρόνο και στον χώρο, αλλά και τη ρευστότητα της ζωής του ζευγαριού, δίνει τη δυνατότητα στους ηθοποιούς [Παναγιώτα Παπαγεωργίου, Γιάννης Καραούλης] να δημιουργήσουν τα πάντα από το μηδέν. Η σκηνοθετική ακρίβεια της Μαρίας Ιόλης Καρολίδου, έχοντας ως πολύτιμο σύμμαχο την εξαιρετική δουλειά του Παναγιώτη Τοφή στην κίνηση, κατόρθωσε να σηματοδοτήσει τα πάντα μέσα από τα σώματα των ηθοποιών: την αλλαγή χρόνου, χώρου, διάθεσης, κατάστασης, συνθήκης. Χωρίς την παραμικρή παύση, μέσα από αδιάκοπη ροή λόγου η οποία εκφέρεται σχεδόν απνευστί, οι δύο ηθοποιοί δημιουργούν με την κίνηση και τον λόγο αμέτρητες εικόνες, οι οποίες μεταγράφονται στη φαντασία του κάθε θεατή με διαφορετικό τρόπο. Η Παναγιώτα Παπαγεωργίου ως η νευρωτική, αναποφάσιστη, κυκλοθυμική ακτιβίστρια που καταρρέει στην ιδέα να φέρει στον κόσμο ένα παιδί και ο Γιάννης Καραούλης ως ο ήρεμος, λογικός, ενίοτε αμήχανος και ενίοτε τολμηρός σύντροφος που εν τέλει οδηγείται στην απιστία, δίνουν πυκνές και ακριβείς ερμηνείες σε δύο ιδιαίτερα δύσκολους ρόλους που απαιτούν απόλυτο συγχρονισμό λόγου και κίνησης, σε ένα κείμενο που η φλύαρη επαναληπτικότητα και οι ταχύτατες στιχομυθίες καθιστούν το έργο της απομνημόνευσης πολύ πιο σύνθετο.

Παρόλο που αυτή η επαναληπτικότητα αποδυναμώνει, έως έναν βαθμό, τις εξατομικευμένες ερμηνείες τους, η σκηνική τους χημεία είναι τόσο έντονη που εν τέλει δύσκολα μπορούμε να κάνουμε λόγο για δύο ξεχωριστές ερμηνείες. Μαζί, ως ένα ενιαίο σύνολο που αλληλοσυμπληρώνεται, διαγράφουν ευφυώς την πορεία μιας ολόκληρης ζωής μέσα σε λίγους στροβιλισμούς των σωμάτων. Και αν οι συζητήσεις τους φαίνονται υπερβολικές και επιτηδευμένες, και αν το τέλος δείχνει να είναι αυτονόητο [το παιδί εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία, γηρατειά, θάνατος], είναι πολλές οι στιγμές που ο θεατής αναγνωρίζει ή ανακαλύπτει ένα κομμάτι του εαυτού του στην πορεία αυτού του ανώνυμου ζευγαριού.

Υ.Γ. Ο καταιγισμός θεατρικών πρεμιέρων που παρατηρείται ήδη από τον Ιανουάριο είναι γεγονός και δείχνει να μην έχει φτάσει ακόμη στην κορύφωσή του. Μικρές ομάδες ή συνεργασίες που ξεφυτρώνουν ξαφνικά δείχνουν να ψάχνουν γόνιμο έδαφος για πειραματισμό, σε όλα τα επίπεδα. Η θεατρική αυτή άνθιση μόνο θετική μπορεί να αποβεί για τη θεατρική παιδεία του νησιού, όχι μόνο από την πλευρά των συντελεστών, αλλά και του κοινού, έστω και συγκεκριμένου, που φαίνεται να σπεύδει να υποστηρίξει αυτές τις προσπάθειες. Προκύπτουν, ωστόσο, δύο προβλήματα.

Το πρώτο είναι ότι οι ομάδες αυτές συνήθως αποδεικνύονται βραχύβιες και οι προσπάθειές τους χωρίς συνέχεια. Το δεύτερο έχει να κάνει με τη διάρκεια των παραστάσεων, η οποία συνήθως δεν ξεπερνά τις 2-3 εβδομάδες, λόγω κυρίως της οικονομικής επιβάρυνσης που προκύπτει από την ενοικίαση του χώρου. Αυτό καθιστά, εκ των πραγμάτων, αδύνατη την αναφορά μας σε όλες τις παραστάσεις που παρακολουθούμε. Ελλείψει, λοιπόν, χρόνου και χώρου νιώθω την ανάγκη να κάνω, έστω και μικρή, αναφορά στην παράσταση του έργου του Άκη Δήμου "Σαν ρόδο και σαν αίνιγμα" στο Θέατρο Δέντρο, όπου η Στέλα Φυρογένη αυτοσκηνοθετείται στον μοναδικό ρόλο του έργου, αυτόν της Αν Χάθαγουεϊ, της μοναχικής και εγκαταλελειμμένης συζύγου του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, μια μέρα πριν τον θάνατο του συγγραφέα, δίνοντας μια ανθρώπινη, σχεδόν σύγχρονη, υπόσταση σε μια γυναίκα παραγνωρισμένη, που έζησε στην αφάνεια και στη σκιά όχι μόνο του συζύγου της αλλά και των ηρωίδων του.

Το μεστό κείμενο του Άκη Δήμου, με λόγο άλλοτε ποιητικό και άλλοτε εντελώς σύγχρονο και καθημερινό, μεταμορφώνεται ιδανικά στη σκηνή μέσα από την εξαίρετη δουλειά μιας αξιόλογης ομάδας. Οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Χρίστου Γωγάκη, οι μυστηριακές προβολές της Νικολέτας Καλαθά, η υποβλητική, "γοτθική" μουσική του Κλέωνα Αντωνίου εξαίρετα εκτελεσμένη επί σκηνής από τον ίδιο και η ρευστή, αέρινη σχεδόν ερμηνεία της Στέλας Φυρογένη έδωσαν μια παράσταση με ουσία σε όλα τα επίπεδα της θεατρικής πράξης.