Ο σκηνοθέτης Πάρις Ερωτοκρίτου έδωσε μια ενδιαφέρουσα και τολμηρή σκηνική προσέγγιση ενός δύσκολου κειμένου, το οποίο δεν προορίζεται για τη σκηνή και το σύγχρονο κοινό
Συγγραφέας: Εμμανουήλ Ροΐδης
Σκηνοθεσία: Πάρις Ερωτοκρίτου
Σκηνικά / κοστούμια: Ρέα Ολυμπίου
Κίνηση: Παναγιώτης Τοφή
Μουσική επιμέλεια: Βασιλική Αναστασίου
Ηχητικός σχεδιασμός: Γιάννης Χριστοφίδης
Σχεδιασμός φωτισμού: Aleksandar Jotovic
Ερμηνεύουν: Πάνος Μακρής, Χάρης Πισίας, Κωνσταντίνα Κλεόπα, Νέδη Αντωνιάδη
Παραγωγή: Σπούτνικ
Αν μπορώ να ξεχωρίσω τα δύο πιο έκδηλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Πάρι Ερωτοκρίτου ως σκηνοθέτη είναι, από τη μια, το ετερόκλητο και σίγουρα όχι συμβατικό ρεπερτόριο το οποίο προτείνει και, από την άλλη, η "παρεμβατικότητά" του στα έργα που επιλέγει. Με αυτόν τον τρόπο, άλλωστε, δίνει συχνά και το δικό του ιδιαίτερο σκηνοθετικό στίγμα. Έτσι, μετά την παγκύπρια "πρώτη" του σαιξπηρικού "Άμλετ", συστήνει στο κοινό το διήγημα "Ψυχολογία Συριανού Συζύγου" του Εμμανουήλ Ροΐδη. Γραμμένο το 1894 - έναν μόλις χρόνο μετά την πτώχευση του ελληνικού Δημοσίου- το καυστικό αυτό ψυχογράφημα της ερωτικής ζωής ενός αμετανόητου εργένη που αποφασίζει να παντρευτεί για να γλυτώσει από την "κατάσταση του ερωτευμένου", καυτηριάζει, μέσα από ένα ανατρεπτικά ειρωνικό ύφος, σαρκαστικό χιούμορ, αλλά και μια υποβόσκουσα θλίψη, τον νεοπλουτισμό και τη σαθρότητα της ακμάζουσας Σύρου του 19ου αιώνα. Η γλώσσα του, αν και καθαρεύουσα, είναι ευαίσθητη, άμεση, ζωντανή και παιγνιώδης, ενώ η πρωτοπρόσωπη αφήγησή του δίνει με οικείο και τολμηρό τρόπο την εικόνα της φιλάρεσκης συζύγου, αλλά και τις ανδροκρατικές απόψεις περί γάμου και έρωτος: "Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Επέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριώτερος λόγος διά τον οποίον την επήρα ήτο ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου".
Ο εγκιβωτισμός της ιστορίας του Ροΐδη μέσα σε μιαν άλλη απέβη εις βάρος της πρώτης, αφού η σαφής καθοδήγηση του θεατή προς τη δεύτερη δεν άφησε να αναδειχθούν τα τολμηρά, για την εποχή του Ροΐδη, θέματα που θίγει η "Ψυχολογία Συριανού Συζύγου"
Η επιλογή ενός διηγήματος [κατ' ακρίβεια εκτενούς μονολόγου σε πρώτο πρόσωπο] του 19ου αιώνα, άγνωστου στο ευρύ κοινό και στην καθαρεύουσα, σίγουρα δεν είναι μια εύκολη επιλογή σκηνοθετικά. Συνεπώς, και μόνο η γνωριμία του κοινού με το έργο αυτό αποτελεί κέρδος. Ωστόσο, στον πολύ ενδιαφέροντα προσωρινό χώρο του Σπούτνικ, ο θεατής δεν παρακολουθεί μόνο το διήγημα του Ροΐδη, αλλά δύο παράλληλες ιστορίες που αγωνίζονται η μία να δεθεί με την άλλη. Ο Πάρις Ερωτοκρίτου με την ομάδα του δημιουργούν ένα δικό τους αφήγημα, το οποίο αφορά την ιστορία ενός σύγχρονου συζύγου, άνεργου, στο σήμερα της κυπριακής κοινωνίας. Εγκαταλελειμμένος από τους πάντες και έχοντας και ο ίδιος παραιτηθεί πια από κάθε κίνητρο για να ζήσει, ο σύζυγος της εκδοχής του Πάρι Ερωτοκρίτου περνά μέρες ολόκληρες κλεισμένος μέσα στο σπίτι του με μόνη παρέα τους καφέδες, το αλκοόλ, τα τσιγάρα, τους ήχους του Rachmaninoff και τα διηγήματα του Ροΐδη, μέσα από τα οποία "δημιουργεί έναν φανταστικό κόσμο ως αντίδοτο, ως μια απέλπιδα, μια τελευταία, μια επικίνδυνη απόπειρα να δραπετεύσει από τον εφιάλτη της πραγματικότητας". Ο σύγχρονος σύζυγος "ζει", μέσα από τη φαντασία του, την ανάλαφρη ζωή του Συριανού συζύγου, όπου τα μόνα προβλήματα που τον απασχολούν είναι το βάσανο του έρωτος, οι επίδοξοι εραστές της γυναίκας του και οι χοροεσπερίδες. Μέσα από αυτό το εύρημα, ο σκηνοθέτης επιχειρεί το συναπάντημα της Ερμούπολης του 1894 και της Λευκωσίας του 2018, προβάλλοντας ως κοινό θεματικό άξονα τον κόσμο της αφάνειας, της ανεργίας και της φτώχειας, ο οποίος είναι αποκομμένος από κάθε δικαίωμα στο όνειρο, την ελπίδα και τον έρωτα.
Η ιδέα αυτού του συναπαντήματος, το οποίο θα μπορούσε να νοηματοδοτήσει ένα κείμενο που, θεματικά και γλωσσικά, είναι ξένο στον σύγχρονο θεατή, αρχικά μου φάνηκε συναρπαστική. Στην πορεία, ωστόσο, φάνηκε να παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, τόσο σκηνοθετικά όσο και νοηματικά. Αισθάνθηκα ότι οι δύο ιστορίες δεν κατόρθωσαν να βρουν πραγματικούς και ουσιώδεις συσχετισμούς. Η σχεδόν επιβεβλημένη σοβαροφάνεια της σύγχρονης ιστορίας αδυνατούσε να βρει σημεία σύνδεσης με την ανάλαφρη, χιουμοριστική διάθεση του διηγήματος του Ροΐδη, ενώ ο "αθέατος" κόσμος του σήμερα δεν κατόρθωσε να συνδεθεί με τον κόσμο και την ιστορία του Ροΐδη. Με τη σύγχρονη ιστορία να διακόπτει ασταμάτητα και επαναλαμβανόμενα τη ροή της "φανταστικής" ιστορίας του Συριανού συζύγου, και τη χρήση της κοινής ελληνικής και της κυπριακής διαλέκτου να αναμειγνύονται με αυτήν της καθαρεύουσας, ο θεατής αγωνίζεται, μετά από την αινιγματική έναρξη, να κατανοήσει τους άλλοτε υπερβολικά προφανείς και άλλοτε ανύπαρκτους συσχετισμούς των δύο ιστοριών. Ο εγκιβωτισμός της ιστορίας του Ροΐδη μέσα σε μιαν άλλη απέβη εις βάρος της πρώτης, αφού η σαφής καθοδήγηση του θεατή προς τη δεύτερη δεν άφησε να αναδειχθούν τα τολμηρά, για την εποχή του Ροΐδη, θέματα που θίγει η "Ψυχολογία Συριανού Συζύγου". Ο στόχος του Ροΐδη δεν είναι να αναδείξει τον αθέατο κόσμο που υποφέρει, αλλά να στηλιτεύσει τους νεόπλουτους και αργόσχολους αστούς της Σύρου, όπως επίσης, χρησιμοποιώντας πολύ πρώιμα τη λέξη "ψυχολογία", να παραδώσει μια αναλυτικότατη ψυχογραφία ενός άνδρα και των απόψεών του περί γάμου και έρωτος. Στην παράσταση αυτή, ωστόσο, η θεματολογία του διηγήματος πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Σκηνοθετικά, ο Πάρις Ερωτοκρίτου δεν αφήνει ποτέ τον θεατή [ούτε και τον ηθοποιό] να "χαλαρώσει". Τα πάντα μεταφράζονται σε ασταμάτητη δράση, ενώ "αταίριαστα", αισθητικά, στοιχεία, εισβάλλουν από παντού: ακατάπαυστος λόγος, φλύαρη κίνηση, παντομίμα, βωβός κινηματογράφος, σουρεαλιστική και επιτηδευμένα υπερφορτωμένη αισθητική, ασυνταίριαστες μουσικές, ήχοι, φώτα, ασυνεπές πάγωμα της δράσης: πόρτες ανοίγουν και κλείνουν, ηθοποιοί μπαινοβγαίνουν και αλλάζουν ρόλους, η αφήγηση διακόπτεται και μετατίθεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. Ενώ όλα αυτά, αναμφίβολα, αντιμετωπίζουν επιτυχώς την αφηγηματικότητα και την έλλειψη δράσης του κειμένου, οι εντάσεις διατηρούνται τόσο ψηλά καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης, που ο θεατής εξαντλείται στην προσπάθεια να αφομοιώσει όλα αυτά τα στοιχεία και εν τέλει να τα συνδέσει με την ουσία του διηγήματος του Ροΐδη. Υποκριτικά, ο Πάνος Μακρής κατόρθωσε να σηκώσει έναν δύσκολο και αντιφατικό διπλό ρόλο, δίνοντας πότε τη βαθιά θλίψη του σύγχρονου συζύγου και πότε την ελαφρότητα και το χιούμορ του Συριανού συζύγου. Απολαυστικές ήταν οι στιγμές του και η σκηνική του επικοινωνία με τον Χάρη Πισία στον σουρεαλιστικό ρόλο του bar-tender. Η Νέδη Αντωνιάδη και η Κωνσταντίνα Κλεόπα υπήρξαν απόλυτα συνεπείς στους ρόλους της Συριανής και σύγχρονης συζύγου αντίστοιχα, αν και έχω την αίσθηση ότι αν οι γυναικείοι ρόλοι παραλείπονταν εντελώς και παρέμενε μια καθαρά "ανδρική" υπόθεση, το αποτέλεσμα διά της απουσίας, ίσως, να ήταν πιο ισχυρό. Έξυπνη, ενδιαφέρουσα και ευρηματική η χρήση των τριών χώρων που μας αποκαλύπτονται σταδιακά, όπως επίσης και όλη η διαμόρφωσή τους με τα ετερόκλητα σκηνικά αντικείμενα και αισθητικά στυλ [Ρέα Ολυμπίου]. Παρά τις όποιες διαφωνίες μου, είτε με το αισθητικό κομμάτι της παράστασης, είτε με την ένταξη του διηγήματος του Ροΐδη σε μια σύγχρονη ιστορία, οφείλω να ομολογήσω ότι ο Πάρις Ερωτοκρίτου έδωσε μια ενδιαφέρουσα και τολμηρή σκηνική προσέγγιση ενός δύσκολου κειμένου, το οποίο δεν προορίζεται για τη σκηνή και το σύγχρονο κοινό. Και αν οι συσχετισμοί με το σήμερα, που συχνά επιλέγει να εντάσσει στις παραστάσεις του, δεν είναι πάντα λειτουργικοί, τον κατατάσσουν, αναμφίβολα, στην κατηγορία του σκηνοθέτη με κοινωνική ευαισθησία.