Διατηρώ τις αμφιβολίες μου για το εάν η ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα έγινε πιο οικεία είτε στους ανήλικους είτε στους ενήλικες θεατές χάρη στην απόδοσή της στην κυπριακή διάλεκτο
Απόδοση στην κυπριακή: Ιάκωβος Χατζηπιερής
Σκηνοθεσία: Κώστας Σιλβέστρος
Ερμηνεία: Γιάννης Μίνως
Η τελευταία δεκαπενταετία υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη για το κυπριακό θέατρο και την κυπριακή δραματουργία. Νέοι καλλιτέχνες, νέοι χώροι, νέα έργα, νέο κοινό, νέες ιδέες και μια γενικότερη τάση πειραματισμού σε όλα τα επίπεδα. Ο πειραματισμός αυτός -γιατί έτσι ξεκίνησε και έτσι, κατά τη γνώμη μου, εξακολουθεί να υφίσταται-, όπως ήταν αναμενόμενο, πέρασε και στο επίπεδο της γλώσσας. Η γλωσσική ιδιαιτερότητα του νησιού, το γεγονός δηλαδή ότι σκεφτόμαστε και συνδιαλεγόμαστε στην «ανεπίσημη» καθημερινότητά μας σε διάλεκτο, ενώ καλούμαστε να γράψουμε ή να μιλήσουμε -συχνά ως ένδειξη ευγένειας ή επισημότητας- στην κοινή ελληνική γλώσσα, αποτελεί, αναμφισβήτητα, ένα «πρόβλημα». Η νεότερη γενιά, ήδη από τις σχολικές τάξεις και ενίοτε όχι άσχετα με πολιτικές ιδεολογίες, δείχνει να κάνει μια επανάσταση απέναντι στην «τυραννία» της κοινής ελληνικής που ευνουχίζει τον αυθορμητισμό και τη φυσικότητα της γραπτής ή προφορικής έκφρασης, αρνούμενη να δεχτεί ως ευτυχή συγκυρία το γεγονός ότι οι Κύπριοι μπορούμε να διαχειριστούμε ως μητρικές μία γλώσσα και μία διάλεκτο. Η «δαιμονοποίηση» της κοινής ελληνικής γλώσσας γρήγορα πέρασε και στον χώρο των τεχνών και κυρίως στο θέατρο, ως μια τάση επιστροφής στις ρίζες και ως μια επιθυμία επανεξέτασης της παράδοσης του τόπου, δίνοντας, συχνά, ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ο γλωσσικός αυτός πειραματισμός αγκαλιάστηκε τόσο από σκηνοθέτες και ηθοποιούς όσο και από συγγραφείς (ο καθένας για τους δικούς του διαφορετικούς λόγους) και εκδηλώθηκε είτε μέσα από τη συγγραφή νέων έργων σε κυπριακή διάλεκτο, είτε μέσα από την απόδοση έργων του διεθνούς ρεπερτορίου στην κυπριακή. Και δεν είναι τυχαίο που, κατά τη γνώμη μου, το πρώτο αγκαλιάστηκε από το κοινό πολύ περισσότερο από το δεύτερο. Η δημιουργία ενός νέου, πρωτότυπου έργου, το οποίο αφορά την κυπριακή κοινωνική πραγματικότητα (είτε τη σύγχρονη είτε την ιστορική) και τους ανθρώπους της, στην κυπριακή διάλεκτο (όπως π.χ. το πρόσφατο «Ο θείος Γιάννης» του Αντώνη Γεωργίου) είναι κάτι που το κοινό αποδέχεται ως απόλυτα φυσικό, ως μια ρεαλιστική αντανάκλαση ενός οικείου κόσμου. Έχω, ωστόσο, τις επιφυλάξεις μου εάν το να ακούσω την Μπλανς Ντιμπουά να κλείνει το Λεωφορείο ο Πόθος με το «όπκοιος τζαι να ’σαι, πάντα εβασίζουμουν πά' στην καλοσύνην των ξένων» θα με φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση του ψυχικού κόσμου της ηρωίδας. Η γλώσσα δεν στάθηκε εμπόδιο για να συγκινηθώ με τη Γαλλίδα Μπλανς της Ιζαμπέλ Ιπέρ, την Αγγλίδα Μπλανς της Γκίλιαν Άντερσον ή την Ελληνίδα Μπλανς της Μαρίας Ναυπλιώτου.
Σε δύο επίπεδα: Έχω την αίσθηση ότι η αναγνωρισιμότητα του «Μικρού πρίγκιπα» λειτούργησε αρνητικά, κρατώντας τον λόγο και την ιστορία σε απόσταση, σαν δυο παράλληλους πλανήτες που δεν συναντήθηκαν παρά λίγες μόνο στιγμές
Η εισαγωγή μου δεν έχει στόχο να καταθέσει απόψεις και θέσφατα, αλλά προβληματισμούς για ένα φαινόμενο το οποίο είναι πλέον ευρύ και σύνθετο και χρήζει μελέτης και γόνιμου διαλόγου ανάμεσα σε καλλιτέχνες και μελετητές του θεάτρου. Αφορμή για τους προβληματισμούς αυτούς έδωσε το εγχείρημα του Ιάκωβου Χατζηπιερή να μεταφέρει το πιο πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο παιδικό (;) βιβλίο του Γάλλου Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ «Ο μικρός πρίγκιπας» στην κυπριακή διάλεκτο. Το εγχείρημα αγκάλιασε ο σκηνοθέτης Κώστας Σιλβέστρος, ο οποίος σε συνεργασία με τον Ανδρέα Νικολαΐδη που έκανε τη θεατρική προσαρμογή πραγματοποίησαν τη σκηνική μεταφορά του κυπριακού «Μικρού πρίγκιπα». Στόχος του Ιάκωβου Χατζηπιερή ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, να μεταφερθεί το κείμενο σε μια απλή «κοινή» κυπριακή (πώς καθορίζονται τα όρια της «κοινής» κυπριακής;) και με όχημα τη γλώσσα να φέρει τον ήρωα της ιστορίας πιο κοντά μας, να κάνει την ιστορία του πιο οικεία. Αναμφισβήτητα, ο πρώτος στόχος επετεύχθη. Γλωσσολογικά, αλλά και λογοτεχνικά, ο Ιάκωβος Χατζηπιερής έκανε μια εξαιρετικά προσεγμένη δουλειά, στην οποία η διάλεκτος σέβεται απόλυτα το κείμενο χωρίς να ξεφεύγει σε υπερβολές, ενώ κατορθώνει να αναδείξει τα πολλαπλά επίπεδα της ιστορίας: τη συγκίνηση, την ποίηση, το χιούμορ, τους συμβολισμούς, τις μεταφορές, τα νοήματα πίσω από τις λέξεις. Για τον δεύτερο στόχο όμως, το εάν δηλαδή η ιστορία έγινε πιο οικεία είτε στους ανήλικους είτε στους ενήλικες θεατές, διατηρώ τις αμφιβολίες μου. Η σύνθετη αφηγηματική δομή της ιστορίας (αλλαγή στο πρόσωπο και στην εστίαση της αφήγησης, εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, πολλά πρόσωπα και χώροι) σε συνδυασμό με μια νοσταλγική μεν για τους ενήλικες, δυσνόητη δε για το μικρό, ηλικιακά, κοινό (ιδιαίτερα για τα μικρότερα των 5-6 ετών) κυπριακή διάλεκτο δυσχέραινε σε μεγάλο βαθμό την κατανόηση της ροής της ιστορίας. Ακόμη, όμως, και στο απόλυτα εξοικειωμένο τόσο με το κείμενο όσο και με τη διάλεκτο κοινό, το άκουσμα της κυπριακής σε μια ήδη εξαιρετικά οικεία ιστορία είχε, πιστεύω, το αντίθετο αποτέλεσμα. Ο λόγος υπερίσχυσε της ιστορίας καθιστώντας την, εν τέλει, ξένη και ανοίκεια. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ένιωθα να κινούμαι σε δύο διαφορετικά επίπεδα: πότε να εστιάζω στην επιλογή των λέξεων, να παρασύρομαι από τη μουσικότητά τους και να συγκρίνω αυτό που άκουγα με αυτό που υπήρχε ήδη καταγεγραμμένο στη μνήμη, και πότε να προσπαθώ να ξαναμπώ στη ροή της ιστορίας. Έχω την αίσθηση ότι η αναγνωρισιμότητα του «Μικρού πρίγκιπα» λειτούργησε εν τέλει αρνητικά, κρατώντας τον λόγο και την ιστορία σε απόσταση, σαν δυο παράλληλους πλανήτες που δεν συναντήθηκαν παρά λίγες μόνο στιγμές.
Στις στιγμές αυτές ως συνδετικοί κρίκοι λειτούργησαν η σκηνοθεσία του Κώστα Σιλβέστρου και η ερμηνεία που έδωσε ο Γιάννης Μίνως. Σε έναν μικρό σκηνικό χώρο στην υπέροχη ταράτσα του ARTos, την ώρα του ηλιοβασιλέματος, ξεδιπλώθηκε (με τις αναγκαίες περικοπές) η ιστορία του μικρού πρίγκιπα. Με κεντρικό σκηνικό ένα κουτί (Κωνσταντίνα Ανδρέου) από το οποίο ξεπηδούσαν με ευρηματικό τρόπο τα λίγα και λιτά αντικείμενα, αρκετά ωστόσο για να ενεργοποιήσουν με την αφαιρετικότητά τους τη φαντασία των παιδιών, ο Γιάννης Μίνως, ντυμένος ως αεροπόρος των αρχών του προηγούμενου αιώνα, με το χαρακτηριστικό μαντήλι στον λαιμό και ένα κίτρινο μπαλόνι σε μια γλάστρα για να συμβολίζει το ιδιαίτερό του «φκιόρο», ενσάρκωσε και ζωντάνεψε με αξιοθαύμαστη ενέργεια όλα τα έμψυχα όντα με τα οποία συναναστράφηκε ο μικρός πρίγκιπας: τον αφηγητή της ιστορίας, το λουλούδι, τους παράξενους ανθρώπους των πλανητών, την αλεπού, το φίδι. Αν και το γεγονός ότι ένας και μόνο ηθοποιός ενσάρκωνε όλους τους ρόλους δημιουργούσε μια δυσκολία στην κατανόηση και την εναλλαγή των χαρακτήρων, ιδιαίτερα στο πρώτο, πιο αφηγηματικό μέρος, η προσπάθεια, ωστόσο, εικονοποίησης της ιστορίας, η παντομίμα, η διαδραστικότητα, η κίνηση του ηθοποιού σε όλο τον χώρο που εκμηδένιζε την απόσταση με τα παιδιά, οι μουσικές παρεμβολές (δεν ξέρω πόσο «έδεσε» το κυπριακό τραγούδι, εκτελεσμένο ζωντανά από τον ηθοποιό, με την υπέροχη φωνή της Camille στο “Suis-moi” από το soundtrack της ταινίας “Le Petit Prince”) και κυρίως η ζωντάνια, η γλυκύτητα, το χιούμορ και η συγκίνηση που έδωσε στην ερμηνεία του ο Γιάννης Μίνως κατάφεραν να δημιουργήσουν, έστω και αποσπασματικά, το ταξίδι γνώσης και αυτογνωσίας του μικρού πρίγκιπα. Και όσο εμείς, οι «μεγάλοι», βλέπαμε την πικρή κατάληξη της ιστορίας με το φίδι να δαγκώνει τον πρίγκιπα και τον θάνατο να γίνεται το μέσο επιστροφής στον πλανήτη του, τα μικρά ήταν ακόμη απασχολημένα να παρακολουθούν το κίτρινο μπαλόνι να χάνεται στον ουρανό, ανάμεσα στα πουλιά και τα σύννεφα. Την ίδια, νομίζω, γλυκόπικρη γεύση θα μας άφηνε η ιστορία του μικρού αυτού αγοριού, όποια γλώσσα κι αν μιλούσε.