Παράθυρο logo
Ρυθμός, αρμονία, ακρίβεια και «ατύχημα»
Δημοσιεύθηκε 30.04.2018 09:14
Ρυθμός, αρμονία, ακρίβεια και «ατύχημα»

Ο Δημήτρης Παπάζογλου είναι ένας πολυβραβευμένος σχεδιαστής οπτικής επικοινωνίας που ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, αλλά το ταλέντο και η δουλειά του έχουν ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας του.

Το 2018, για τη νέα οπτική ταυτότητα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, ο Δημήτρης Παπάζογλου και η ομάδα του απέσπασαν το πρώτο βραβείο στην κατηγορία Γενικής Γραφιστικής, στα Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης (ΕΒΓΕ), ενώ για την αντίστοιχη οπτική ταυτότητα τιμήθηκε με το Χρυσό Βραβείο Γραφιστικής, καθώς και με το Αριστείο Τυπογραφίας. Μέρος του «φαινομένου» της Θεσσαλονίκης και της άνθησης της οπτικής επικοινωνίας στην ελληνική συμπρωτεύουσα, ο Δ. Παπάζογλου μίλησε στο «Π» για την εντυπωσιακή του πορεία εντός και εκτός συνόρων.

Σε σχετικά μικρή ηλικία, 27 ετών, γνώρισες την επιτυχία και την αναγνώριση της γραφιστικής κοινότητας καθώς έγινες ο νεαρότερος σχεδιαστής που κέρδισε τη διάκριση ΜΕΓΑ ΕΒΓΕ των Ελληνικών Βραβείων Γραφιστικής και Εικονογράφησης εν έτει 2004. Θεωρείς ότι η επιτυχία αυτή επηρέασε και, αν ναι, σε ποιο βαθμό τη μετέπειτα επαγγελματική αλλά και προσωπική σου πορεία;

Μπορώ με σιγουριά να πω πως δεν αποτέλεσε αφορμή για εφησυχασμό. Δεν σου κρύβω πως εκείνη την εποχή και, όπως είναι λογικό, λόγω του νεαρού της ηλικίας υποδέχτηκα τη συγκεκριμένη -ανέλπιστη- βράβευση με μεγάλη χαρά. Δυσκολεύομαι όμως να πω με σιγουριά ποια ήταν τα οφέλη. Σίγουρα ενίσχυσε το επαγγελματικό μου στίγμα στον χώρο, ταυτόχρονα όμως με την αυτοπεποίθησή μου και την τάση για συνεχή εξέλιξη. Άλλωστε η ανάγκη για διαρκή αναζήτηση, βελτίωση, παίδευση και ως εκ τούτου αυτοεκπαίδευση δεν έχει σταματήσει μέχρι και σήμερα να υπάρχει, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε βράβευση. Και ίσως αυτό να ήταν πάντα το ζητούμενό μου. Η γραφιστική για τον βιοπορισμό δεν ήταν ποτέ στην πραγματικότητα ο αυτοσκοπός.

Τα τελευταία 15 περίπου χρόνια, παρατηρούμε μια άνθηση του τομέα της οπτικής επικοινωνίας στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, με σημαντικούς σχεδιαστές και ομάδες που κατάφεραν να ξεφύγουν από τα στενά όρια της πατρίδας τους και να παρουσιάσουν αξιόλογο έργο στο εξωτερικό. Σε ποιους παράγοντες νομίζεις ότι οφείλεται η επιτυχία αυτή;

Υπάρχει ένα γενικότερο φαινόμενο σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη και δεν αφορά μόνο τον χώρο του design. Ιστορικά η Θεσσαλονίκη είχε μια πρωτοπορία σε πολλά ακόμη πράγματα, όπως η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και ποίηση, εδώ γεννήθηκαν τα πρώτα free presses, το μπάσκετ, ακόμα και το σκυλάδικο. Όσον αφορά όμως το design, η αλήθεια είναι πως η Θεσσαλονίκη, πάντα με βάση την κλίμακά της αλλά και ως πόλη της ευρύτερης περιφέρειας, είχε παραδοσιακά μια πολύ καλή σχολή σχεδιαστών όχι μόνο τα τελευταία 15 χρόνια, αλλά ακόμη και προ ΕΒΓΕ εποχής. Δεν είναι τυχαίο πως ξεχωρίζουν ακόμα για το έργο και την παρακαταθήκη που μας άφησαν σημαντικοί σχεδιαστές, όπως ο γκράφικερ Γιάννης Σβωρόνος, ο Στέργιος Δελιαλής, oι Αλέξης και Κώστας Πετρίδης -κοντά στους οποίους ενηλικιώθηκα ως σχεδιαστής- αλλά και πολλοί άλλοι. Συνέδρια και πρωτοβουλίες, όπως η διοργάνωση του Παγκόσμιου Συνεδρίου Τυπογραφίας και Οπτικής Επικοινωνίας με εμπνευστή τον Κλήμη Μαστορίδη και την ομάδα Altervision, συνέχισαν την παράδοση αυτή, ενώ μέσω των βραβεύσεων πολλών σχεδιαστών της γενιάς μου στα Ελληνικά Βραβεία Γραφιστικής και Εικονογράφησης [ΕΒΓΕ] η έντονη σχέση της Θεσσαλονίκης με το design ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρώ σήμερα τη Θεσσαλονίκη «Μέκκα των γραφιστών», αφού και στην Αθήνα διαπιστώνουμε τόσο εξαιρετική άνθηση του design όσο και ότι υπάρχουν σχεδιαστές και ομάδες με εξαιρετική παρουσία και πορεία στον χώρο, όπως ο Γιάννης Καρλόπουλος, η mousegraphics, η K2design, οι MnP, οι Typical Organization, οι Birthdays Design και πολλοί ακόμα. Όσον αφορά τη Θεσσαλονίκη, όμως, το μεγάλο στοίχημα παραμένει. Η διατήρηση, η στήριξη και η συνέχιση της κουλτούρας γύρω από την οπτική επικοινωνία και το design δεν θα έπρεπε να αφορούν μόνο ιδιωτικές πρωτοβουλίες, αλλά την ευρύτερη αρχή του δήμου. Γιατί η ιστορία έχει αποδείξει πως η Θεσσαλονίκη έχει την τάση να γεννά ιδέες και ανθρώπους, αλλά είναι παντελώς ανίκανη στο να το αναγνωρίζει, να το κεφαλαιοποιεί και, εν τέλει, να το διατηρεί προς όφελός της.

Φόρμα και λειτουργία: Προσπαθώ ο σχεδιαστικός μου προσανατολισμός να βασίζεται στη δύναμη της απλότητας που μέσω της αφαίρεσης υποστηρίζει και ενισχύει το εννοιολογικό φορτίο μιας εργασίας

 

Έχοντας και ο ίδιος συνεργαστεί με μεγάλα brands και εταιρείες του εξωτερικού, ποιες ομοιότητες και διαφορές θα εντόπιζες σε σχέση με την εγχώρια αγορά σε επίπεδο οργάνωσης και σε θέματα νοοτροπίας;

Ξέρεις, συχνά αντιμετωπίζουμε το «εξωτερικό» ως ένα ομοιογενές κράτος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα το κάθε πολυεθνικό brand και η κάθε εταιρεία έχουν τις δικές τους κατευθύνσεις και το δικό τους σύστημα οργάνωσης, οπότε θεωρώ πως θα ήταν άδικη μια τέτοια σύγκριση με την εγχώρια αγορά, η οποία εξ ορισμού είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Πρέπει όμως να σημειώσω πως ως ενεργός επαγγελματίας εδώ και δύο δεκαετίες βλέπω με μεγάλη μου χαρά ότι τα τελευταία χρόνια συντελείται μια σημαντική αλλαγή: Τόσο οι πολιτιστικοί θεσμοί όσο και ο ευρύτερος επιχειρηματικός κόσμος της Ελλάδας επιδεικνύουν μια ουσιαστική αναγνώριση της σημαντικότητας του design. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως το θεωρούν βασικό και αναπόσπαστο εργαλείο, προκειμένου να επιτύχουν την αποτελεσματική μετάδοση των μηνυμάτων τους και την επαφή τους με το κοινό. Παράλληλα, ως επαγγελματίες, είμαστε στην εξαιρετικά ευχάριστη -και καθόλου δεδομένη- θέση να διαπιστώνουμε θετικές αλλαγές και εξελίξεις και στα θέματα νοοτροπίας, αλλά και στον τρόπο οργάνωσης των εγχώριων εταιρειών και θεσμών.

Μέσα από τη δουλειά σου μπορεί κάποιος να διακρίνει στοιχεία και επιρροές από το μανιφέστο του Walter Gropius και τη Σχολή του Bauhaus. Ποια είναι η φιλοσοφία που σε εκφράζει σε σχέση με το design και ποιες είναι οι βασικές αρχές που ακολουθείς και χαρακτηρίζουν τις δημιουργίες σου;

Mε ενθουσιάζει η συνεχής διάδραση που μπορεί να διαπιστώσει κανείς ανάμεσα στη φόρμα και το περιεχόµενο. Ως πετυχημένη λύση σε ένα ζήτημα οπτικής επικοινωνίας θεωρώ εκείνην που καταφέρνει και συνοψίζει ταυτόχρονα τρεις διαφορετικές ανάγκες: την επιθυμία του πελάτη, την κατανόηση του κοινού και τη «ματιά» του σχεδιαστή. Κοινός παρονομαστής που γεφυρώνει αυτές τις τρεις καταστάσεις είναι η δημιουργία αλληλένδετων και ακλόνητων σχεδιαστικών και εννοιολογικών παραδοχών, τέτοιες ώστε να λειτουργούν συμπληρωματικά η μία προς την άλλη. Μιλώντας µε όρους αρχιτεκτονικής, θα μπορούσαµε να χαρακτηρίσουμε αυτή τη συνθήκη «συνεχή διάλογο ανάμεσα στη φόρμα και τη λειτουργία». Το περιεχόμενο ή η λειτουργία καθορίζουν τη φόρμα, η φόρμα µε τη σειρά της το περιεχόμενο κ.ο.κ. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα συνεχές δίπολο και στην ιδανική συνθήκη δεν μπορείς στο τέλος να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο. Ως προέκταση των παραπάνω, προσπαθώ ο σχεδιαστικός μου προσανατολισμός να βασίζεται στη δύναμη της απλότητας που μέσω της αφαίρεσης υποστηρίζει και ενισχύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το εννοιολογικό φορτίο μιας εργασίας. Δομικά στοιχεία αυτής της μεθοδολογίας σχεδιασμού αποτελούν ο ρυθμός, η αρμονία, η ακρίβεια, αλλά πολλές φορές και το «ατύχημα».

Χρώμα vs άσπρο-μαύρο. Ο σπουδαίος φωτογράφος του περασμένου αιώνα Ανρί Καρτιέρ-Μπρεσόν είχε πει κάποτε για το χρώμα ότι αποτελεί την άρνηση όλων των τρισδιάστατων αξιών της φωτογραφίας. Ποια είναι η δική σου άποψη σε σχέση πάντα με την οπτική επικοινωνία;

Θα επωφεληθώ της αναφοράς σου στον Μπρεσόν για να προσθέσω άλλη μια διατύπωση σχετικά με το χρώμα, επίσης από τον χώρο της φωτογραφίας. Είναι αυτή του Ουίλιαμ Έγκλεστον, ο οποίος το 1965 περίπου εισάγει πρώτος το χρώμα στη μέχρι τότε καλλιτεχνική ασπρόμαυρη φωτογραφία. Κατά τον ίδιο, η πράξη αυτή αφορούσε την ανάγκη να «περιγράψει» πολλά περισσότερα μέσα από τις εικόνες του. Νομίζω λοιπόν πως κάπου ανάμεσα στις διατυπώσεις αυτών των δύο κορυφαίων φωτογράφων βρίσκεται και η απάντηση στο ερώτημα. Η έντονη χρήση της ασπρόμαυρης παλέτας στη δουλειά μου δεν αποτελεί μια σχεδιαστική εμμονή. Το χρώμα ως ένα ακόμη εκφραστικό μέσο και ειδικά στον χώρο της οπτικής επικοινωνίας είναι αρκετό για να προκαλέσει επιπλέον νοηματικούς συνειρμούς και ως εκ τούτου θεωρώ πως η χρήση του θέλει προσοχή. Στις περιπτώσεις που το νοηματικό πλαίσιο μιας ιδέας περιγράφεται πλήρως μόνο με μαύρο και άσπρο, τότε προσπαθώ να μένω μόνο σε αυτά προκειμένου να αποφύγω οποιαδήποτε άλλη συνειρμική, και πολλές φορές προς λάθος κατεύθυνση, εντύπωση. Αν όμως έχω την ανάγκη να «περιγράψω» ακόμα περισσότερα, τότε υιοθετώ το ανάλογο χρώμα που βοηθάει προς την επιθυμητή κατεύθυνση.

Το 2017 κερδίσατε με τους συνεργάτες σας Γιώργο Ματθιόπουλο, Γιώργο Τριανταφυλλάκο και Axel Peemoeller τον διαγωνισμό για τον σχεδιασμό της οπτικής ταυτότητας της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Ποια ήταν η βασική ιδέα πίσω από την πρότασή σας;

Η επιλογή της σχεδιαστικής πρότασης της ομάδας μας στον πανελλήνιο διαγωνισμό για τον σχεδιασμό της οπτικής ταυτότητας της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος δεν αποτέλεσε μόνο μέγιστη τιμή, αλλά και μια τεράστια πρόκληση. Αφενός γιατί αρχικά είχαμε την τιμή να επιλεχθούμε στην τελική 5άδα και να δοκιμάσουμε τις ικανότητές μας συναγωνιζόμενοι κορυφαία σχήματα και συναδέλφους με εξαιρετική πορεία στον χώρο. Αφετέρου γιατί το συγκεκριμένο έργο χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό δυσκολίας, αφού η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος μέσα από τον θεσμικό της ρόλο δεν αφορά μόνο τη διαφύλαξη και τη διάδοση της πνευματικής παράδοσης της χώρας μας, αλλά επιπλέον συστήνεται από το πολυτιμότερο μωσαϊκό των ανθρώπων του τόπου μας.

Η βασική ιδέα πάνω στην οποία χτίστηκε το σύνολο του έργου αφορά την κατανόησή μας -και ως εκ τούτου τη θέση μας- για το τι είναι στην πραγματικότητα μια βιβλιοθήκη ως προς την οντότητά της, αναγνωρίζοντάς την τελικά ως ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα σε μια πληθώρα αντίρροπων δυνάμεων. Ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, το κλασικό και το μοντέρνο, το αναλογικό και το ψηφιακό, το εθνικό και το παγκόσμιο, το πραγματικό και το φανταστικό και ταυτόχρονα τη βιβλιοθήκη ως έναν τόπο σε μια κατάσταση διαρκώς αχρονική και ταυτόχρονα διαχρονική, έναν χώρο ενδοριακό.

Από εκεί και πέρα, όλες οι σχεδιαστικές μας επιλογές αφορούσαν τον τρόπο με τον οποίο θα εκφράζαμε καλύτερα την παραπάνω θέση, απαντώντας ταυτόχρονα στα πολλαπλά ζητήματα και τις ανάγκες επικοινωνίας που έθετε η ίδια η ΕΒΕ μέσα από την πρόσκληση ενδιαφέροντος. Επιπλέον, έχοντας στο μυαλό μας τόσο την πολυμορφία του περιεχομένου της βιβλιοθήκης όσο και τη διαχρονικότητα αυτού και θέλοντας παράλληλα να μην περιορίσουμε τους μελλοντικούς δυνητικούς σχεδιαστές μέσα σε μια σειρά αυστηρών κανόνων χρήσης μιας επικαιροποιημένης εικόνας, δημιουργήσαμε ένα οπτικό αλφάβητο και ένα οπτικό συντακτικό προτείνοντας στο τέλος ουσιαστικά όχι απλώς ένα μονοσήμαντο λογότυπο, αλλά μια πολλαπλών δυνατοτήτων εργαλειοθήκη οπτικού λόγου, ένα ανοιχτό σύστημα σχεδιασμού, ή αλλιώς οπτικής συγγραφής, που μπορεί να εξελίσσεται διαρκώς, όπως ακριβώς η ίδια η γλώσσα.

 


Ειδική έκδοση για τον ΠΑΟΚ



Η ομάδα του Δ. Παπάζογλου κέρδισε τον διαγωνισμό για τη νέα οπτική ταυτότητα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος.