Μεταξύ των πιο σημαντικών οικογενειών της Κύπρου κατά τη Φραγκοκρατία και κατά τους χρόνους της Βενετικής κυριαρχίας ήταν η οικογένεια Πίπη (Bibi). Ήδη από τα τέλη του 14ου με αρχές του 15ου αιώνα μαρτυρείται στις πηγές ότι μέλη της εν λόγω οικογένειας ήταν ήδη εγκατεστημένα στην Κύπρο.
Πρόκειται για μία οικογένεια της οποίας κάποια μέλη υπήρξαν φεουδάρχες, υπάλληλοι σε διοικητικές θέσεις, στρατιωτικοί κ.ά. Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για την ίδια οικογένεια είναι το γεγονός ότι με το όνομά της ήταν γνωστός, τουλάχιστον στους παρελθόντες αιώνες, ένας σημαντικός ναός της Λευκωσίας, γιατί προφανώς θα τον είχε ευεργετήσει ή κάποιο μέλος της ίσως να υπήρξε ο κτήτοράς του. Επιπρόσθετα από την ίδια οικογένεια των Πίπη καταγόταν ένας ορθόδοξος επίσκοπος Πάφου, ένας καπιτάνος Λεμεσού, αλλά και μία κυρία επί των τιμών στην Αυλή της βασίλισσας Αικατερίνης Κορνάρο, όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια.
Αρκετά μέλη της οικογένειας Πίπη ήταν γραμματείς ή νοτάριοι. Το 1411 σε μία πηγή αναφέρεται ένας Νικόλαος Πίπης, ο οποίος υπηρετούσε ως γραμματέας στην Αμμόχωστο και είχε πεθάνει πριν το 1411. Η οικογένεια Πίπη κατατάσσεται από τους ειδικούς στην ομάδα των ονομαζόμενων Λευκών Γενουατών που ζούσαν στην Κύπρο και είχαν απώτερη καταγωγή από τη Συρία. Το 1422 συναντάμε έναν Ιωάννη ο οποίος υπηρετούσε, επίσης, ως νοτάριος στη Λευκωσία. Ένας άλλος με το όνομα Θωμάς διορίστηκε νοτάριος Λευκωσίας το 1428. Ο Θωμάς Πίπης είχε σπουδάσει στην Πάδοβα από το 1418 έως το 1424 και σύμφωνα με τα στοιχεία του πανεπιστημίου ο πατέρας του ονομαζόταν Πέτρος. Το 1395 απαντά ένας Ιωάννης, γραμματέας στη βασιλική υπηρεσία. Το πιο σπουδαίο μέλος από την ίδια οικογένεια κατά τον 15ο αιώνα είναι ο προμνημονευθείς Θωμάς Πίπης. Είχε σταλεί το 1426 στο Κάιρο και το 1449 είχε μεταβεί ως εκπρόσωπος του βασιλιά στη Γένουα. Αδελφός του Θωμά αναφέρεται ένας Ιωάννης, που είχε πεθάνει το 1468. Γραμματέας επίσης του βασιλιά Ιακώβου Β' Lusignan μνημονεύεται το 1468 ένας Πέτρος Πίπης, υιός του Ιάκωβου. Ένας Ανδρέας Πίπης κατά την ίδια εποχή ήταν γραμματέας της βασιλικής καγκελαρίας και εισέπραττε εισοδήματα από τα χωριά Βάσα και Αυδήμου της Λεμεσού. Κατά τον 15ο αιώνα απαντούν στις πηγές, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω μέλη της οικογένειας Πίπη. Ένας Φίλιππος γιος του άρχοντα Θωμά, ένας Ιωάννης ο οποίος κατείχε έναν αμπελώνα γνωστό με το όνομα Αλακάτι κ.ά. Η οικογένεια Πίπη αναφέρεται έως την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου το 1570 και συνδέθηκε με επιγαμίες με τις πιο σπουδαίες τότε κυπριακές οικογένειες, όπως αυτές των Παλαιολόγων και Κωνστάντζο, με βενετικές οικογένειες πατρικίων όπως αυτή των Pesaro, αλλά και με αυτό τον ίδιο τον βασιλικό οίκο των Lusignan.
Ο καπιτάνος Λεμεσού και η κυρία επί των τιμών
Μία σημείωση σε χειρόγραφο μάς αποκάλυψε και έναν άγνωστο ορθόδοξο επίσκοπο Πάφου με καταγωγή από την οικογένεια Πίπη. Στο περιεχόμενο της σημείωσης αναφέρεται ότι έγινε σύναξη κατήχησης πιστών το 1435 στον ναό της Παναγίας της Έμπας από τον γέροντα άγιο Αρσένιο, στην οποία είχε παραστεί και ο επίσκοπος Πάφου Σάββας Πίπης. Γύρω στα 1504 η βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο αν και είχε ήδη παραδώσει το βασίλειο στη Γαληνοτάτη, ωστόσο είχε απευθύνει ένα αίτημα στον δόγη για να ευεργετηθεί ο σύζυγος μίας πάλαι ποτέ κυρίας επί των τιμών στην Αυλή της. Η κυρία αυτή επί των τιμών με το όνομα Μανταλένα είχε παντρευτεί τον Odet (ή και Audet) Πίπη και είχε ζητήσει τη μεσολάβηση της βασίλισσας, για να διοριστεί ο σύζυγός της καπιτάνος Λεμεσού, ώστε να ενισχυθεί η πολυμελής οικογένειά της. Το αξίωμα αυτό έγραφε η βασίλισσα προς τον δόγη παραχωρείτο σε Κύπριους και ο Odet Πίπης ήταν Κύπριος και πιστός υπήκοος τόσο της βασίλισσας όσο και του δόγη. Το ζεύγος είχε πέντε παιδιά και η βασίλισσα ζητούσε όπως ο Odet Πίπης διοριστεί για έξι χρόνια στο αξίωμα αυτό, μετά τη λήξη της θητείας του καπιτάνου Λεμεσού Νικόλαου Συγκλητικού. Το Συμβούλιο των Δέκα σεβάστηκε το αίτημα της βασίλισσας και διόρισε για έξι χρόνια, μετά τη λήξη της θητείας του καπιτάνου Λεμεσού στο αξίωμα αυτό τον σύζυγο της Μανταλένας Odet Πίπη. Ο σύζυγος της Μανταλένας πρέπει να ταυτιστεί με τον Audet Πίπη του οποίου το όνομα ήταν μεταξύ των Κυπρίων, που δεν κατείχαν φέουδα και οι βενετικές αρχές με απόφασή τους το 1491 τούς είχαν χορηγήσει ετήσιο επίδομα εξήντα δουκάτων.
Φιορέντζα Πίπη φεουδάρχισσα της Ελιάς
Ένας κλάδος των Παλαιολόγων οι οποίοι διατείνονταν ότι κατάγονταν από τον βυζαντινό αυτοκρατορικό οίκο εγκαταστάθηκαν στα τέλη του 15ου αιώνα στην Κύπρο. Πρώτος πρέπει να είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο ο πατέρας του φεουδάρχη Φίλιππου Γεωργάκη Παλαιολόγου, ο οποίος είχε νυμφευθεί με την Καρόλα Ποδοκάθαρου, μιας άλλης τότε σημαντικής κυπριακής οικογένειας. Ο Φίλιππος Γεωργάκης Παλαιολόγος νυμφεύθηκε τη Φιορέντζα Πίπη, που κατείχε ως προικώο φέουδο την Ελιά, στο διαμέρισμα της Κερύνειας. Οι γιοι του Φίλιππου Γεωργάκη Παλαιολόγου διέπρεψαν ως φεουδάρχες είτε ως κάτοχοι φέουδων είτε ως εκμισθωτές βαϊλάτων, αλλά και ως στρατιωτικοί. Ευεργετήθηκαν πολλαπλώς από τις βενετικές αρχές για τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στη Γαληνοτάτη. O εγγονός της Φιορέντζας Πίπη Παλαιολόγου, ιππότης Δημήτριος Παλαιολόγος είχε νυμφευθεί την Έλενα Lusignan, αδελφή του ιστορικού Στέφανου Lusignan του φραγκικού βασιλικού οίκου και έπεσε μαχόμενος κατά των Οθωμανών στην υπεράσπιση της Λευκωσίας το 1570.
Με το όνομα της οικογένειας Πίπη, τουλάχιστον κατά τη Φραγκοκρατία και Βενετοκρατία, αλλά και στους μετέπειτα αιώνες της Τουρκοκρατίας, μνημονεύεται η σπουδαία μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου ως επονομαζόμενη του Πίπη. Οι παλαιότερες αναφορές για τη μονή ανάγονται στον 14ο αιώνα, ωστόσο πιστεύεται ότι ιδρύθηκε τον 11ο ή και 12ο αιώνα και πολύ πιθανόν κτήτοράς του να ήταν κάποιο μέλος της οικογένειας Πίπη. Στις πηγές του 14ου αιώνα αναφέρονται γνωστά πρόσωπα της εποχής που είχαν ταφεί στην εν λόγω μονή, όπως το 1389 η σύζυγος του Ανδρέα Ταρτούζ ή το 1399 ο άρχοντας Τάτη τε Ράμες (Rames). O Στέφανος Lusignan την αναφέρει ως μια από τις τέσσερις ανδρώες ορθόδοξες μονές της Λευκωσίας. Στην ίδια μονή υπηρέτησε ως ιερέας ο Θεoφάνης Λογαράς, που είχε διαπρέψει στη Βενετία ως διορθωτής και επιμελητής εκκλησιαστικών βιβλίων και ηγούμενός της υπήρξε ο Λεόντιος Φιλόπονος Ευστράτιος από το Κοιλάνι, που πέθανε το 1591 στην ίδια μονή μόλις τριάντα πέντε χρόνων. Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Πίπη λειτουργούσε μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα και το 1730 η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Πίπη έγινε καθεδρικός ναός και τα κτήρια της μονής μετατράπηκαν σε αρχιεπισκοπικό μέγαρο.
Το επίθετο Πίπη φέρει έως σήμερα οικογένεια με καταγωγή από το Αργάκι Μόρφου και ασφαλώς δεν μπορεί να μην σχετίζεται με τη μεσαιωνική οικογένεια Πίπη της Κύπρου. Εν κατακλείδι η μεσαιωνική οικογένεια Πίπη με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, και τα οποία εν πολλοίς βασίζονται σε αρχειακό υλικό, καταδεικνύουν τη σπουδαιότητά της στη συγκεκριμένη εποχή.