Σηκώνω ψηλά τη μαγκούρα μου και την κατεβάζω με δύναμη στο κεφάλι του Χάρου. Είσαι αχρείος, φωνάζω στεντόρεια. Φύγανε πολλοί φίλοι τον τελευταίο καιρό…
Φύγανε πολλοί φίλοι τον τελευταίο καιρό, άλλοι στενοί, άλλοι μακρινοί. Μπάρκαραν χωρίς ναυτικό φυλλάδιο στο πλοιάριο του φιλάργυρου βαρκάρη, όρθιοι, στριμωγμένοι μεταξύ γνωστών κι αγνώστων, με τον οβολό να λαμπυρίζει άλλοτε κάτω από τη γλώσσα, άλλοτε σφιχτά στη δεξιά παλάμη. Με παντοτινή συντροφιά τα δώρα των ζωντανών, μελλοντικά κτερίσματα αρχαιολογίας, ένα στυλό, ένα πινέλο, ένα βιβλίο και στα κρυφά -για ορισμένους εκλεπτυσμένα «άτακτους»- ένα μπουκάλι ουίσκι, ένα άρωμα ή ένα φωτογραφικό γυμνό. Καλό τους ταξίδι.
Βαλαωρίτης, Τάκης, Λιβάνης, Σπυριδάκης, Μαχαιρίτσας, και τελευταία, όλο φρεσκάδα, στα τριάντα της, η Αλεξάνδρα Νάκου.
Πόσο γελοίος είσαι θάνατε, και πόσο μασκαράς.
Φωνάζει ο Χάροντας στον Μένιππο που ταξίδεψε με τη βάρκα του και θέλει να βγει στην όχθη χωρίς να πληρώσει:*
Χ: Παλιοτόμαρο, πλήρωσέ μου τα ναύλα σου!
Μ: Φώναζε όσο θέλεις, αν σ᾽ αρέσει!
Χ: Πλήρωσε, σου λέω, που σε πέρασα από τη λίμνη!
Μ: Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος.
Χ: Υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει έστω και έναν οβολό;
Μ: Αν υπάρχει κι άλλος, δεν ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.
Χ: Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω κάθαρμα, αν δεν πληρώσεις!
Μ: Κι εγώ με τη μαγκούρα μου θα σου σπάσω το κεφάλι!
Σηκώνω ψηλά τη μαγκούρα μου και την κατεβάζω με δύναμη στο κεφάλι του Χάρου. Είσαι αχρείος, φωνάζω στεντόρεια. Αφήνεις να επιζούν σαν χελώνες αιωνόβιες οι σουλτάνοι, οι στρατηγοί, οι βασανιστές και οι δολοφόνοι, οι βδέλλες απατεώνες κι όλος αυτός ο συρφετός που τυραννάει την ανθρωπότητα χιλιάδες χρόνια. Είσαι ένα ψοφίμι, ένας κιοτής που κρύβεται πίσω από την πλάτη του κάθε αδιάφορου θεού, ζητώντας λιβάνισμα κι επιβράβευση. Δεν σε φοβάμαι, ποτέ δεν φοβήθηκα τους δειλούς, κι όταν έρθει η ώρα που θα κοιταχτούμε κατάματα, θα πρέπει εσύ να λογοδοτήσεις σε μένα, κι όχι εγώ σε σένα. Και θα κριθείς. Εσύ κι όλοι οι δαίμονες που κρύβονται στη σκοτεινή ύλη του Σύμπαντος. Για την αδιαφορία, την αδικία, την αναλγησία σας.
Χ: Βρε Ερμή, από πού μας τον έφερες αυτόν τον σκύλο; Τι λόγια έλεγε στο ταξίδι! Κορόιδευε και περιγελούσε όλους τους επιβάτες, κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε όταν εκείνοι έκλαιγαν!
Ε: Μα δεν ξέρεις, Χάρων, ποιον κουβάλησες με τη βάρκα σου; Έναν άνθρωπο αληθινά ελεύθερο. Αυτός δεν νοιάζεται για τίποτε. Είναι ο Μένιππος!
Χ: Αχ, αν σε ξανάβρω κάποτε...
Μ: Αν με ξανάβρεις!... Μα δεν πρόκειται να με πετύχεις για δεύτερη φορά!
Δεν υπάρχει δεύτερη φορά στη ζωή, ούτε δεύτερη ευκαιρία. Η επανάληψη υφίσταται μόνο ως επινόηση ανθρώπινη. Το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως κι αντίστροφα, είναι αστραπιαίο, η παραμονή μας στη ζωή χρονικά ανύπαρκτη, ενώ τα μεγαλόπνοα έργα μας μοιάζουν με σχέδια εφήμερα σε μαλακό χώμα, λίγο πριν βρέξει. Τα διδάγματα γίνονται αντιληπτά μόνο όταν οι δάσκαλοι χαθούν, όταν η φυσική τους παρουσία μετατραπεί σε αμετάκλητη σκοτεινή απουσία. Τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική ανθρώπινη μνήμη, το περίγραμμα της σκιάς των υπάρξεων διαρκεί περισσότερο από την εικόνα της μορφής τους. Οι συνέπειες των γεγονότων λησμονούνται από τη μια γενιά στην άλλη, μετατρέποντας τη Μνήμη σε ρεζερβουάρ σκιών και την Ιστορία σε φθαρμένο κόσκινο που ορισμένοι αγωνίζονται -συχνά άναυλα- να διορθώσουν τις χαλασμένες του τρύπες.
Χ: Δεν ήξερες ότι έπρεπε να φέρεις τα ναύλα σου μαζί σου;
Μ: Το ήξερα, αλλά δεν είχα. Κι ύστερα; Έπρεπε γι᾽ αυτό να μην πεθάνω;
Χ: Εσύ μόνο, λοιπόν, θα καυχιέσαι πως πέρασες τζάμπα;
Μ: Καθόλου τζάμπα, φίλε μου. Και νερό από τη βάρκα έβγαλα, και κουπί τράβηξα και, στο κάτω-κάτω, ήμουν ο μόνος από τους επιβάτες που δεν έκλαιγα!
Χ: Αυτά δεν είναι πληρωμή. Πρέπει να δώσεις τον οβολό, είναι νόμος. Δεν γίνεται αλλιώς.
Μ. Τότε ξαναγύρισέ με στη ζωή.
Χ: Αστείος που είσαι! Για να με ταράξει στο ξύλο ο Αιακός;
Μ: Άσε με ήσυχο λοιπόν!
Ονομάσαμε το τυχαίο Μοίρα και την αδράνεια απέναντι στη ζωή τη δεχτήκαμε ως μοιρολατρία. Κάπου διάβασα: «...Όταν ένας σπόρος ταξιδεύει εγκλωβισμένος στο στομάχι κάποιου πουλιού ή τετράποδου, η διαιώνιση του είδους του στο βασίλειο της χλωρίδας εξαρτάται από την μορφολογία του εδάφους κατά τη στιγμή της ενεργοποίησης του παχέος εντέρου του ζώου. Η μοίρα δεν τον γεννάει τον άνθρωπο, τον αποπατεί όπου της έρθει και στο σημείο που έπεσε τυχαία ο καθένας μας, προσπαθεί να ριζώσει: στην οικογένεια, το χωριό, την πόλη, τη χώρα όπου αποπατήθηκε, ανάλογα το είδος και το μέγεθός του. Πάντα μόνος, σαν τον σπόρο στη λάσπη των κοπράνων. Μέχρι τον θάνατο. Τα ρέστα ζητήστε τα απ’ τον Θεό».
Όταν ο Μένιππος έφτασε στον Άδη, οι πρώην σουλτάνοι με επικεφαλής τον Κροίσο δυσανασχέτησαν από το φέρσιμό του και τον κατήγγειλαν στον Πλούτωνα:
Κ: Δεν τον αντέχουμε, Πλούτωνα, αυτόν εδώ τον Μένιππο τον κυνικό να είναι εγκατεστημένος κοντά μας. Συνεπώς, ή εκείνον να τον μετακινήσεις κάπου αλλού ή εμείς θα μετακομίσουμε σε άλλον τόπο.
Π: Και τι κακό σας κάνει, αφού είναι κι αυτός συνάδελφος νεκρός;
Κ: Κάθε φορά που εμείς θρηνούμε και στενάζουμε, καθώς θυμόμαστε όσα είχαμε επάνω, ο Μίδας το χρυσάφι του, ο Σαρδανάπαλος τη μεγάλη του πολυτέλεια και εγώ ο Κροίσος τους θησαυρούς μου, μας περιγελά και μας εξυβρίζει αποκαλώντας μας τιποτένιους δούλους και καθάρματα, και μερικές φορές μάλιστα τραγουδώντας ταράζει τους θρήνους μας, και γενικά είναι ανυπόφορος.
Π: Τι είναι αυτά που λένε, Μένιππε;
Μ: Αλήθεια είναι, Πλούτωνα. Τους μισώ, επειδή είναι αναξιοπρεπείς και απαίσιοι, και δεν τους φτάνει που έζησαν με κακοήθεια, αλλά και τώρα, πεθαμένοι, ακόμη θυμούνται κι έχουνε σφιχταγκαλιάσει τα επάνω. Χαίρομαι, λοιπόν, να τους στενοχωρώ...
Ο Μένιππος ήταν Έλληνας Κυνικός φιλόσοφος, που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ. Καταγόταν από τα Γάδαρα, το σημερινό Ουμ Καΐς της Ιορδανίας και ήταν στην καταγωγή δούλος. Κερδίζοντας χρήματα, κατάφερε να εξαγοράσει δικαιώματα ελεύθερου πολίτη στη Θήβα. Οι δεκατρείς τόμοι των γραπτών του χάθηκαν όπως (συμπτωματικά;) χάθηκαν πολλά έργα αμφισβήτησης της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας. Για το λογοτεχνικό του ύφος μπορούμε να αποκτήσουμε μια ιδέα από συγγραφείς που επηρέασε, όπως ο Βάρρων, ο Σενέκας, κι ο Λουκιανός.
Μ: Αλαζονεία ήταν εκείνα που κάνατε εσείς, που είχατε την αξίωση να σας προσκυνάνε και εκμεταλλευόσασταν ελεύθερους ανθρώπους, και ούτε που σας περνούσε καθόλου από το μυαλό ο θάνατος. Τώρα, λοιπόν, θα θρηνείτε, μια και όλα εκείνα τα στερηθήκατε. Κι όσο εσείς θα κλαίγεστε, εγώ θα συνοδεύω τα κλαψουρίσματά σας με τραγούδι, παρεμβάλλοντας συχνά το «γνώθι σ ‘αυτόν».
*Λουκιανός, Νεκρικοί Διάλογοι. εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1967. μετάφραση Π. Μουλλά.
Τα πρόσωπα των διαλόγων:
Χ= Χάρων
Μ= Μένιππος
Ε= Ερμής
Π= Πλούτων
Κ= Κροίσος
Εικόνα: Αττική λήκυθος του 5ου αι. π.Χ. Ερμής Ψυχοπομπός και Χάρων στη βάρκα του. Ο Χάρων φορά καπέλο «εργασίας» και κοντό χιτώνα των χειρωνάκτων με ελεύθερο τον ένα ώμο (εξωμίδα), για να μην εμποδίζονται οι κινήσεις του στην κωπηλασία. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.Λεπτομέρεια
