Πρόσοψη

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 23.11.2020

Συγγραφέας:Κώστας Μαννούρης


Σκηνοθεσία:Μάριος Μεττής

Παραγωγή:ΘΟΚ, Νέα Σκηνή

Σταθερά παρών στο θεατρικό γίγνεσθαι του τόπου, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ξεκίνησε τη φετινή, δύσκολη ομολογουμένως και υπό αντίξοες συνθήκες λειτουργίας (προβών και παραστάσεων), θεατρική σεζόν, μέσα από επαναλήψεις αλλά και νέες θεατρικές παραγωγές: με την επανάληψη του ιδιαίτερα επιτυχημένου «170 τετραγωνικά (Moonwalk)» του Γιωργή Τσουρή στη Νέα Σκηνή, τη μεταφορά του επίσης επιτυχημένου «Πράγματα δικά μου αληθινά» του Άντριου Μπόβελ στην Κεντρική Σκηνή, την ανάθεση της παιδικής σκηνής στον Κώστα Σιλβέστρο με την παράσταση «Αριστοφάνης τόσος δα!» και την εύστοχη απόφαση να συνεχιστούν στις Αποθήκες οι ανολοκλήρωτες και βαρύνουσας σημασίας για την ανάπτυξη του εφηβικού θεάτρου δράσεις, με τίτλο «Νέος σε έρημο νησί». Οι δράσεις εγκαινιάστηκαν με την από τον περασμένο Μάρτιο αναβληθείσα πρεμιέρα του, βασισμένου σε πραγματικές ιστορίες παιδιών-στρατιωτών, έργου της Σουζάν Λεμπό  «Ήχος από κόκκαλα που σπάνε», το οποίο βρήκε τη σκηνική του πραγμάτωση μέσα από την σφιχτοδεμένη και πολυεπίπεδη σκηνοθεσία του Γιάννη Καραούλη, τις εύστοχες ερμηνείες της Μικαέλλας Θεοδουλίδου και Τάριελ Μπερίτζε, και την εξαιρετική ερμηνεία της Ελένης Μολέσκη στον ρόλο της νοσοκόμας, ενώ συνεχίζονται με την επανάληψη του συγκλονιστικού έργου «Το παράδειγμα του δόκτορα Κόρτσακ» του Ντέιβιντ Γκρεγκ.

Η ρεπερτοριακή πολιτική του οργανισμού ολοκληρώνεται, για την ιδιαίτερη αυτή χρονιά, με μια ανατροπή: μία κωμωδία και μάλιστα μέσα από απευθείας ανάθεση για νέο έργο σε έναν Κύπριο συγγραφέα. Ο Κώστας Μαννούρης αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εγχώριες συγγραφικές δυνάμεις και η τόσο ιδιαίτερη και αναγνωρίσιμη, πια, γραφή του έχουν δημιουργήσει μια σταθερή και πολυετή σχέση με το θεατρικό (και μη) κοινό του τόπου. Έτσι, η απόφαση να ασχοληθεί, αυτή τη φορά, με ένα αμιγώς κωμικό θεατρικό έργο με θέμα τη σύγχρονη κυπριακή οικογένεια δημιούργησε, αναμφίβολα, μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες ενισχύθηκαν μέσα από την απόφαση τη σκηνοθεσία να αναλάβει ο Μάριος Μεττής, ένας σκηνοθέτης με ιδιαίτερη και έμφυτη αίσθηση του σκηνικού (και όχι μόνο)  χιούμορ.

Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, η πρώτη ύλη του έργου με τον συμβολικό τίτλο «Πρόσοψη», προέρχεται από το μυθιστόρημα «Μπουκιά και συχώριο» και τρεις προϋπάρχουσες ηρωίδες οι οποίες εδώ μετασχηματίζονται σε καλοδουλεμένους θεατρικούς χαρακτήρες: η Άννα-κόρη, η Σοφία-μητέρα και η Βηθλεέμ-γιαγιά. Τρεις διαφορετικές γενιές, «τρεις γυναίκες με συγκλίνον DNA και αποκλίνουσες προσδοκίες» αλλά κοινό στόχο μια καλύτερη ζωή δίπλα σε ένα «έτερο» σώμα, οδηγούνται μέσα από συγκρούσεις και αποκαλύψεις στην αλληλοκατανόηση και την αποδοχή. Οι συγγραφικές συγκρούσεις εντείνονται σκηνικά μέσα από την εύστοχη απόφαση του Μάριου Μεττή να περιορίσει τη δράση μέσα στον χώρο μιας μικροσκοπικής κουζίνας. Το ευφυές και πρωταγωνιστικής σημασίας σκηνικό της Λύδιας Μανδρίδου κινείται σε δύο διαφορετικά επίπεδα, όπως και το ίδιο το έργο: ενώ απεικονίζει μια απολύτως λειτουργική και ρεαλιστική κουζίνα, το περίγραμμά της τοποθετείται αφαιρετικά σε έναν κενό χώρο ο οποίος αποκόπτει το σπίτι από τον περίγυρό του. Ο «έξω» χώρος μεταμορφώνεται ανά πάσα στιγμή σε οποιονδήποτε άλλο χώρο απαιτεί το έργο. Το ορατό στον θεατή βάθος της σκηνής καταλήγει σε μία λευκή, αφαιρετική πρόσοψη σπιτιού, η οποία αν αρχικά μοιάζει αχρείαστη, στην πορεία θα σηματοδοτήσει, μέσα από τη συμβολική πτώση της, τη σταδιακή αποκάλυψη ανείπωτων μυστικών που κρύβονται για χρόνια πίσω από κλειστές πόρτες. Την αφορμή για τις αποκαλύψεις θα πυροδοτήσει η έλευση ενός άνεργου καλλιτέχνη ο οποίος για να κερδίσει τα προς το ζην ζωγραφίζει προσόψεις σπιτιών και τις πουλάει στους ιδιοκτήτες τους. Μέσα σε μια στενάχωρη κουζίνα με καφέδες, πιατάκια με κέικ και μήλα, ξεσκονιστήρια, ένα ψυγείο που ανοιγοκλείνει ασταμάτητα και μια φρουτιέρα που πηγαινοέρχεται πάνω στο τραπέζι-πεδίο μάχης σηματοδοτώντας την επιθυμία για κυριαρχία στο σπίτι, στριμώχνονται τέσσερις ζωές και ένα ανδρείκελο· οι συγκρούσεις τους είναι αναπόφευκτες και οι αποκαλύψεις καταιγιστικές.

Η σύλληψη, συγγραφική και σκηνοθετική, μοιάζει να είναι ευφυής. Μέχρι την πρώτη αποκάλυψη ο θεατής παρακολουθεί ένα σύνθετο συγγραφικό οικοδόμημα το οποίο προκύπτει μέσα από υποδόριο χιούμορ, γρήγορη στιχομυθία, έξυπνες και εύστοχες ατάκες και έναν εξαιρετικό ρυθμό ο οποίος εξασφαλίζεται μέσα από την καίρια σκηνική ματιά του Μάριου Μεττή. Οι προσεκτικά δομημένοι διάλογοι αφήνουν με ανεπιτήδευτο τρόπο να χτιστούν σταδιακά οι χαρακτήρες και να καταστούν αναγνωρίσιμοι και υπαρκτοί μέσα από θέματα οικεία και συλλογικά: ανεργία, μοναξιά, προδοσία, έρωτας, κοινωνική πίεση, φθορά του χρόνου, συγχώρεση, αποδοχή. Το κωμικό περίβλημα δεν στερεί, αντιθέτως βοηθά στην αποκάλυψη του ψυχικού βάθους των χαρακτήρων, ενώ ο «βιολόγος» Κώστας Μαννούρης δείχνει να μπορεί να πραγματοποιήσει την ανατομία των ηρώων του ακόμη και σε ένα καθαρά ρεαλιστικό, για το πρώτο μέρος τουλάχιστον, έργο. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα ήταν εφικτό, πρωτίστως χωρίς την εξαιρετική ερμηνεία της Έρικας Μπεγιέτη στον ρόλο της Σοφίας (μητέρας), η οποία σηκώνει όλο το υποκριτικό βάρος καθορίζοντας τον ρυθμό της παράστασης. Στον ρυθμό αυτό «αναγκάζονται» να κινηθούν και να ακολουθήσουν ο Σάββας Μενοίκου ο οποίος δίνει εύστοχα τις στιγμές αμηχανίας που του προκαλούν οι οικογενειακές συγκρούσεις, η Μαρύλια Γιαλλουρίδου η οποία δημιουργεί πειστικά το νέο κορίτσι που είναι αποφασισμένο να διεκδικήσει τη ζωή του επαναστατώντας στην οικογενειακή και κοινωνική πίεση και η Όλγα Ποταμίτου η οποία εκμεταλλεύεται με επιτυχία την εμπειρία της στην «ατάκα» για να δημιουργήσει την κοκέτα Αθηναία γιαγιά.

Και τότε, ξαφνικά, έρχεται η αλλαγή. Οι μάσκες και οι προσόψεις καταρρέουν, μαζί και όλο το προηγούμενο οικοδόμημα του έργου. Ο ρεαλισμός εγκαταλείπεται και δίνει τη θέση του σε μια αναίτια αποκόλληση από την πραγματικότητα, σε έναν παροξυσμό υπερβολικών και μη πειστικών αποκαλύψεων, σε εύκολες, αδικαιολόγητες, σχεδόν τηλεοπτικές αποδοχές και συμφιλιώσεις που επέρχονται ταχύτατα μέσα από την παραγγελία μιας πίτσας και τη συνειδητοποίηση της γονιδιακής «μάχης της φρουτιέρας», για να καταλήξουν πανηγυρικά, εν μέσω κομφετί, φτερά αγγέλων, ντισκομπάλας  και Pink Martini, σε ένα τέλος που μοιάζει να μένει μετέωρο, όπως, εν τέλει, και ο θεατής. Οι γρήγορες ατάκες δίνουν τη θέση τους σε μονολόγους που υπονομεύουν υποκριτικά τους ηθοποιούς και αποδυναμώνουν τους τόσο καλά δομημένους, μέχρι τότε, χαρακτήρες: η Έρικα Μπεγιέτη χάνει το οξύ χιούμορ της, η Όλγα Ποταμίτου λυγίζει κάτω από το βαρύ φορτίο που καλείται να σηκώσει έξω από το γνώριμο υποκριτικό της πεδίο, ενώ ο Σάββας Μενοίκου και η Μαρύλια Γιαλλουρίδου αναγκάζονται σε αρκετές στιγμές αμήχανης σιωπής. Το έργο δείχνει πια να έχει χωριστεί σε δύο μέρη τα οποία μένουν ασύνδετα, αφήνοντας την αίσθηση ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστά έργα τα οποία, το ένα έχει αποκολληθεί από το τέλος του και το άλλο από την αρχή του. Έτσι, ο θεατής, αδυνατώντας να βρει τη συνέχεια στο δυναμικό, σε όλα ανεξαιρέτως τα επίπεδα, πρώτο μέρος της παράστασης, αφήνεται στην ελαφρότητα του pop/επιθεωρησιακού τέλους, χειροκροτάει, γελάει, σιγοτραγουδάει το εξαίρετα εκτελεσμένο από τη Μαρύλια Γιαλλουρίδου “Una Notte a Napoli” και, αναμφισβήτητα, περνάει καλά. Συνειδητοποιώντας, ταυτόχρονα, ότι από ένα σημείο και έπειτα, το έργο δεν τον αφορά.

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;