Γράφει ο Γιάννης Πάζουρος
Αν είναι μία περίοδος κατά την οποία η Κύπρος προσπάθησε να αποκτήσει μία δική της ταυτότητα είναι τα πρώτα χρόνια μετά το ‘60. Σε αυτό το πλαίσιο γεννήθηκε και ένα αρχιτεκτονικό κίνημα που εμπνεύστηκε από τον αέρα αλλαγής που έφερνε η Ανεξαρτησία. Με υλικά σύγχρονα για την εποχή αλλά ταυτόχρονα άγνωστα στους Κύπριους τεχνίτες, οι τότε αρχιτέκτονες έφεραν νέες ιδέες, όχι μόνο σε επίπεδο σχεδιασμού αλλά και υλοποίησης των έργων τους.
Ο κυπριακός μοντερνισμός δεν «γεννήθηκε» με αυτοσκοπό να δώσει μία νέα, ξεχωριστή ταυτότητα στην κυπριακή αρχιτεκτονική. Ήταν απότοκο μίας κοινωνίας που ήθελε να αλλάξει, να προχωρήσει και να εφαρμόσει στη μικρή Κύπρο τις τάσεις της εποχής από το εξωτερικό, προσαρμοσμένες στο κυπριακό γίγνεσθαι. Ήταν το σύνολο των επιρροών ταλαντούχων ανθρώπων που σπούδασαν στο εξωτερικό και ήθελαν να συμβάλουν καθοριστικά στη δημιουργία μιας «νέας Κύπρου».
Αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα
Έτσι, όταν το 1960 ανατέθηκε από τον Δήμο Λεμεσού στον αρχιτέκτονα Φοίβο Πολυδωρίδη ο σχεδιασμός ενός τουριστικού περιπτέρου εντός του Δημόσιου Κήπου της πόλης με ποικίλες χρήσεις, κυρίως για να εξελιχθεί σε εκθεσιακό χώρο την πολύ σημαντική περίοδο της Γιορτής του Κρασιού, το κτήριο που εμπνεύστηκε έμελλε να είναι σήμερα ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα του κυπριακού μοντερνισμού.
Την προηγούμενη Κυριακή, ο Δήμος Λεμεσού πραγματοποίησε μία συμβολική εκδήλωση έξω από το τουριστικό περίπτερο, φροντίζοντας να φωταγωγηθεί το κτήριο μετά από χρόνια, σηματοδοτώντας την ανάγκη να αναδειχθεί ξανά. Πριν από μερικούς μήνες, το κτήριο κηρύχθηκε διατηρητέο και πλέον εναπόκειται στον Δήμο Λεμεσού να το αποκαταστήσει και να το επαναφέρει ξανά σε λειτουργική κατάσταση, συνδέοντας το παρελθόν με το σήμερα.
Το εστιατόριο του Ψαρά
Στην εν λόγω εκδήλωση μίλησε ο αρχιτέκτονας Αλέξης Παπαδόπουλος. Κάνοντας αρχικά μία σύντομη αναδρομή, ανέφερε πως το κτήριο, όταν πλέον έπαψε να λειτουργεί ως τουριστικό περίπτερο, μετεξελίχθηκε σε εστιατόριο με την ονομασία Tourist Pavilion το 1971. Ο ιδιοκτήτης του, Νίκος Ψαράς, τα βράδια σέρβιρε μεζέδες μετά συνοδεία μουσικής. Το εστιατόριο διέθετε μεγάλη πίστα χορού τόσο εντός όσο και στον εξωτερικό χώρο. Η πελατεία που συγκέντρωνε προερχόταν από όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Το εστιατόριο του Ψαρά λειτούργησε μέχρι και το 1996.
Φοίβος Πολυδωρίδης
«Ναι μεν οι νέες κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες της εποχής επέτρεπαν αλλαγή της αρχιτεκτονικής σκέψης, όμως οι άνθρωποι αφέθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις δεξιότητες του αρχιτέκτονα, για να οδηγηθούν σε έναν νέο τρόπο ζωής, όπως τον ξέρουμε σήμερα», εξήγησε εν συνεχεία ο κ. Παπαδόπουλος, παραθέτοντας το πλαίσιο της δεκαετίας του ‘60. Στο ίδιο πλαίσιο λειτούργησε και ο αρχιτέκτονας Φοίβος Πολυδωρίδης: «Σε ένα περιβάλλον όπου η έλλειψη υλικών και μέσων απαιτούσε από τον ίδιο όχι μόνο να σχεδιάζει αλλά και να βρίσκει τρόπους να υλοποιεί τις εμπνεύσεις του». Προσθέτοντας ότι ο Πολυδωρίδης ξεχώριζε γιατί «είχε εφευρετικότητα και πειραματιζόταν αφού υπήρχε η ανάγκη του αυτοσχεδιασμού. Αυτή η τριβή με το μαστόρεμα διεύρυνε τη δημιουργικότητά του και επέτρεψε λεπτομέρειες και κατασκευές που σήμερα δεν βλέπουμε, εφόσον η κατασκευαστική διαδικασία έχει τυποποιηθεί στον μεγαλύτερο βαθμό». Έφερε ως παράδειγμα τη σκάλα του σπιτιού του Πολυδωρίδη που, για να δημιουργήσει την αίσθηση ενός ουράνιου στοιχείου, πρόσθεσε ρύζι στο μείγμα της γαλάζιας μπογιάς και το εκτόξευσε με μηχανή spritz στον τοίχο. Αφού το ρύζι κόλλησε, έξυσε τον τοίχο κι έτσι έμειναν άσπρα στίγματα πάνω στη γαλάζια επιφάνεια, αποτέλεσμα που άντεξε στον χρόνο και διατηρήθηκε μέχρι πρόσφατα.
Το Περίπτερο του Κήπου
Για τον Αλέξη Παπαδόπουλο το Περίπτερο του Κήπου «ήταν ένας άθλος», σημειώνοντας ότι, ακόμα και με τα εργαλεία σχεδιασμού και υλοποίησης που υπάρχουν σήμερα, είναι μία πρόκληση η κατασκευή του. «Ο αρχιτέκτονας έχει σχεδιάσει δύο οριζόντιες πλάκες να αιωρούνται πάνω από το έδαφος και το νερό. Οι δύο πλάκες είναι σε σχήμα χάλκινου τάλαντου και ανάμεσά τους ένα συνεχόμενο υαλοστάσιο περιμετρικά υλοποιεί την απόλυτη οπτική σύνδεση του μέσα με το έξω. Η σύνθεση στεφανώνεται με την αριστουργηματική κυρτή οροφή η οποία είναι ασύμμετρη, οδηγεί το νερό της βροχής σ’ ένα σημείο στο εσωτερικό και το μαζεύει σε μια νησίδα με ανθώνα. Με το σχήμα της φέρνει το φως μέσα στο κτήριο από ψηλά και αυτή μοιάζει να αιωρείται, να αμφισβητεί τη βαρύτητα».
Όπως εξηγεί, μέσα από τα χρόνια και τις αλλαγές στη χρήση το κτήριο έχει υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις στην αρχιτεκτονική του, με πιο σημαντικές την αφαίρεση του υαλοστασίου. Ως μία ακόμα αλλοίωση αναφέρει τις κυβικές βάσεις μέσα στην τεχνητή λίμνη και την υπερύψωση του δαπέδου εξωτερικά, κάτι που, όπως εξηγεί, «αλλοιώνει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αιώρηση του κτηρίου. Σύμφωνα με τον ίδιο, η φθορά από τον χρόνο και η εγκατάλειψη του κτηρίου καθιστούν σήμερα εξαιρετικά επείγουσα την ανάγκη αποκατάστασής του.
Η αξία των διατηρητέων
Όπως επισημαίνει, «καθώς η Λεμεσός ταλαντεύεται ανάμεσα στην ανάπτυξη και στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της, η στάση του Φοίβου μάς καλεί να σκεφτούμε: Πώς σεβόμαστε το τοπικό και το ανθρώπινο σε μια πόλη που αλλάζει με τους όρους της αγοράς; Οι μεγάλες αλλαγές που γνώρισαν οι ευρωπαϊκές πόλεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εκβιομηχανοποίηση γέννησαν το μοντέρνο κίνημα, για να αντισταθούν στην απώλεια των ιστορικών τους κέντρων. Η κήρυξη ενός κτηρίου ως διατηρητέου δημιουργεί την αίσθηση ότι η πόλη έχει μια αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια».
Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα «διατηρητέα κτήρια λειτουργούν σαν ρίζες: Προσφέρουν ένα αίσθημα συνέχειας και προστατεύουν την πόλη από την αίσθηση ότι χάνει τον εαυτό της. Είναι, κατά κάποιον τρόπο μια τελετουργική πράξη σταθεροποίησης της ταυτότητας μέσα σε ένα περιβάλλον αστάθειας».
Καταλήγει δε ότι η προστασία των κτηρίων είναι και ένα εργαλείο στρατηγικής για να μπορέσει να υπάρξει ένα νέο όραμα ανάπτυξης, «να υπηρετήσει μια πιο βιώσιμη κατεύθυνση για την πόλη, δίνοντας στον πολιτισμό κεντρικό ρόλο».
Κλείνοντας εξηγεί ότι για τον ίδιο η «απελευθέρωση» του Περιπτέρου του Κήπου δεν είναι απλώς μια πράξη αποκατάστασης. Είναι μια πράξη μνήμης, ταυτότητας και επανανοηματοδότησης. Μια υπενθύμιση ότι η πόλη μας αλλάζει, αλλάζει όμως μαζί με τις μνήμες της –όχι ερήμην τους».
