Η λάμψη μιας ασήμαντης νύχτας

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 31.1.2022

Συγγραφέας: Κόνορ Μακφέρσον

Σκηνοθεσία: Βαρνάβας Κυριαζής
Παραγωγή: Θέατρο Διόνυσος

Η σύγχρονη ιρλανδική δραματουργία, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, κατάφερε με τα δείγματα γραφής της να τοποθετηθεί εκ νέου στον παγκόσμιο θεατρικό χάρτη και να ξεχωρίσει ανάμεσα στο αγγλόφωνο θέατρο. Ο Κόνορ Μακφέρσον αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φωνές της, αφού κατορθώνει από τη μια να αποτυπώσει τη σύγχρονη ιρλανδική κοινωνία και την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της, ενώ από την άλλη να αγγίξει θέματα πανανθρώπινα και οικουμενικά. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας, γνωστός ήδη στο κυπριακό κοινό από τον πολυσυζητημένο του «Φάρο» που φιλοξενήθηκε από τον ΘΟΚ πριν από τρία χρόνια σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, γράφει το έργο «Night Alive» το 2013, χρονιά κατά την οποία παρουσιάστηκε σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Το έργο, επενδύοντας περισσότερο στις ανδρικές φιγούρες, όπως και τα περισσότερα έργα του Μακφέρσον, αποτελεί μια ανατομία της λαϊκής τάξης και των ανθρώπων του περιθωρίου, οι οποίοι αγωνίζονται μέσα από τις προσωπικές τους αποτυχίες και αγκυλώσεις να βρουν την ελπίδα για να προχωρήσουν στην επόμενη μέρα. Ο μεσήλικας Τόμυ, έχοντας εγκαταλείψει το σπίτι του ζει στο υπόγειο του ιδιόρρυθμου θείου του, όπου απλά αφήνει τον χρόνο και τη ζωή να τον προσπερνούν. Κάνοντας δουλειές του ποδαριού και κινούμενος ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία, ο Τόμυ παραμένει στο περιθώριο, όχι μόνο της ζωής των παιδιών του αλλά και της δικής του. Η έλευση, ωστόσο, στο σπίτι του, μιας γυναίκας του δρόμου, την οποία θα σώσει από τη βίαιη επίθεση του νταβατζή της, θα είναι καθοριστική για όλα τα πρόσωπα της ιστορίας, αφού θα δώσει λάμψη, έστω και πρόσκαιρη, στις ασήμαντες ζωές τους.

Η δύναμη των έργων του Μακφέρσον έγκειται κυρίως στην ικανότητά του να δημιουργεί έντονα ρεαλιστικά περιβάλλοντα και στιβαρούς χαρακτήρες οι οποίοι δομούνται σταδιακά μέσα από τους νατουραλιστικούς διαλόγους του. Η πέννα του, ωστόσο, πάει ένα βήμα πέρα από τη ρεαλιστική απεικόνιση, συνδυάζοντας τον σκληρό ρεαλισμό με μεταφυσικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις, αλλά και πηγαίο, αβίαστο χιούμορ. Συνδυάζοντας στοιχεία κοινωνικού δράματος, βίαιου θρίλερ και μαύρης κωμωδίας, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα έργο που, όπως και οι ήρωές του, κινείται διαρκώς ανάμεσα σε αντίπαλα ζεύγη: το καλό και το κακό, το τραγικό και το κωμικό, το φυσικό και το υπερφυσικό. Οι απόλυτα ρεαλιστικοί χαρακτήρες του φιλοσοφούν και έχουν μεταφυσικές αναζητήσεις, ο σκηνικός ρεαλισμός του κρύβει πολλαπλούς συμβολισμούς, ενώ τα έργα του συχνά αποδεικνύουν ότι η ποίηση υπάρχει ακόμη και στην πιο πεζή καθημερινότητα.

Ο Βαρνάβας Κυριαζής, χρησιμοποιώντας τη δοκιμασμένη και ευθύβολη μετάφραση του Γιώργου Χατζηνικολάου η οποία αποτυπώνει μια σύγχρονη καθημερινή γλώσσα απαλλαγμένη από τα έντονα εθνικά της χαρακτηριστικά, συστήνει για πρώτη φορά το έργο στο κυπριακό κοινό στη σκηνή του Θεάτρου Διόνυσος. Έχοντας δοκιμαστεί και στο παρελθόν στη νεότερη ιρλανδική δραματουργία, ο Βαρνάβας Κυριαζής κτίζει τη σκηνοθεσία του αναδεικνύοντας τις αντιθέσεις του έργου, ενώ επενδύει στην ψυχογράφηση των χαρακτήρων, εστιάζοντας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός και στις δυναμικές των μεταξύ τους σχέσεων. Πατώντας πάνω στον «κινηματογραφικό» ρεαλισμό του έργου, δημιουργεί με απόλυτη πειστικότητα τον μικρόκοσμο αυτών των ανθρώπων του περιθωρίου, αναγκάζοντας τον θεατή να δει και να ακούσει την «ασήμαντη» ιστορία τους. Πρωταγωνιστικής σημασίας στο αποτέλεσμα αυτό, το ρεαλιστικό σκηνικό της Θέλμας Κασουλίδου το οποίο αποτυπώνει με κάθε λεπτομέρεια τον χαώδη κόσμο του Τόμυ. Σωροί από σκουπίδια στο πάτωμα, ρούχα, βιβλία και ποτήρια παντού, αντανακλούν το χάος και την παραίτηση όχι μόνο στον προσωπικό του χώρο, αλλά και στην ίδια του τη ζωή. Παρά το γεγονός ότι ο σκηνικός χώρος δείχνει να είναι φορτωμένος με αμέτρητα σκηνικά αντικείμενα, εντούτοις δεν χάνει τη λειτουργικότητά του, αφού υποβοηθά τη διαρκή κινητικότητα των ηθοποιών και τη δράση η οποία περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο δωμάτιο αυτό.

Αν και πρόκειται για ένα έργο με σφιχτοδεμένη πλοκή και λιτούς διαλόγους στους οποίους αποφεύγεται η φλυαρία που ενίοτε υπάρχει σε άλλα έργα, ο τρόπος που διαχειρίζεται εδώ ο συγγραφέας τις μικρές δόσεις ποιητικού λόγου και μεταφυσικών ή φιλοσοφικών αναζητήσεων μοιάζει να είναι αμήχανος, αφού δεν κατορθώνουν να ενσωματωθούν φυσικά και αβίαστα στον λόγο και τη δράση των ηρώων. Το «μειονέκτημα» αυτό του έργου περνά και στο σκηνικό αποτέλεσμα, αφού οι μεταβάσεις γίνονται έκδηλες και συχνά υπερτονίζονται από τις, μάλλον, ακατάλληλες μουσικές επιλογές οι οποίες, μπορεί μεν να συνδέονται με ήχους της ιρλανδικής κουλτούρας, ωστόσο παραπέμπουν σε ήδη επικά, μακριά από τον σύγχρονο ρεαλισμό του έργου. Επιπλέον, η υπερβολική χρήση της μουσικής αποδυναμώνει και το βασικό μουσικό κομμάτι της παράστασης, το «What’s going on» του ινδάλματος του Τόμυ, Marvin Gaye, το οποίο χορεύει με την Έιμυ ενώ σιγοτραγουδά και επαναλαμβάνει τον συμβολικό του τίτλο. Οι ποιητικές αυτές στιγμές του έργου δεν αναδεικνύονται ούτε από τους φωτισμούς του Σταύρου Τάρταρη, αφού περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην πρακτική τους λειτουργία, χωρίς να κατορθώνουν να «φωτίσουν» τις ποιητικές στιγμές του έργου.

Παρά τις μεμονωμένες αδύναμίες οι οποίες σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στο ίδιο το έργο, η σκηνοθεσία κατορθώνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή ακολουθώντας έναν γρήγορο ρυθμό, τόσο στον λόγο όσο και τη δράση, ενώ αναδεικνύει πολύ εύστοχα το χιούμορ του αποφεύγοντας έτσι τις παγίδες του μελοδραματισμού. Ο γρήγορος ρυθμός δεν εμποδίζει τη σκηνοθεσία να χτίσει προσεκτικά τους χαρακτήρες και να τους φωτίσει εκ των έσω, αποκαλύπτοντας σταδιακά τις αντιφάσεις, τις προσκολλήσεις, τις φοβίες και τις ανασφάλειές τους. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ρεαλιστικές ερμηνείες οι οποίες άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο δημιουργούν χαρακτήρες αληθινούς και οικείους. Ο Μανώλης Μιχαηλίδης στον ρόλο του ιδιόρρυθμου θείου Μώρις φέρνει επί σκηνής τα προβλήματα της προηγούμενης γενιάς η οποία παλεύει με το πέρασμα του χρόνου, τις αναμνήσεις, τη μοναξιά, την ανάγκη για ανθρώπινη επαφή και την αγωνία να μην περάσει στη λήθη. Η ερμηνεία του αποτυπώνει τον άνθρωπο που κρύβει τις ανασφάλειές του κάτω από μια επιφανειακή σκληρότητα, ενώ η ευαισθησία και η μοναξιά του βρίσκουν εκτόνωση στο αλκοόλ. Η Έιμυ της Ευφροσύνης Κουτσουβέρη δείχνει να κινείται με αστάθεια και αβεβαιότητα, στοιχεία που για να εκλείψουν απαιτούν περισσότερη τριβή και εξοικείωση με τον ρόλο. Ενώ υπάρχουν στιγμές που η ηρεμία στον λόγο, η έμφαση στις παύσεις και τις σιωπές και οι περιορισμένες εκφράσεις, κινήσεις και εντάσεις βοηθούν τον θεατή να εμβαθύνει στον χαρακτήρα της ηρωίδας και να κατανοήσει τις πράξεις της, εντούτοις η ηθοποιός συχνά παγιδεύεται στο εξωτερικό περίβλημα και την έντονη σωματικότητα της γυναίκας του δρόμου, αποτυπώνοντας περισσότερο τα εξωτερικά τραύματα της ηρωίδας παρά τα εσωτερικά. Ο Κωνσταντίνος Τσίτσιος επίσης περιορίζει την ερμηνεία του στο εξωτερικό σχήμα της κίνησης, έκφρασης και ομιλίας ενός ανθρώπου του υποκόσμου, δημιουργώντας πιο πολύ έναν γραφικό τύπο παρά έναν πραγματικό χαρακτήρα. Την παράσταση «κλέβουν» οι ερμηνείες του Ανδρέα Κουτσόφτα στον ρόλο του Τόμυ και του Μάριου Μεττή στον ρόλο του εξαρτώμενου από τον Τόμυ και με ελαφριά νοητική υστέρηση, Ντοκ, τόσο με τον τρόπο που χτίζουν τους ήρωές τους ο καθένας ξεχωριστά, όσο και με τη σκηνική τους χημεία. Ο Μάριος Μεττής τολμά έναν ρόλο μακριά από τις μέχρι τώρα δοκιμασμένες του φόρμες και δημιουργεί έναν άκρως ρεαλιστικό χαρακτήρα, η αναπηρία του οποίου αντανακλά συμβολικά, όπως και σε άλλα έργα του Μακφέρσον, τις πολλαπλές «αναπηρίες» των υπόλοιπων προσώπων. Χωρίς να παραμένει σε εξωτερικές κινήσεις και μορφασμούς, μακριά από υπερβολές και σωματικότητα που εύκολα θα κατέληγαν σε μια γραφική ερμηνεία, κατορθώνει να ισορροπήσει με σωστές δόσεις ανάμεσα στην κωμικότητα και την τραγικότητα του χαρακτήρα του, απογειώνοντας τη δυναμική της παράστασης. Ο Ανδρέας Κουτσόφτας, αν και νεότερος από τις απαιτήσεις του ρόλου, γεγονός που ίσως δεν δημιουργεί τις σωστές αντιφάσεις ανάμεσα στην ηλικία και τον τρόπο ζωής του, ωστόσο δείχνει να κατακτά απόλυτα τη ψυχοσύνθεση του Τόμυ, ενώ χτίζει με εξαιρετική πειστικότητα, άνεση και φυσικότητα τις διαρκείς εναλλαγές και αντιθέσεις του ήρωα: τον καλό και τον κακό, τον αγαθό και πονηρό, τον σκληρό και ευαίσθητο, τον τακτικό και χαώδη. Η σωματική υπερκινητικότητά του αιτιολογείται διαρκώς από τις εσωτερικές του εντάσεις οι οποίες αποκαλύπτουν τη φθορά της αποτυχίας και τη ματαιότητα που βιώνουν οι άνθρωποι του περιθωρίου.

Αν και το έργο φέρει έντονα στοιχεία της εθνικής καταγωγής του, ωστόσο κατορθώνει να μιλήσει για θέματα σύγχρονα και οικουμενικά: τη φθορά του χρόνου, τη μοναξιά, τις εξαρτήσεις, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τις προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, τη σωματική και ψυχική βία. Το αμφίσημο τέλος του μένει ανοιχτό σε ποικίλες ερμηνείες. Για κάποιους παραμένει μετέωρο, ατελές και αμήχανο. Για κάποιους άλλους, όμως, δίνει την ανάγκη για πίστη στη λάμψη της ασημαντότητας, στην ποίηση της καθημερινότητας, στο ευτυχές τέλος που συχνά η πραγματική ζωή αρνείται να δώσει.

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;