Διαιτητές, θεατές ή αδαμαντωρύχοι; Ο ρόλος των γλωσσολόγων

ΠΑΡΑΘΥΡΟ Δημοσιεύθηκε 26.3.2023

Γράφει ο Αχιλλέας Κωστούλας*

Όταν ο Πολωνός γλωσσολόγος Γιαν Μποντουαίν ντε Κουρτεναί ανέλαβε το 1903 να επικαιροποιήσει το «Ερμηνευτικό Λεξικό της Ζώσας Ρωσικής Γλώσσας», έκανε κάτι που τάραξε τη ρωσική κοινωνία: το διάνθισε όχι μόνο με τύπους της καθομιλουμένης, αλλά ακόμη και με χυδαιότητες. Στους επικριτές του απάντησε ότι ένα λεξικό από το οποίο θα απουσίαζε μια ολόκληρη κατηγορία λέξεων θα ήταν όσο χρήσιμο όσο ένας άτλαντας ανατομίας χωρίς τα μέρη εκείνα του σώματος που δεν αναφέρονται στις καθωσπρέπει συζητήσεις (βλ. Farina & Durman, 2012). Τόσο ο συλλογισμός του ντε Κουρτεναί όσο και η έντονη κριτική που δέχτηκε δείχνουν μια απορία σχετικά με το ποιο είναι τελικά το έργο της γλωσσολογίας – απορία που συντροφεύει την επιστήμη ήδη από τη γέννησή της μέχρι και σήμερα.

Τελικά, λοιπόν, ποιος είναι ο ρόλος των γλωσσολόγων; Είμαστε θεματοφύλακες της γλώσσας, επιφορτισμένοι με την προστασία της από τη φθορά; Αποστασιοποιημένοι θεατές με αποστολή να καταγράφουμε, να συστηματοποιούμε και να μεταδίδουμε πληροφορία χωρίς να παρεμβαίνουμε οι ίδιοι; Ή κάτι άλλο;

Μια κοινή αντίληψη, που τη συντηρούν και άστοχες διορθωτικές παρεμβάσεις προβεβλημένων δασκάλων, θέλει τον γλωσσολόγο σαν ένα είδος διαιτητή που παρεμβαίνει κατά καιρούς για να δίνει λύσεις σε γλωσσικά διλήμματα («κτήριο» ή «κτίριο»;), είτε για να διαφυλάξει την ορθότητα είτε για να «βελτιώσει» τον τρόπο που μιλάμε και γράφουμε. Αυτή η οπτική, που θα την αποκαλέσουμε ρυθμιστική, είναι περιορισμένη και περιοριστική. Περιορισμένη, επειδή αποδέχεται μόνο μια χρονικά, κοινωνικά και γεωγραφικά εντοπισμένη μορφή της γλώσσας· και περιοριστική, γιατί επιδιώκει την οριζόντια επιβολή της μοναδικής αυτής ποικιλίας. Είναι μια οπτική απορριπτέα διότι στον πυρήνα της βρίσκεται η παραδοχή ότι η γλώσσα υπάρχει ερήμην της κοινότητας, ότι δεν είναι κάτι που συν-διαμορφώνουμε όλες και όλοι με τις διαφορετικές επιλογές μας.

Στον αντίποδα, η περιγραφική οπτική της γλωσσολογίας θέτει ως στόχο την κατά το δυνατόν πληρέστερη και ακριβέστερη περιγραφή της γλώσσας. Στην προσπάθειά της αυτή, θα ισχυριστούν όσοι αναλαμβάνουν ως αποστολή την περιγραφή, δεν υπάρχει περιθώριο για τον προσωπικό παράγοντα. Κατά πόσο ταυτίζεται η πρόθεση και η πράξη είναι βέβαια αντικείμενο συζήτησης. Παρατηρούμε, για παράδειγμα, ότι η περιγραφική γλωσσολογία συμπορεύεται συχνά με τη διαδικασία της εθνογένεσης. Όταν ένας λαός, είτε μιλάμε για τους Ουκρανούς, είτε για τους Σέρβους και τους Κροάτες, αρχίζει να νιώθει διαφορετικός από όσους τον περιβάλλουν, η αναζήτηση των χαρακτηριστικών του αρχίζει συχνά με την καταγραφή των γλωσσικών του ιδιαιτεροτήτων. Το απόφθεγμα του Κοραή, ότι «το πρώτο βιβλίο κάθε έθνους είναι το λεξικό του», σε αυτήν ακριβώς τη διεργασία αναφέρεται. Αυτό, και άλλα παραδείγματα, δείχνουν ότι η περιγραφική γλωσσολογία δεν είναι ποτέ μια απλή, ιδεολογικά αποστειρωμένη καταγραφή δεδομένων.

Ως τρίτη εναλλακτική προτείνεται αυτή της κριτικής ερμηνείας, μιας προσπάθειας δηλαδή να συνδέσουμε τα γλωσσικά δεδομένα με ευρύτερες διεργασίες, ενδογλωσσικές αλλά και κοινωνικές. Εδώ είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η θεωρητική γνώση δεν παράγεται εν κενώ, χωρίς δηλαδή ένα προϋπάρχον πλέγμα αξιών, πεποιθήσεων και στάσεων για το κοινωνικό γίγνεσθαι, τον ρόλο της επιστήμης και τη φύση της γλώσσας (μια ιδεολογία). Αυτό που διαφοροποιεί την ερμηνευτική γλωσσολογία από την «αφελή» περιγραφή είναι πως αντί να εθελοτυφλεί ως προς τον ρόλο αυτής της ήδη διαμορφωμένης ιδεολογίας, τη φέρνει στο προσκήνιο, δείχνει τους τρόπους που αυτή εγγράφεται στη γλώσσα, και θέτει ερωτήματα που αμφισβητούν το προφανές. Τέτοια μπορεί να είναι, π.χ., γιατί θεωρείται αδύνατη η συνύπαρξη της Κοινής Νεοελληνικής με την Κυπριακή στο σχολικό πρόγραμμα, ποια είναι η σχέση των επίκοινων επαγγελματικών ονομάτων (π.χ., η πρόεδρος, η δικηγόρος) με τις πατριαρχικές δομές κ.ά.

Στον πρόλογο του λεξικού για το οποίο μιλήσαμε στην εισαγωγή, ο ντε Κουρτεναί παρομοιάζει τον ρόλο του με αυτόν ενός εργάτη σε αδαμαντωρυχείο, που μοχθεί για να αποδώσει πλούτο σε τρίτους ώστε να μην χρειαστεί να σκάψουν ή να λερωθούν οι ίδιοι. Προεκτείνοντας τον συλλογισμό του κατά έναν τρόπο που και ο ίδιος μάλλον θα ενέκρινε, η αξία αυτού που εξορύσσουμε συναρτάται με το πόσο είμαστε έτοιμοι να λερωθούμε, εκθέτοντας εαυτούς, τις επιστημολογικές και αξιακές μας παραδοχές σε κρίση – κρινόμενοι και όχι κρυβόμενοι πίσω από μια κίβδηλη επιστημονικοφανή ουδετερότητα.

*Διδάσκει εφαρμοσμένη γλωσσολογία στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Βιβλιογραφία

Farina, D. M. T. Cr. & Durman, G. (2012). «Academic hooliganism» or «False gold»?: The reception of Baudouin de Courtenay’s Russian dictionary. Dictionaries: Journal of the Dictionary Society of North America, 33, 1–41.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;