Παράθυρο logo
Έφυγε από τη ζωή ο Lou Reed
Δημοσιεύθηκε 29.10.2013
Έφυγε από τη ζωή ο Lou Reed

Πέθανε σε ηλικία 71 ετών ο Λου Ριντ, εμβληματική φυσιογνωμία της ροκ και σημείο αναφοράς του μουσικού ρεύματος εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια.


Όπως υπογραμμίζει το περιοδικό Rolling Stone, με το συγκρότημα Velvet Underground στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα συνδύασε τη μουσική του δρόμου με την ευρωπαϊκή «avant-garde» παντρεύοντας ουσιαστικά την ομορφιά με τη δύναμη και δημιουργώντας μια νέα λυρική διάσταση στην ποίηση του «rock & roll».


 


Ο Λούις Άλαν «Λου» Ριντ γεννήθηκε στο Μπρούκλιν το 1942.


Στα πρώτα του βήματα εμπνεύστηκε από το «doo-wop» και το «rock & roll», αλλά και από την ποίηση του Ντέλμορ Σβαρτς, στον οποίο αφιέρωσε πολλά από τα τραγούδια του, σημειώνοντας ότι στον ίδιο οφείλει τους ποιητικούς στίχους στη μουσική του.


Με το ντεμπούτο του ο Λου Ριντ, ο φοιτητής φιλολογίας, βραβευμένος για τα ποιήματά του, που σύχναζε στο Factory του Γουόρχολ, είχε ήδη ανάψει το φιτίλι μιας βραδυφλεγούς βόμβας. Οι τέσσερις δίσκοι των Velvet Underground θα χαρακτηρίζονταν προάγγελοι του πανκ και θα παρέμεναν μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για δεκάδες συγκροτήματα.


«Ισως ήταν πανκ ροκ, αν εννοούμε το θάρρος να είσαι δημιουργικός, να αναζητάς την περιπέτεια, να επινοείς κάτι ρηξικέλευθο. Η κεντρική ιδέα όσων έκανα ήταν να προχωρώ συντρίβοντας τη δεδομένη κατάσταση των πραγμάτων. Να φτιάχνω μουσική που να ξεχύνεται από τα ηχεία και να αρπάζει τον ακροατή και στίχους που να προκαλούν παίζοντας με τις προκαταλήψεις του».


Αυτή ήταν η φιλοσοφία του Λου Ριντ, όπως την εξηγούσε σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του πριν πεθάνει, την Κυριακή το βράδυ στο σπίτι του, στο Λονγκ Αϊλαντ της Νέας Υόρκης.


Η αιτία θανάτου του δεν ανακοινώθηκε επίσημα, αλλά ο αμερικανικός Τύπος εικάζει ότι οφείλεται σε επιπλοκές από τη μεταμόσχευση ήπατος στην οποία είχε υποβληθεί τον Μάιο.


Από τους μουσικούς που ποτέ δεν βολεύτηκαν στα στενά όρια του ροκ εν ρολ, ο Λου Ριντ, όταν διαλύθηκαν οι Velvet Underground το 1970, συνέχισε τους πειραματισμούς. Προβοκάρισε με την ανδρόγυνη ταυτότητά του στο «Transformer», το δίσκο με τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία, που περιείχε και το πιο γνωστό του τραγούδι, το «Walk on the wild side», ακολούθησε τον Ντέιβιντ Μπάουι στο Δυτικό Βερολίνο ηχογραφώντας το συγκλονιστικό ρέκβιεμ ενός έρωτα στο «Berlin», κυκλοφόρησε το «Metal machine music», ένα δίσκο αυτοσχεδιαστικού θορύβου σε μοτίβα κλασικής μουσικής που χρειάστηκαν χρόνια για να αναγνωριστεί ως ευφυής πειραματική πρόταση, και επέστρεψε στους δρόμους της Νέας Υόρκης με το «Street hassle».


«Ο Φόκνερ εμπνεόταν από το Νότο, ο Τζόις από το Δουβλίνο, η δική μου πόλη είναι η Νέα Υόρκη», έλεγε. «Τις δικές μου ιστορίες γράφω». Και συνέχισε στη δεκαετία του '90 με δίσκους όπως το «The blue mask» και το «New York», ενώ παράλληλα ως πολιτικοποιημένος μουσικός έδινε συναυλίες για τη Διεθνή Αμνηστία και για το Farm Aid, την οργάνωση που βοηθούσε τους Αμερικανούς αγρότες να μη χάσουν τη γη τους από τις τράπεζες.


Ακόμα συνεργάστηκε ξανά με τον παλιό του σύντροφο από τους Velvet Undergound, τον Τζον Κέιλ, στο «Songs for Drella» δίσκο φόρο-τιμής στο μέντορά τους Αντι Γουόρχολ, κυκλοφόρησε το «Ecstasy», ένα δίσκο για τις προσωπικές του σχέσεις την εποχή που εγκατέλειπε τη σύζυγό του από τα 80'ς Σίλβια Μοράλες για να παντρευτεί τη μουσικό και ποιήτρια Λόρι Αντερσον.


Και, τέλος, πραγματοποίησε ένα όνειρο ζωής το 2003, ηχογραφώντας το «The raven», όπου μελοποίησε ποιήματα και διηγήματα του Εντγκάρ Αλαν Πόε, με τη συμμετοχή μουσικών όπως ο Μπάουι και η Αντερσον και ηθοποιών όπως ο Γουίλιαμ Νταφόε και ο Στιβ Μπουσέμι. Ανάλογος ήταν και ο τελευταίος του δίσκος, το «Lulu», που κυκλοφόρησε πριν από δύο χρόνια, βασισμένος στο θεατρικό έργο του Φρανκ Βέντεκιντ, όπου ο Λου Ριντ απαγγέλλει και παίζουν μουσική οι Metallica.


«Ζούμε σε μια εποχή όπου τα πάντα συμπιέζονται», σχολίαζε, «και το κοινό είναι ευτυχισμένο ακούγοντας τη χειρότερη δυνατή μουσική. Κανείς δεν αγοράζει δίσκους, ούτε πάει στον κινηματογράφο. Είναι όλοι απασχολημένοι να κατεβάζουν τραγούδια που ποτέ δεν ακούνε και βλέπουν ταινίες στον υπολογιστή χωρίς να καταλαβαίνουν πως χάνεται η ουσία του έργου τέχνης».


ΠΗΓΗ: enet.gr


ΠΑΡΑΘΥΡΟ | ΠΟΛΙΤΗΣ