Συνέντευξη στην Μερόπη Μωυσέως, 21.2.2010
«Χωρίς κόσμο γύρω σου, δεν κάνεις τίποτα»
Ο Αδάμ Μπουσδούκος μίλησε στο «Π» για την ταινία Soul Kitchen, όπου πρωταγωνιστεί και συνυπογράφει το σενάριο με τον σκηνοθέτη Φάτιχ Ακίν, για τη δική του ταβέρνα στο βιομηχανικό Αμβούργο και για τη σημαντικότητα τής θέλησης που μπορεί να κινήσει βουνά
Η ταινία Soul Kitchen προβλήθηκε πρώτη φορά στην Κύπρο στο Φεστιβάλ της Πράσινης Γραμμής στις 30 Ιανουαρίου, σε ένα Πάνθεον ασφυκτικά γεμάτο. Το τελευταίο επίτευγμα του Φάτιχ Ακίν έκανε πρεμιέρα στο 66ο Φεστιβάλ Βενετίας, απ΄ όπου ο τουρκικής καταγωγής Γερμανός σκηνοθέτης έφυγε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής.
Για την «κυπριακή» προβολή, έδωσε το «παρών» του στη Λευκωσία ο πρωταγωνιστής της ταινίας, Αδάμ Μπουσδούκος. Για τον οποίο δεν στρώθηκαν κόκκινα χαλιά, ανοίχτηκαν όμως κρασιά και ζιβανίες. Ο ελληνικής καταγωγής Γερμανός ηθοποιός υπήρξε συμμαθητής του Ακίν στο συνοικιακό Γυμνάσιο του Αμβούργου, μαζί έκαναν τις πρώτες τους ταινίες, μετρούν χρόνια φιλίας και προβληματισμού για τις ρίζες τους. Σήμερα, μετρούν και μια σημαντική επιτυχία, την αυτοβιογραφική τους -ουσιαστικά- ταινία Soul Kitchen, για έναν Έλληνα μετανάστη ο οποίος προσπαθεί να διατηρήσει την ταβέρνα του στο -ολοένα αναπτυσσόμενο- Αμβούργο.
Η ταινία, ούτε γεφυρώνει, ούτε προσπαθεί να αναδείξει πολιτισμούς. Μάλλον ισοπεδώνει τα πάντα, αποδεικνύοντας ότι το ανακάτεμα υλικών είναι η καλύτερη συνταγή για ένα θεσπέσιο πιάτο: μεζέδες προσαρμοσμένοι στα γούστα Γερμανών, λίγο σνίτσελ στο πλάι, Βαμβακάρης, Κουίνσι Τζόουνς, The Isley Brothers, Παύλος Σιδηρόπουλος, η εκδοχή των Locomondo για τη «Φραγκοσυριανή», όλα εναλλάσσονται «μαγικά» -ή μήπως απλά και απέριττα;- στην ταινία.
«Παλιά μπορούσε σαν μικρό παιδί να ζωγράφιζα την ελληνική σημαία, να την κρέμαζα κάπου, μέχρι που κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να έχεις μια τέτοια ταυτότητα. Την ταυτότητα πρέπει να τη βρίσκεις κάπου αλλού. Στους φίλους, στην οικογένειά σου. Μέσα απ΄ αυτά πρέπει να ταυτίζεται ο άνθρωπος. Όχι μέσω μιας χώρας και μίας σημαίας. Βέβαια καθορίζεσαι με κάποιο τρόπο, ο πατέρας μου κι η μητέρα μου είναι από Ελλάδα. Έχω ρίζες ελληνικές, αυτό όμως δεν σημαίνει κιόλας κάτι... Όπως δεν αισθάνομαι ούτε Γερμανός. Τι σημαίνει δηλαδή; Αισθάνομαι πιο... περιθωριακός (outsider). Αισθάνομαι ότι ήταν γραφτό μου να έχω το δικό μου κύκλο, το δικό μου «κράτος»:-)
Αισθάνεσαι και πιο ελεύθερος; Αποδεσμευμένος από εθνικές «ευθύνες»...
Πολύ πιο ελεύθερος. Δεν χρειάζεται ό,τι συμβαίνει στον κόσμο να το βλέπω μονόπλευρα. Και στη Γερμανία έχουν προβλήματα. Τώρα έχουν πάει στο Αφγανιστάν. Λένε πως είναι σε ειρηνική αποστολή, αλλά είναι πόλεμος. Εν πάση περιπτώσει, γνωρίζω τι συμβαίνει και αισθάνομαι απ΄ έξω έτσι κι αλλιώς. Δεν παίζω μαζί τους αυτό το παιχνίδι. Δεν θέλω να παίξω. Απλά είμαι πολίτης της Γερμανίας. Εκεί ζω.
Και κάνεις παρέα με Τούρκους!
Ναι! Και πάλι, μ΄ αυτούς που ταυτίζονται με τη χώρα και λένε «Είμαι Τούρκος, είμαι Τούρκος, είμαι Τούρκος», ούτε και μ΄ αυτούς έχω επαφή. Κάνω παρέα με κανονικούς ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα. Που στην πρώτη θέση για αυτούς δεν έρχεται το κράτος, αλλά άλλα πράγματα: η αγάπη, ο σεβασμός στη φύση, στον άνθρωπο, αυτά βρίσκονται σε πρώτη θέση. Μετά έρχονται όλα τα άλλα. Αν δεν υπάρχει αυτό, δεν έχω επαφή. Δεν θέλω να έχω επαφή.
Διάβασα ότι είχες ένα εστιατόριο το οποίο αποτέλεσε την έμπνευση για το Soul Kitchen. Ισχύει;
Είναι σωστό.
Ο «Σωτήρης»;
Ναι. Το άνοιξα το 2000. Μετά που είχα γυρίσει κάμποσες ταινίες... Είχα τελειώσει τις σπουδές μου στην υποκριτική και δούλευα κιόλας κανονικά. Αλλά ξέρεις, σαν ηθοποιός δεν βρίσκεις πάντα δουλειά. Και δούλευα σαν γκαρσόνι σε μια ταβέρνα και μ΄ άρεσε. Κάποτε το αφεντικό μ΄ έδιωξε γιατί πάντα έφευγα. Του έλεγα «θα πάω να δουλέψω για δυο μέρες στο Μόναχο» ή «μια βδομάδα θα φύγω στην Κολωνία γιατί έχω εκεί γυρίσματα». Κι έτσι πηγαινοερχόμουνα.
Αυτό είναι πολύ ελληνικό...
Ναι. Αλλά έπαιρνα άλλα άτομα εκεί να δουλέψουν για μένα. Σε κάποια στιγμή βέβαια οι θέσεις ήταν όλες πιασμένες και οι φίλοι που είχα βάλει στο ταβερνάκι έκαναν τη δουλειά μου. Έτσι μου είπε το αφεντικό «δεν σε χρειάζομαι άλλο, τώρα μπορείς να φύγεις». Δεν ήταν τίποτα κακό, χωρίσαμε χωρίς να τσακωθούμε. Μετά όμως από τρεις-τέσσερις μήνες, μου πρότεινε να πάρω το μαγαζί γιατί ήθελε να φύγει. Εγώ εν τω μεταξύ είχα κάνει κάμποσες ταινίες, έβγαλα κάποια λεφτά, ήμουνα νέος τότε... Ήμουν 25 χρονών και για να κρατήσεις ένα μαγαζί είναι δύσκολο. Πάλι καλά που το έκανα όμως. Ξέρεις, είχα ένα όνειρο. Και πριν ακόμη ανοίξω το μαγαζί, μ΄ άρεσε η ιδέα. Μ΄ άρεσαν τα μπαρ, τα καφενεία, ο κόσμος που μαζεύεται, η μουσική. Νιώθεις σαν να ΄ναι η κουζίνα σου, το σπίτι σου ανοιχτό για όλο τον κόσμο.
Προσπάθησα πάρα πολύ, μάζεψα τα λεφτά και έφτιαξα το μαγαζί. Ήταν σακατεμένο, έτσι το σκεφτήκαμε σακατεμένο και για την ταινία. Το φτιάξαμε όμως σιγά -σιγά και το κάναμε δικό μας. Ήταν σε στυλ «χίπι ταβέρνα».
Από φαγητό, τι σερβίρατε;
Κλασικά ελληνικά πράγματα. Την ίδια κουζίνα κράτησα όπως την παρέλαβα. Ήθελα να κρατήσω και τους πελάτες. Κράτησα πολλούς, πολλοί φύγανε κιόλας, αλλά ήρθαν άλλοι καινούριοι. Όμως την κουζίνα την κράτησα. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Κλασικά φαγητά της ώρας, κάποτε άρχισα με τη μάνα μου να κάνουμε μαγειρευτά. Οι Γερμανοί όμως είχαν λίγο πρόβλημα γιατί ήταν πολύ λαδερά για το στομάχι τους. Είχαμε τζατζίκια, ταραμάδες, φέτες... Και να ήθελα όμως, στο τέλος δεν μπορούσα να τα αλλάξω. Ο περισσότερος κόσμος που ερχόταν είχε συνηθίσει σ΄ αυτό το κλασικό ελληνικό φαΐ. 'Αλλαξα μία φορά το μενού και είχα πρόβλημα.
Όπως την πρώτη μέρα που άλλαξε το μενού στην ταινία.
Ακριβώς. Από εκεί έχουμε δανειστεί κάμποσα πράγματα, όχι τόσο έντονα όσο τα βλέπουμε στην ταινία.
Μέσα σε δέκα χρόνια συμβαίνουν πολλά πράγματα. Στη συνοικία όπου ζούμε, υπήρχαν παλιά πολλοί εργάτες. Εκεί είχαν πρωτοέρθει ξένοι για να δουλέψουν. Πίσω από κάθε σπίτι έβρισκες κι ένα εργαστήριο. Όταν εμείς μεγαλώναμε εκεί, ο νέος κόσμος, οι πιο πολλοί Γερμανοί, φοβόντουσαν να έρθουν γιατί ζούσαν εκεί πολλοί ξένοι: Τούρκοι, Γιουγκοσλάβοι, Έλληνες... Και απ΄ αυτή την εικόνα, η συνοικία άλλαξε πολύ και έγινε μοντέρνα. Είχαμε καινούρια γραφεία, καινούρια καφέ, καινούριες καταστάσεις. Έγινε μοντέρνα και πολύ ακριβή. Τα ενοίκια ήταν τεράστια. Κάποτε δούλευα μόνο για το νοίκι. Και για να δείξουμε στην ταινία ένα κομμάτι κι απ΄ αυτό το θέμα, βάλαμε τους ντιβέλοπερ που θέλουν να αγοράσουν την ταβέρνα και να τα ρίξουν όλα κάτω.
Βάλαμε ένα σωρό πράγματα μέσα. Και τη μουσική βέβαια. Εμείς στο μαγαζί είχαμε μουσική απ΄ όλα τα έθνη που έρχονταν κοντά μας. Έρχονταν φίλοι και παίζανε κιόλας γιατί είχαμε ξεκινήσει κάποια μικρά κονσέρτα, να κάνουμε συναυλίες με 4-5 άτομα, είχαμε φίλους από Χιλή, από Βαρκελώνη που παίζανε διάφορα πράγματα: τζαζ, φλαμένγκο, ελληνικά έτσι κι αλλιώς παίζαμε. Πολύ ρεμπέτικο. Κουλτουριάρικο το είχαμε κάνει, μέχρι και ποιήματα απαγγέλλαμε... Αλλά ήταν όμορφα, είχε μια ζωντάνια χωρίς να το πιέζουμε με το ζόρι. Ο κόσμος που ερχόταν ήταν έτσι. Κάποιος θα σηκωνότανε και θα έλεγε κάτι. Περάσαμε ωραία. Κάναμε και πολλά πάρτι, είχαμε ένα dj στο μαγαζί. Κι ο Φάτιχ έπαιζε μουσική κάπου- κάπου. Κάναμε ένα σωρό πάρτι.
Πώς γνωριστήκατε με τον Φάτιχ Ακίν;
Τον Φάτιχ τον γνωρίζω από το 1985, όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο, στο Γυμνάσιο. Στην 7η τάξη μάς βάλανε μαζί, προηγουμένως γνωριζόμασταν μόνο. Καθίσαμε στο ίδιο θρανίο και μείναμε ένα χρόνο σ΄ αυτή την τάξη. Μετά χώρισαν όλη την τάξη γιατί περάσαμε «έντονες» στιγμές. Μάθημα δεν κάναμε. Όλα τα άλλα, ό,τι φαντάζεσαι έγινε σ΄ αυτή την τάξη. Εκεί ξεκινήσαμε να γυρίζουμε και ταινίες. Το σχολείο είχε κάτι κάμερες που νοίκιαζε και κάναμε μαζί κάμποσες ταινίες σαν πλάκα, σαν χόμπι γιατί μας άρεσε ο κινηματογράφος.
Κρατούσατε εσύ το ρόλο του ηθοποιού και ο Ακίν του σκηνοθέτη, όπως τώρα;
Ναι, χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήξουμε, παρά το ότι εγώ είχα μέσα μου κάποτε να γίνω ηθοποιός. Μ΄ άρεσε ο κινηματογράφος. Και ο Φάτιχ το ίδιο. Αλλά να καταλήξουμε εδώ, να φτάσουμε έτσι όπως είμαστε τώρα, δεν το περιμέναμε. Δηλαδή, πού ξέρεις, πώς ξέρεις τι θα συμβεί;
Όταν γυρίσαμε μαζί το «Ακαριαίο Χτύπημα» (Kurz und schmerzlos) του 1998, που έχει σχέση με έναν Τούρκο, ένα Σέρβο κι έναν Έλληνα που είναι φίλοι, ήταν η αρχή για άλλα πράγματα.
Όταν δουλεύουμε έχουμε φυσικά μια δουλειά να κάνουμε αλλά πρώτα απ΄ όλα είμαστε φίλοι. Είναι δύσκολο να συνεργάζεσαι με ένα φίλο όταν γυρίζεις μια ταινία πολύ ακριβή και δεν μπορείς να κάνεις λάθη, έχεις πολλή πίεση πάνω σου, είναι επικίνδυνο για μια φιλία. Είναι και μια «δοκιμασία» όμως για τη φιλία μας, αν θα αντέξει μια τέτοια πίεση. Κι άντεξε.
Γιατί γνωριζόμαστε τόσο καιρό και ξέρουμε ο ένας τον άλλο. Ξέρουμε πώς λειτουργεί ο καθένας. Μπορούμε να διαβάσουμε ανάμεσα στις λέξεις και να καταλάβουμε τι εννοεί ο ένας ή ο άλλος. Και δεν παίζει ρόλο αν είναι Τούρκος ή οτιδήποτε. Πάνω απ΄ όλα πρέπει να είναι σωστός.
Με τον Φάτιχ Ακίν είδατε και μια «σημαδιακή» συναυλία των Locomondο.
Ναιιιι! Οι Locomondo πια είναι δικά μας άτομα. Χαίρομαι πάρα πολύ για αυτό. Είναι το house band, πώς να στο πω. Όπου πάμε προσπαθούμε να τους πάρουμε μαζί. Στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήμασταν μαζί, έδωσαν τη συναυλία που άνοιξε το φεστιβάλ κι ήταν πάρα πολύ ωραία. Στην Κωνσταντινούπολη ήμασταν πάλι μαζί.
Η μουσική των Locomondo ταίριαξε πολύ στην ταινία. Ξέρεις, ξεκινήσαμε επαφές με τη μάνατζέρ τους, τη Ράνια, που είναι τόσο καλός άνθρωπος και τα κρατάει τα παιδιά στα χέρια της, σαν Big Mama. Η Ράνια λοιπόν μάς βοήθησε πάρα πολύ. Για όλα τα ελληνικά μουσικά στοιχεία που έχουμε μέσα στην ταινία. Διαφορετικά δεν θα είχαμε ούτε το κομμάτι του Σιδηρόπουλου και θα ήταν πολύ δύσκολο και με το κομμάτι του Βαμβακάρη. Ήταν μεγάλη βοήθεια για μας. Τα παιδιά, είναι πολύ καλοί. Κι ο Φάτιχ τους αγαπάει πάρα πολύ. Είμαστε φαν!
Θεωρείς ότι το Soul Kitchen ήταν η καλύτερή σου ταινία;
Είναι σαν να λες ποιον αγαπάς πιο πολύ, τη μάνα σου ή τον πατέρα σου ή τον αδελφό σου... Κάθε ταινία έχει μια χάρη. Αλλά βέβαια τα πράγματα είναι μετρημένα. Μέσα σε δέκα χρόνια μπορεί να έχω κάνει μόνο τέσσερις ταινίες που μπορώ να τις δω και να τις δείξω.
Υπογράφεις με τον Ακίν το σενάριο της ταινίας. Έχεις ξαναγράψει;
Έχω γράψει, ναι, αλλά δεν το έχω βγάλει προς τα έξω. Και ακόμη γράφω. Το να γράψεις σενάριο θέλει πολλή δουλειά. Και είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις. Εμείς για να καταλήξουμε σε ένα σενάριο χρειάστηκε να γράψουμε δεκατρία «βιβλία», έτσι τα λέμε, δηλαδή 13 διαφορετικές εκδοχές. Και μας πήρε πάνω από τέσσερα χρόνια.
Εισπράξατε όμως πολύ θετικά σχόλια.
Η ταινία προβλήθηκε πρώτη φορά στη Βενετία. Ούτε κι εμείς περιμέναμε ο κόσμος να τη δεχτεί τόσο θετικά. Αισθανόμασταν ότι η ταινία είναι κουλ, την κάναμε με μια ευκολία, με την έννοια τού ότι δεν ασχολείται με ένα μέγα θέμα που αγγίζει όλο τον κόσμο. Δεν είναι ένα δράμα όπως «Η 'Ακρη του Ουρανού» (σ.σ. ταινία του Φάτιχ Ακίν, 2007). Αυτή ήταν μια μικρή ιστορία που... ποιον ενδιαφέρει; Αλλά θέλαμε να την κάνουμε γιατί δουλέψαμε τόσο πολύ γι΄ αυτήν που έπρεπε να γίνει. Όμως, δεν περιμέναμε τίποτα. Αναρωτιόμασταν τι θα συμβεί. Και όταν προβλήθηκε στη Βενετία, ο κόσμος άρχισε να χειροκροτάει και τελικά μάς βράβευσαν. Βράβευσαν τον Φάτιχ διότι είχε το θάρρος να κάνει αυτή την ταινία, να κάνει μια κωμωδία ξεφεύγοντας από το δραματικό και το διανοουμενίστικο. Και ο κόσμος νομίζω πως κατάλαβε την αγάπη της ταινίας και την ενέργειά της. Σαν ταινία σε παίρνει μαζί της.
Είναι και η αγάπη. Τα αδέλφια κρατάνε μαζί και ο κόσμος μού φαίνεται πως χρειάζεται κάτι τέτοιο αυτό τον καιρό, να παλέψει μαζί. Ο καθένας δίνει το κομμάτι του μέσα. Είναι μικρά τα θέματα, αλλά είναι σπουδαία και είναι εκεί. Εμπιστοσύνη, αγάπη, να παλέψεις για τη ζωή, να μην τα παρατάς.
Στον καιρό που ζούμε, ο κόσμος δουλεύει σκληρά για ένα κομμάτι ψωμί κι αυτό το κομμάτι τού το παίρνουνε. Και το να νικήσει αυτός ο μικρός άνθρωπος εναντίον των μεγάλων, αυτό αφήνει τον θεατή να αισθάνεται καλά και να πει «μπορώ κι εγώ». Δίνει στον άνθρωπο ένα κομμάτι θάρρος. Ένας άνθρωπος, όταν πιστεύει σε κάτι, μπορεί να κάνει πολλά. Κι αυτό το πιστεύω.
ΜΕΖΕΣ ΝΤΟΜΑΤΑΣ
...και πώς κράτησε την κοπέλα
Στην ταινία Soul Kitchen, ο Αδάμ Μπουσδούκος υποδύεται τον Ζήνο, έναν ιδιοκτήτη εστιατορίου στο Αμβούργο ο οποίος υποφέρει από δισκοπάθεια, η φίλη του τον παράτησε για να πάει στη Σαγκάη, ένας άπληστος κτηματομεσίτης τον κυνηγά για να του πάρει το μαγαζί. Για να δώσει φρέσκια πνοή στο εστιατόριο, προσλαμβάνει έναν καινούριο, δημιουργικό μεν αλλά εκκεντρικό σεφ... Εν τέλει καταλήγει να αναλαμβάνει την κουζίνα, παρουσιάζοντας άλλο ένα αυτοβιογραφικό κομμάτι της ζωής του Αδάμ Μπουσδούκου στην ταινία.
«Έχω μάθει απ΄ τη μάνα μου να μαγειρεύω. Είμαι ο πιο μικρός, έχω ακόμα δύο αδέλφια και σαν μικρό παιδί έπρεπε πάντα να βοηθάω τη μάνα μου. Εμένα περίμεναν να είμαι κοπέλα, αλλά... δεν έγινα και κάπου έπρεπε να βγάζει τα απωθημένα της η μαμά. Και τα αδέλφια μου με έβαζαν να κάνω τα πάντα. «Τα πιάτα θα τα μαζέψεις εσύ», «εσύ θα πετάξεις τα σκουπίδια» κι όλα αυτά. Κι εγώ όμως ένιωθα ότι έπρεπε να βοηθήσω.
Ή θυμάμαι όταν έρχονταν οι θείοι μου, η μάνα μου άρχιζε να τους φέρνει μεζέδες να τρώνε. Και σαν μικρό παιδί, έξι χρονών, έβλεπα ό,τι έκανε η μάνα μου και όταν ερχόντουσαν οι ίδιοι τύποι, ξεκίναγα να κόβω ντομάτες και να τους προσφέρω με λίγο πιπέρι και λίγο αλάτι. Και γελάγανε και τους άρεσε και εγώ το πήρα στα σοβαρά. Εκεί ξεκίνησα να αγαπώ το φαΐ. Αλλά με βοήθησε πολύ, γιατί αν δεν το έκανα αυτό μπορεί να μην έπαιρνα το μαγαζί. Μ΄ άρεσε και ήξερα, έπιανε το χέρι μου λίγο, είχα μάγειρα στο μαγαζί, αλλά κάπου κάπου έμπαινα ο ίδιος στην κουζίνα».
Βιογραφικό ήταν επίσης στην ταινία το στοιχείο της δισκοπάθειας που υιοθέτησε ο πρωταγωνιστής, από την οποία όμως υπέφερε στην πραγματικότητα ο Φάτιχ Ακίν, όταν γραφόταν το σενάριο. Τον Μπουσδούκο τον είχε επίσης παρατήσει η κοπέλα του, είχε όμως και στην πραγματική του ζωή, όπως στην ταινία, happy end:
«Θέλω να ασχοληθώ πιο πολύ με τον κινηματογράφο. Και με την κοπέλα μου στο Αμβούργο. Την οποία γνώρισα στο μαγαζί, ήταν εκεί μαζί μου. Και δούλευε τόσο καλά... Μπορούσα όταν είχα γυρίσματα να της αφήσω το κλειδί, της είχα πολλή εμπιστοσύνη, προτού γίνουμε ζευγάρι. Κατέληξε να ξέρει περισσότερα από μένα. Χωρίς κόσμο γύρω σου, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Αυτό το έχω ξαναπεί αλλά... Και από το μαγαζί, το μόνο που κράτησα ήταν η κοπέλα. Που πήρα μαζί μου».