Η Κύπρος που αγάπησε ο Νίκος Παπάζογλου ήταν το κομμάτι της παλιάς Λευκωσίας. Ήταν η Κύπρος δίπλα στην Πράσινη Γραμμή και στο καφενείο "Πράσινη Γραμμή", του Σύμη και της Μαρίας. Ήταν τα πράσινα λεωφορεία που ήθελε να πάρει στη Θεσσαλονίκη και να διακινείται μ' αυτά στις περιοδείες του. Ήταν το αυτονόητο -και ρομαντικό- "όχι" στο σχέδιο Ανάν. Ο Σύμης και η Μαρία Σουκιούρογλου θυμούνται τον Νίκο που φιλοξένησαν στη Λευκωσία και που τους φιλοξένησε στη Θεσσαλονίκη πολλές φορές. Φίλος τους και φίλος όλων, ο Νίκος Παπάζογλου είναι... ήταν... είναι.
Γεια σου, είμαι ο Νίκος
«Το 1986 τον κατέβασε στην Κύπρο ο Σαββόπουλος για να τον γνωρίσει στο κοινό. Σε μια συναυλία υποστηρικτικά. Ελάχιστοι τον ήξεραν. Όπως κατέβασε την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Έτσι τους ξέρουμε. Η συναυλία του Σαββόπουλου ήταν στο Ανοιχτό Αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών. Τέλειωσε η συναυλία και εγώ είχα πάει με έναν φίλο μου Ελλαδίτη, τον Δημήτρη. Είχαμε τότε το καφενείο 'Η Πράσινη Γραμμή'. Μετά τη συναυλία ο Δημήτρης μου είπε να μείνουμε γιατί ήθελε να μιλήσει σε έναν φίλο του που ήταν μουσικός του Σαββόπουλου. Έμεινα, καθόμουν στην άκρη και έστριψα ένα τσιγάρο. Εκεί απέναντι βλέπω άλλον ένα μόνο του να καπνίζει. Βλέπω καλύτερα, ήταν ο Νίκος. Είπα να πάω να τον γνωρίσω.
- Γεια σου, είμαι η Μαρία.
- Γεια σου, Νίκος.
Του είπα 'τι θα κάνετε μετά απ' εδώ;'. Και είπε πως θα ήθελε να πάει μια βόλτα αλλά κάπου ετοιμάζουν να τους πάνε όλους μαζί. Θα τους έπαιρναν στο Bastione. Γέλασα εγώ. Πού αλλού θα έπαιρναν τον Σαββόπουλο...
Μου λέει 'χάλια;'. Του είπα ότι είναι ένας τόπος όπου δεν πάμε εμείς.
- Εσύ πού πας; μου είπε.
- Πουθενά, του είπα. Έχω δικό μου καφενείο.
- Και πού είναι; με ρώτησε.
- Πολύ κοντά εκεί που θα σας πάνε.
Γυάλισε το μάτι του. Του περιέγραψα το καφενείο, ότι είναι πάνω στην Πράσινη Γραμμή, ότι η αυλή είναι στη Νεκρή Ζώνη. Εξαπτόταν ο Νίκος. Μου είπε 'άκου να δεις τι θα κάνουμε: θα πάω μαζί τους και αφού είναι τόσο κοντά, να 'ρθεις και να τους πω ότι έχω κάτι φίλους που θέλω να δω. Να 'ρθεις και να με πάρεις'. Οπότε πάω. Εν τω μεταξύ ξέχασε πώς με λένε. Και είχε πει στους υπόλοιπους πως θα ερχόταν μια πολύ καλή του φίλη να τον πάρει.
Φτάνω εκεί, πάω στο τραπέζι, λέω 'καλησπέρα'. Σηκώνεται ο Νίκος, 'κούκλα μου!', λέει. Με αγκαλιάζει και μου ψιθυρίζει 'θύμησέ μου το όνομά σου'. Του ψιθυρίζω κι εγώ 'Μαρία'. Γυρίζει στους άλλους, με συστήνει, και φεύγουμε. Ανοίγουμε την πόρτα του καφενείου, μπαίνουμε μέσα. Και κερδίθηκε ο Νίκος. Και φυσικά κερδίσαμε κι εμείς γιατί ξεκινήσαμε να τον γνωρίζουμε ως άνθρωπο».
Τι σπουδαία σόμπα!
Σ.Σ.: Ο Νίκος είναι... ήταν ένας σπουδαίος άνθρωπος. Το κύριό του χαρακτηριστικό ήταν ότι είχε μια φυσική περιέργεια για όλα τα πράγματα. Μα ήταν υδραυλικά, ηλεκτρολογικά, πώς λειτουργεί μια σόμπα... Ήταν πιλότος αεροπλάνου, καπετάνιος, χτίστης, ηχολήπτης, ηλεκτρονικός. Ήταν τέτοια η περιέργεια -με την καλή έννοια- που είχε... Μια φορά πηγαίναμε στη Μητρόπολη στην Ευρύχου και έφτιαχναν τους δρόμους. 'Πήγαινε σιγά να δω', μου είπε. Κοιτάζει το δρόμο, λέει 'Μπράβο! Αυτοί ξέρουν πώς να κάνουν τη δουλειά τους. Αφήνουν τα σκύρα να στεγνώσουν...'. Άρχισε να μου μιλά για τη σύσταση του ασφαλτοστρώματος.
Μ.Π.: Αν ήθελες στη Θεσσαλονίκη να αγοράσεις μια πένσα ή μηχανή που κουρεύει το γκαζόν ή μια βίδα συγκεκριμένη, ήξερε να σε πάρει στο μαγαζί όπου υπήρχαν αυτά τα πράγματα. Η σωστή βίδα! Αφού τους στείλαμε σόμπες στη Θεσσαλονίκη [τις στρογγυλές τύπου "Αλαντίν"] γιατί μόλις τις είδε, ενθουσιάστηκε. 'Τι σπουδαία σόμπα'. Και στείλαμε φορτωτική.
Σ.Σ.: Ο Νίκος όμως πέρα από αυτά, για μένα είναι ο σύγχρονος ολικός άνθρωπος. Είναι καλός τραγουδιστής, είναι καλός μουσικός, είναι καλός τεχνίτης, αλλά δεν μένει ποτέ σ' αυτό. Είναι πάρα πολύ διαβασμένος άνθρωπος.
Μ.Π.: Ξεκίνησε να μελετά στα νιάτα του, ήταν Καστοριαδικός, είχε μια συνεχόμενη κριτική σκέψη πάνω σε όλα τα θέματα, είτε ήταν πολιτιστικά ή πολιτικά. Και είχε άποψη. Αλλά έμπαινε πάντα σε διάλογο. Κουβέντιαζε συνέχεια. Οπουδήποτε, με όποιο άνθρωπο, όποιου επιπέδου, όποιας απόχρωσης. Δεν υπήρχε άνθρωπος στη λαϊκή αγορά της Θεσσαλονίκης που δεν ήξερε τον Νίκο. Όχι φατσικά. Να έχουν κάτσει και να πιουν στο ίδιο τραπέζι.
Σ.Σ.: Ο Νίκος ήταν ένας παλιός άνθρωπος, παλιάς κοπής, παλαιού ήθους άνθρωπος, αλλά με σύγχρονους όρους, στο σήμερα. Η ηθική του ήταν παλιά. Και αυτό τού δημιούργησε μια σειρά από προβλήματα στη ζωή του. Συγκρούσεις με μια συγκεκριμένη νοοτροπία άλλων παραγωγών, κέντρατζηδων, ατζέντηδων... Έκανε το πρώτο στούντιο στη Θεσσαλονική, το Αγροτικόν, με αναλογικά μηχανήματα. Μόλις ξεπεράστηκαν αυτά και έπρεπε να γίνει ψηφιακή η ηχογράφηση, τα παράτησε. Κάποια στιγμή άρχισε να τον ξεπερνά η ιστορία. Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα προχωρούσαν με έναν τρόπο με τον οποίο ο ίδιος διαφωνούσε. Ήταν και πιο μεγάλος. Όλοι τείνουμε να τον θεωρούμε ως 50άρη αλλά ήταν 63.
Η εκδίκηση της γυφτιάς
Σ.Σ.: Ο τρόπος με τον οποίο ζούσε ο Νίκος, η συναναστροφή του, η σχέση του με την ύλη και με τους ανθρώπους, μπορεί να συνοψιστεί με τον τίτλο του πρώτου του δίσκου: η εκδίκηση της γυφτιάς. Συνήθιζε να πηγαίνει σε ένα ταβερνείο κοντά στο στούντιό του, με κρασοβάρελα. Αυτός ο μαγαζάτορας είναι εκείνος που κόντρα στο HACCP και τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούσε να διατηρήσει αυτό το μαγαζί με κρασοβάρελα. Ο Νίκος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Κατάφερνε να συντηρεί έναν τρόπο ο οποίος ήταν ο τρόπος των παιδικών του χρόνων. Ένας κόσμος που έζησε ως μικρός και νέος. Η Ελλάδα από το '74 και το '80 και μετά άρχισε να "εκσυγχρονίζεται". Ο Νίκος είναι εκείνος που πήγαινε όπου είχε τόπο που πραγματικά αντιστεκόταν στον εκσυγχρονισμό, ασυνείδητα, όχι συνειδητά, αυτοί οι γέροι δεν έκαναν συνειδητή αντίσταση σε μια αλλαγή. Έτσι ήταν. Και επειδή είναι τέτοιο το ελληνικό κράτος, μπορούσαν να επιβιώνουν παράλληλα διάφορες χρονικές περίοδοι... Είναι η εκδίκηση της γυφτιάς. Πολύ πετυχημένος τίτλος. Ένα πράγμα που θεωρείτο γύφτικο -εν προκειμένω το λαϊκό τραγούδι- έρχεται και σε εκδικείται και μπαίνει παντού. Αντίστοιχο πράγμα έκανε ο Τσιτσάνης το '30-'40 με το ρεμπέτικο που μπήκε στα σαλόνια. Τα "Σύνεργα" είναι ένας δίσκος που τον εκφράζει απόλυτα. Δεν υπάρχει τόπος στην παλιά Λευκωσία που να έχει εργαλεία και δεν τον πήραμε. Και στην οικογένεια Νικολάου, την τελευταία στην Κύπρο που φτιάχνει τα παλιά πράσινα λεωφορεία. Ήθελε να πάρει ένα τέτοιο Bedford στην Ελλάδα. Πήγαμε εκεί, τα είδε, του βρήκαν αυτοκίνητο να αγοράσει. Τα παλιά λεωφορεία δεν είναι μοναδικά μόνο για την αισθητική τους, εξ ου και ο λόγος που ενδιαφέρθηκε ο Νίκος. Πατέντα κυπριακή είναι. Υπάρχουν παρόμοια στην Ινδία, πουθενά αλλού. Ο τρόπος που τα έκαναν είναι όπως τα καράβια. Και ενθουσιάστηκε αυτός. Όποτε ερχόταν στην Κύπρο, ήμασταν εκεί. Αλλά τελικά δεν πήρε λεωφορείο μαζί του -ήθελε να κινούνται μ' αυτό για τις συναυλίες- γιατί οι νόμοι στην Ελλάδα ήταν πολύ περίεργοι για να έρθει λεωφορείο από το εξωτερικό. Έτσι ναυάγησε η ιδέα. Πηγαίναμε στους παλαιοπώλες, στον Ζανέττο τον μακαρίτη, να δει, να βρει ό,τι έψαχνε. Κι αυτό τον έκανε έναν ενδιαφέροντα άνθρωπο. Περιστρεφόταν ο κόσμος γύρω του. Ήταν εκ φύσεως το κέντρο. Ήταν χαρισματικός. Η αύρα, αν θέλεις, που εξέπεμπε, η ενέργεια, ήταν θετική ακόμη κι αν ήταν απογοητευμένος, θυμωμένος, πικραμένος.
Η Κύπρος και το «Ανάν»
Σ.Σ.: Για την Κύπρο η άποψή του ήταν ξεκάθαρη. Έγινε μια εισβολή και το νησί πρέπει να απελευθερωθεί από τους Τούρκους. Ήταν κόντρα στο σχέδιο Ανάν. Όλα αυτά μέσα σε μια κουλτούρα που μπορεί να σταθεί όταν είσαι εκτός Κύπρου. Δηλαδή από την πληροφόρηση που έχει κάποιος για τα αυτονόητα: αυτός ο τόπος έχει συγκεκριμένο πολιτισμό χιλιάδων ετών, ο κόσμος μιλά ελληνικά, είναι χριστιανοί -τον ίδιο δεν τον ενδιέφερε αυτό ιδιαίτερα αλλά ως πολιτισμικό στοιχείο-, ήρθαν οι Τούρκοι και κατέλαβαν ένα μέρος του, οφείλουν να φύγουν και φυσικά να ζήσουν εδώ οι Τουρκοκύπριοι με ίσα δικαιώματα κλπ. Δεν ήταν "Τουρκοφάγος". Αλλά δεν μπορούσε να αντιληφθεί την κουλτούρα του ότι φταίξαμε κι εμείς. Η Κύπρος του άρεσε πάρα πολύ. Και ο κόσμος της. Αλλά γνώρισε την Κύπρο μέσα από τα δικά μας μάτια. Κι εγώ πάντα του έλεγα: Ρε Νίκο, τώρα ο τρόπος που βλέπεις τη ζωή στην Κύπρο, είναι μια φούσκα. Δεν είμαστε η Κύπρος, δεν εκπροσωπούμε την Κύπρο, βλέπεις ένα μικρό κομματάκι της. Έλεγε πάντα πως οι καλύτερες συναυλίες που έδωσε ήταν στην "Πράσινη Γραμμή" του Σύμη και της Μαρίας. Η "Πράσινη Γραμμή" τότε είχε και μια άλλη δυναμική. Δεν ήταν απαγκιστρωμένη η Νεκρή Ζώνη. Έπαιζε ο Νίκος και γύρω γύρω ήταν κολλημένοι στα τέλια οι στρατιώτες για να τον ακούνε να παίζει. Και όπως καθόμασταν στην αυλή, ακούγαμε και τους Τούρκους στρατιώτες που μιλούσαν, και τις εφόδους και το ξύλο που έτρωγαν από τους λοχίες τους.
Μ.Π.: Πρόσεξε όμως τη διαφορά κάποιου εθνικιστή Κύπριου απ' αυτό τον άνθρωπο: ήταν μεγάλη η συγκίνηση του Γιάννη (Κολοβού) και του Νίκου όταν άκουγαν τον χότζα. Για εκείνους και η Θεσσαλονίκη είναι βυζαντινή πόλη. Τι σημαίνει βυζαντινή πόλη; Ότι και οι Οθωμανοί είναι μέρος της πόλης. Και το οθωμανικό στοιχείο είναι αναμενόμενο.
«Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα»
Σ.Σ.: Αυτό το πράγμα το βρήκε στην αυλή μας. Τον πήραμε ένα γύρο να δει τα φυλάκια -ήταν μόλις απαγκιστρώθηκε η Νεκρή Ζώνη την τρίτη φορά που ήρθε- και είδε την ταμπέλα. Που δείχνει και το επίπεδο της οργάνωσης της Εθνικής Φρουράς. Είχε μια πουρούδα εκεί και έγραφε "αν κινδυνεύεις παίξει την πουρούδα". Παλάβωσε ο άνθρωπος. Κι ήταν καρφωμένη μέσα στα ορύγματα. Ενθουσιάστηκε μ' αυτό το πράγμα. Και το αναφέρνει και στο δίσκο.
Μ.Π.: Ήταν εκείνος που θα έλεγε στην παρέα τα νέα ανέκδοτα. Και ιστορίες ατέλειωτες.
Σ.Σ.: Κάθε μέρα γύριζε στην αγορά της Θεσσαλονίκης. Ήταν το "έξω" του. Μπορεί να μην αγόραζε τίποτα. Πρόπερσι, βρεθήκαμε εκεί. Ήταν ήδη αδυνατισμένος. Δεν έλεγε τίποτα όμως. Κάτσαμε σε ένα ταβερνάκι με μεζέδες και τσίπουρα για τρεις-τέσσερις ώρες. Θα πέρασαν 500 άτομα απ' εκεί, και όλοι σταματούσαν να του μιλήσουν. Λες κι ήταν ο δήμαρχος. Είναι γνωστός επειδή είναι καλλιτέχνης για τόσα χρόνια αλλά είναι και... ο Νίκος. Τον ήξεραν όλοι. Η συμπεριφορά του κόσμου, η αγάπη που του έδειχναν. Τι ευτυχία να μπορείς να δίνεις τόση χαρά στους ανθρώπους. Να σε βλέπουν και να ανοίγει η καρδιά σου.