Γράφει η Χριστίνα Λάμπρου, 5.6.2011
Μνημεία σε παρόντα χρόνο
«Με την Πύλη Αμμοχώστου στα δεξιά σου, θα πας ευθεία μέχρι το αρχαίο τείχος, θα στρίψεις μετά δεξιά και θα πας ευθεία στο νέο δημαρχείο...», Εκτός από σημεία αναφοράς για την πλοήγησή μας στην πόλη, τι άλλο μπορεί είναι οι αρχαιολογικοί χώροι και τα μνημεία που υπάρχουν ανάμεσά μας; Ρωτήσαμε τον μουσειολόγο Κώστα Αρβανίτη, για τη θέση που έχει το παρελθόν στη σύγχρονη πόλη.
Πόσο μέρος της καθημερινότητάς μας είναι η αρχαιολογία; Ποια είναι η θέση των αρχαίων μνημείων στη ζωή της πόλης; Με ποιο τρόπο μπορεί ένας αρχαιολογικός χώρος ή ένα μνημείο να αποτελεί ζωντανό σημείο αναφοράς στη σημερινή ζωή μιας πόλης; Αν τα έργα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη στη Λευκωσία ασχολούνται με τη μελλοντική εικόνα της, φέρνουν παράλληλα στην επιφάνεια «αποσπάσματα» από την παρελθοντική εικόνα της. Ανοίγουν μια χρονική παύση στις διαδικασίες ανέγερσης και κατασκευής των νέων έργων, κατά την οποία διάφορες κρατικές υπηρεσίες, τμήματα και [όλο και περισσότερες] ομάδες οργανωμένων πολιτών διαπραγματεύονται συγκρουόμενες απόψεις. Με πιο έντονο το παράδειγμα των ανασκαφών στο χώρο ανέγερσης του νέου δημαρχείου και πιο πρόσφατο την ανάπλαση της Πλατείας Ελευθερίας στη Λευκωσία, το παρελθόν επιμένει να εμφανίζεται στο παρόν απαιτώντας το μερίδιό του από τη σημερινή ζωή της πόλης.
Για τη σχέση της αρχαιολογίας με την καθημερινότητα, μιλήσαμε με τον μουσειολόγο Κώστα Αρβανίτη, ο οποίος βρέθηκε στη Λευκωσία για το σεμινάριο με τίτλο «Μουσείο και Μνήμη: Τα αντικείμενα διηγούνται της ιστορία σας, μουσειολογικές προσεγγίσεις», το οποίο διοργανώθηκε από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα Μουσείου.
Φορείς νοημάτων
Με βάση την αρχαιολογία, ο δρ Αρβανίτης ερευνά τη σχέση των μουσείων με την τεχνολογία, τον τρόπο με τον οποίο τα μουσεία ερμηνεύουν τα αντικείμενα αλλά και τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν με το κοινό τους. Του ζητήσαμε λοιπόν να μας δώσει τη δική του ερμηνεία για τη γοητεία του παρελθόντος. Τι είναι αυτό που κάνει τα αντικείμενα αυτά που έρχονται από μια άλλη εποχή τόσο πολύτιμα εκθέματα ώστε να κτίζονται συλλογές και μουσεία για χάρη τους; «Εξαρτόμαστε από τα αντικείμενα, διότι τα αντικείμενα είναι φορείς νοημάτων. Μέσα από ένα αντικείμενο αναπλάθεις την ιστορία του ανθρώπου. Είναι ένας από τους βασικούς λόγους της σύνδεσής μας με τα αντικείμενα. Και ένας από τους κύριους λόγους βέβαια που έχουμε συλλογές αντικειμένων, διότι θεωρούμε ότι η αξία τους δεν έχει να κάνει μόνο με την υλικότητά τους, αλλά και διότι είναι τα υλικά κατάλοιπα μιας άλλη εποχής, μιας άλλη ζωής, μιας άλλης κοινωνίας. Αυτή η μετωνυμική τους σχέση με το παρελθόν είναι αυτό που τα κάνει ιδιαίτερα πολύτιμα για τις σύγχρονες κοινωνίες».
Υπαίθρια μουσεία
Ένας από τους κύριους άξονες της έρευνας του Κ. Αρβανίτη είναι η σχέση της αρχαιολογίας με την καθημερινότητα. Μια πρώτη προφανής πλευρά είναι η σχέση του επισκέπτη ενός μουσείου που μέσα από τα εκθέματα έρχεται σε επαφή με μια απόμακρη καθημερινότητα [σε χρόνο ή σε τόπο]. Την ίδια στιγμή το μουσείο σαν κτήριο μέσα στην πόλη, έχει μια σχέση με την καθημερινότητα του αστικού αυτού πλαισίου. «Επίσης πολύ σημαντική είναι η σχέση του κάτοικου μιας πόλης με τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της πόλης, τα οποία αποτελούν έναν μουσειολογικό χώρο εκτός μουσείου. Είναι αυτή η έννοια της καθημερινότητας η οποία υπάρχει και ως υποενότητα της κοινωνιολογίας. Ο Lefebvre και ο de Cetreau έχουν μιλήσει για τη σημασία της καθημερινότητας στον τρόπο με τον οποίο ζούμε, αντιλαμβανόμαστε την πόλη και κινούμαστε σ’ αυτήν. Η θεωρία της καθημερινότητας λέει ότι στην καθημερινή σου ζωή τα αντικείμενα και οι χώροι οικειοποιούνται από σένα, ερμηνεύονται δηλαδή στην πράξη από τους χρήστες - ή από τους κατοίκους όταν αναφερόμαστε στην πόλη. Ένα αντικείμενο λοιπόν από την καθημερινότητά μας μπορεί να αποκτήσει περισσότερες από μία χρήσεις και σημασίες. Με έναν παρόμοιο τρόπο αυτό που με ενδιέφερε να δω ήταν ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που διατηρούνται σε καθημερινούς χώρους –σε πλατείες, δρόμους, γέφυρες κλπ- και τα οποία διατηρούν την αρχαιολογική τους φύση, αλλά και μια μουσειολογική αύρα. Πώς λοιπόν αυτά ερμηνεύονται από τους κατοίκους μιας πόλης στην καθημερινότητά τους; Είναι ορατά ως αρχαιολογικά κατάλοιπα; Αντιμετωπίζονται ως αρχαιολογικοί χώροι εκτός μουσείου; Ή είναι κάτι διαφορετικό;».
Η εμφάνιση ενός μνημείου
Ερευνώντας ένα γνωστό σημείο της πόλης της Θεσσαλονίκης, ο μουσειολόγος έφτασε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα: «Ο τρόπος που βλέπουμε αλλά και χρησιμοποιούμε αυτούς τους χώρους δεν ακολουθεί τους κανόνες της αρχαιολογικής πρόσληψης ή τους κανόνες τους μουσειολογίας. Ακολουθεί τους κανόνες της καθημερινότητας. Ένα απλό παράδειγμα είναι στη Θεσσαλονίκη η Αψίδα του Γαλέριου, που είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στην καθημερινότητά μας την ονομάζουμε Καμάρα. Η Καμάρα λοιπόν, είναι σημείο συνάντησης στην πόλη, κάτι πολύ συνηθισμένο για τέτοιου είδους μνημεία. Δεν είναι ένας χώρος τον οποίο επισκέπτεσαι επί τούτου, όπως επισκέπτεσαι έναν αρχαιολογικό χώρο στις διακοπές σου. Αυτό, ο Levebvre το ονομάζει «ρυθμό» της καθημερινότητας: Δηλαδή, στο ρυθμό της καθημερινής μας ζωής τείνουμε να το κάνουμε μέρος των δραστηριοτήτων μας, γι’ αυτό και η Καμάρα γίνεται σημείο συνάντησης. Μαζί όμως με το ρυθμό, υπάρχει κι η «αρρυθμία» της καθημερινότητας. Τί είναι η αρρυθμία της καθημερινότητας; Ας υποθέσουμε ότι δίνεις ένα ραντεβού στην Καμάρα στις 12 το μεσημέρι. Φτάνεις στο ραντεβού σου, αυτός όμως με τον οποίο θα συναντηθείς δεν έχει ακόμα έρθει. Οπότε περιμένεις, ανάλογα με τον αποδεκτό χρόνο αναμονής -15 λεπτά ας πούμε. Όταν ξεπεράσεις αυτό το χρόνο που θεωρείς αποδεκτό αρχίζεις πλέον να κάνεις άλλα πράγματα. Αυτό που παρατήρησα ήταν ότι ενώ στα πρώτα λεπτά, οι άνθρωποι που περίμεναν είχαν την πλάτη τους γυρισμένη στο μνημείο, με τη διακοπή του ρυθμού – την αργοπορία της καθορισμένης συνάντησης- στρέφονταν και έβλεπαν το μνημείο, έκαναν μια βόλτα γύρω από το μνημείο, διάβαζαν ακόμη και την πινακίδα που ήταν κρυμμένη πίσω από αυτό. Αυτό τι δείχνει για μένα; Δείχνει ότι σ’ αυτές τις στιγμές «αρρυθμίας» της καθημερινότητας το μνημείο επανεμφανίζει αυτή την αρχαιολογικότητά του, το συμβολισμό του, ακόμη και η μουσειολογικότητά του. Η οποία στο ρυθμό της καθημερινότητας, όπου το μνημείο λειτουργεί ως σημείο συνάντησης, δεν είναι τόσο εμφανής».
Αρχαιολογικό δημαρχείο
Ποια, άραγε, θα είναι η εμπειρία του μελλοντικού κατοίκου ή επισκέπτη της Λευκωσίας, ο οποίος βρίσκεται για παράδειγμα μπροστά στον αρχαιολογικό χώρο του νέου δημαρχείου; «Είναι ενδιαφέρον το παράδειγμα του χώρου στο νέο δημαρχείο, γιατί εδώ έχουμε πλέον ξεκάθαρα έναν μουσειολογικό χώρο. Η μακέτα εδώ [σ.σ. η τρισδιάστατη απεικόνιση του χώρου όπως αυτή δόθηκε στη δημοσιότητα] οριοθετεί τον αρχαιολογικό χώρο, ακόμη και με φυσικά όρια, όπως οι ράμπες, τα κάγκελα, οι πινακίδες, καθορίζει το χώρο, τον βγάζει από την καθημερινότητα σου και σου λέει, αυτός εδώ είναι ένας αρχαιολογικός χώρος. Δεν έχει πλέον την αθωότητα, ή τη φυσικότητα μιας πιο εύκολης πρόσβασης, όπου μπορείς να ξεχαστείς, να ξεχάσεις πως βρίσκεσαι πλάι σε ένα αρχαιολογικό μνημείο. Ο τομέας αυτός που ονομάστηκε public arcaeology, ο τρόπος με τον οποίο η αρχαιολογία είδε τη σχέση αρχαιολογικών κατάλοιπων και κατοίκων της πόλης, ήταν μέσα από την οργανική σχέση των κατάλοιπων αυτών με τον αστικό και τον κοινωνικό ιστό. Ο συλλογισμός ήταν περίπου ‘Θα τα αφήσουμε ελεύθερα, δε θα τα ορίσουμε με κιγκλιδώματα για παράδειγμα ή ράμπες και θα γίνουνε μέρος της καθημερινότητάς μας’. Στην πράξη αυτό δεν έγινε, διότι ακριβώς τείνουμε να ξεχνάμε ότι αυτό το μνημείο επειδή ακριβώς είναι μνημείο και διατηρείται, έχει και κάποιες συγκεκριμένες ποιότητες οι οποίες πρέπει να διατηρούνται. Πια, και στην Καμάρα, υπάρχει και ένα κιγκλίδωμα γύρω-γύρω. Το κιγκλίδωμα αυτό σε αποκλείει από το να έχεις φυσική πρόσβαση στο αντικείμενο ή στο μνημείο, αλλά είναι ένα κιγκλίδωμα το οποίο δεν είναι τόσο οργανωμένο όσο αυτό του νέου δημαρχείου, το οποίο διαμορφώνει έναν επισκέψιμο χώρο.
[Α]ορατό παρελθόν
Το παράδειγμα του νέου δημαρχείου, έργο το οποίο καθυστέρησε εξαιτίας της σημασίας του αρχαιολογικού χώρου που βρέθηκε στο καθορισμένο σημείο ανέγερσής του θέτει πρώτα το ερώτημα: Γιατί θεωρούμε πως είναι σημαντικό να διατηρούμε τους αρχαιολογικούς χώρους; Και μετά: Τι είναι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να διατηρούμε κάποια πράγματα ως μέρος του παρελθόντος μας και αντίστοιχα να μην διατηρούμε κάποια άλλα; «Δεν υπάρχει μεγάλη διαφωνία στη διατήρηση του παρελθόντος. Εκεί που υπάρχει διαφωνία είναι στο ποιο είναι αυτό το παρελθόν που διατηρούμε. Σημαντικό είναι να δούμε ποιο παρελθόν είναι που θέλουμε να διατηρήσουμε, αλλά και ποιο είναι το παρελθόν που Δεν θέλουμε να διατηρήσουμε. Το ερώτημα αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και για τα μουσεία. Ένα μουσείο είναι ενδιαφέρον να το μελετήσει κανείς, όχι μόνο για τις ιστορίες που λέει, αλλά και για τις ιστορίες που δε λέει, τα αντικείμενα που δεν δείχνει».
Γιατί, όμως, τελικά είναι γενικά αποδεκτό ότι μια πόλη χρειάζεται να έχει τα σημεία αυτά όπου να μπορεί κανείς να διακρίνει την παρουσία του παρελθόντος; «Νομίζω ότι αυτό που είναι αρκετά σημαντικό για μια πόλη είναι να μπορεί να αναστοχάζεται. Και ένας τρόπος αναστοχασμού της πόλης είναι μέσω των κατάλοιπων του παρελθόντος. Η εμπειρία του κάτοικου μιας πόλης καθορίζεται από το περιβάλλον στο οποίο ζει. Αν το περιβάλλον αυτό περιέχει ή δεν περιέχει αρχαιολογικά κατάλοιπα θα επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο ο κάτοικος αντιλαμβάνεται, όχι μόνο την πόλη αυτή καθ’ εαυτή, αλλά τη δική του θέση σε αυτή την πόλη».