Γράφει η Μερόπη Μωυσέως / Φωτογραφία Παύλος Βρυωνίδης
Πώς η φράση «Ήταν μια πελλάρα» αποτέλεσε το έναυσμα για τη θεατρική παραγωγή που θα δούμε στο Παλιό Ξυδάδικο από τις 30 Οκτωβρίου, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τους «γείτονές» μας, τους Τουρκοκύπριους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς και τον τόπο μας.
Μια δεξαμενή σε σχήμα Π είναι το σκηνικό της θεατρικής παραγωγής «Το πλοίο των τρελών», που θα δούμε στο Παλιό Ξυδάδικο από τις 30 Οκτωβρίου και για επτά ακόμη παραστάσεις μέχρι τις 9 Νοεμβρίου.
Περνώντας από μια σκοτεινή πλατφόρμα που σχεδίασαν -όπως και ολόκληρο το σκηνικό- η Έλενα Κοτασβίλι και ο Αλέξης Βαγιανός, το κοινό θα παρακολουθεί τους ηθοποιούς -τις ψυχές, όπως τις αποκαλούν ο σκηνοθέτης και η δραματουργός του έργου- μέσα στο νερό, σε ένα προσωπικό ταξίδι αναζήτησης.
Οι έννοιες του Εγώ, του Άλλου, του καθρέφτη που χωρίζει τα όμοια και τα κάνει αλλιώτικα για να γίνουν ξανά ένα, η αυτοκριτική και τα ερωτήματα για τους διπλανούς μας και για εμάς τους ίδιους βρίθουν σε αυτή την παράσταση - αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2013 στο πλαίσιο του προγράμματος «Τα τραγούδια των γειτόνων μου».
«Οι προσωπικές μαρτυρίες, τα τραγούδια και οι ιστορίες των Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων που συλλέχθηκαν στα πλαίσια των προηγούμενων δράσεων του προγράμματος μάς φάνηκαν σαν ένας αντικατοπτρισμός των ίδιων συναισθημάτων, διαθέσεων και αντιλήψεων. Έτσι επικεντρωθήκαμε στην ανθρώπινη διάσταση του θέματος, στο πώς αντιλαμβανόμαστε τον Άλλο, πώς μαθαίνουμε εμείς τον εαυτό μας μέσα από τον Άλλο, πώς δρούμε στο περιβάλλον μας και στα πλαίσια διάφορων κοινωνικών συνθηκών», σημειώνουν οι συντελεστές της παραγωγής στην επίσημη ανακοίνωσή τους.
Ο σκηνοθέτης του έργου Λούκας Βαλέβσκι, ο οποίος κρατά και έναν από τους τρεις ρόλους στην παράσταση, και η δραματουργός Κωνσταντίνα Πήτερ εξηγούν πώς πήραν το νήμα από τις προηγούμενες δράσεις του προγράμματος «Τα τραγούδια των γειτόνων μου» για να φτάσουν σε αυτή τη θεατρική παράσταση, η οποία χρησιμοποιεί αποσπάσματα από το βιβλίο «Το πλοίο των τρελών», μια κοινωνική σάτιρα του Σεμπάστιαν Μπραντ από το 1494, και τα σμίγει με κομμάτια από το μυθιστόρημα «Φερντυτούρκε» του Βιτόλντ Γκόπροβιτς, το υπό έκδοση έργο του νεαρού Κύπριου συγγραφέα Σοφρώνη Σοφρωνίου «Οι πρωτόπλαστοι» και το γνωστό «Άκου Ανθρωπάκο», του Βίλχελμ Ράιχ.
«Ήταν μια πελλάρα»
«Ξεκινήσαμε μια έρευνα που ήταν η βάση για την παράσταση, ώστε να συναντηθούμε με τους Τουρκοκύπριους και να ψάξουμε τραγούδια. Πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι η σχέση μας δεν είναι καθόλου εύκολη. Όλο το θέμα του να κάνεις ένα ευρωπαϊκό πρότζεκτ είναι ουσιαστικά για να κοιτάξεις τις πολλές προκαταλήψεις για την άλλη πλευρά. Υπάρχει ένας προβληματισμός και, μέσα από τις σχέσεις που είχαμε την ευκαιρία να αποκτήσουμε, καταλάβαμε ότι ζούμε σε μια χώρα με έναν καθρέφτη στη μέση και με έναν τρόπο δεν περνά η κάθε εικόνα στην αντίστοιχη άλλη πλευρά. Εμείς, κυρίως, δεν βλέπουμε καθαρά τους Τ/κύπριους σήμερα, παρά μόνο μέσα από τα γεγονότα που μας τραυμάτισαν και μας άγγιξαν. Για αυτούς είναι ακόμη πιο περίπλοκη η κατάσταση, γιατί είναι περικυκλωμένοι από τρεις πλευρές. Είναι σαν μια μειονότητα», σημειώνει ο σκηνοθέτης Λούκας Βαλέβσκι.
Πώς περνούν όλα αυτά τα ζητήματα, όλη αυτή την προκατάληψη, τα τραύματα, τη διάθεση να τα ξεπεράσεις σε μια παράσταση;
«Ξεκινήσαμε από την ιδέα του τραγουδιού: ότι κάνουμε κάτι μαζί και βρίσκουμε μια κοινή παράδοση για να προχωρήσουμε στην ιδέα της απόκτησης μιας καινούργιας σχέσης», αναφέρει ο σκηνοθέτης και εξηγεί πώς η φράση ενός 60χρονου Τουρκοκύπριου μουσικού έδωσε το έναυσμα για το «Πλοίο των τρελών»:
«Δουλεύαμε μ’ αυτό τον μουσικό στο πλαίσιο της έρευνας για το πρόγραμμα ‘Τα τραγούδια των γειτόνων μου’. Συζητούσαμε για την κυπριακή ιστορία και όσα συνέβησαν και, σε μια στιγμή, αφού μού αφηγήθηκε πώς ήταν η ζωή πριν, πώς ήταν οι γάμοι, οι οικογενειακές σχέσεις, ιστορίες πραγματικές από το χωριό του, φτάσαμε στο 1974 και μου είπε: ‘Ήταν μια πελλάρα’. Δεν μου είπε τίποτα άλλο για το ’74: πώς το είδε, πώς το αναλύει πολιτικά, απλώς ‘ήταν μια πελλάρα’ και τίποτα άλλο. Άρχισα να σκέφτομαι ότι όντως είναι μια τρέλα όταν βλέπουμε γύρω μας πολέμους, βία, εμφυλίους. Είναι μια τρέλα όταν ο άνθρωπος θέλει να διεκδικήσει κάποια πράγματα με τη βία, να διεκδικεί με βία τα δικαιώματά του. Απ’ εκεί και πέρα βρέθηκε το βιβλίο του Φουκώ ‘Η ιστορία της τρέλας’ και από τους πρώτους στίχους κιόλας αναφέρεται ‘Το πλοίο των τρελών’. Μια φράση μεταφορική και πραγματική μαζί, για ανθρώπους με ψυχολογικά προβλήματα που τους έστελναν στη θάλασσα για να τους ξεφορτωθεί η κοινωνία. Εκεί αναφέρεται το βιβλίο του Σεμπάστιαν Μπραντ με τον ίδιο τίτλο, που γράφτηκε το 1494 και είναι μια σάτιρα πάνω στην τότε κοινωνία, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στο θρησκευτικό υπόβαθρο. Ο Μπραντ ασκεί κριτική σαν ορθόδοξος. Ωστόσο δεν χρειάζεται να εμπλέξουμε την πίστη για να δούμε τη στρέβλωση της κοινωνίας. Καταλάβαμε, δε, ότι πάρα πολλά θέματα που γράφτηκαν στα βιβλία τότε ισχύουν μέχρι σήμερα. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι δεν προχωρήσαμε καθόλου;».
Από το τοπικό στο διεθνές
«Με αυτά ως βάση», εξηγεί ο Λούκας Βαλέβσκι, «αναζητήσαμε κι άλλα κείμενα και τότε ένιωσα πως μας ενδιαφέρει το ανθρωπολογικό στοιχείο πάνω σ’ αυτό το θέμα, το οποίο είναι πραγματικά επίκαιρο: είδαμε από τους εταίρους μας στην Πολωνία και στην Ιταλία [σ.σ. οι οποίοι εμπλέκονται στο ίδιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα] ότι τα θέματα που θεωρούμε τραυματικά φέρουν ακόμη πιο πολλά σημαίνοντα. Εμείς βρίσκουμε το θέμα μας πάρα πολύ φρέσκο και ευαίσθητο, γιατί πέρασαν 40 χρόνια από την εισβολή και δεν θέλουμε να το αγγίξουμε για να μην προκαλούμε. Πολλοί δεν μιλούν για το τι έγινε, το βάζουν στην άκρη. Μόνος τρόπος για να μιλήσεις για αυτό το θέμα είναι να το τοποθετήσεις σε πιο μεγάλο πλαίσιο, αυτό της ανθρωπότητας.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να φύγουμε από τη χώρα μας, να κοιτάξουμε τι γίνεται στους ανθρώπους και γιατί φτάνουμε σε τέτοιες καταστάσεις, σε διεθνές επίπεδο. Και εκεί εμφανίζεται ο Πολωνός συγγραφέας Βιτόλντ Γκόπροβιτς με το ‘Φερντυτούρκε’, ο οποίος κάνει λόγο για την παράνοια της κοινωνίας και για το πώς ο ίδιος στέκεται μέσα σ’ αυτή την κοινωνία».
Γραμμική ακολουθία
«Ήταν δύσκολο εγχείρημα το ότι πήραμε αυτά τα αποσπάσματα και έπρεπε να τα βάλουμε σε μια σειρά. Σκεφτήκαμε ότι τα άτομα αυτά, οι ψυχές που βρίσκονται στην παράσταση περνούν από ένα ταξίδι που έχει να κάνει με το ψυχολογικό ψάξιμο και τους προβληματισμούς τους. Το έργο ξεκινά με τους δύο ηθοποιούς [σ.σ. Μάριο Ιωάννου και Μάριο Κωνσταντίνου] στο πηγάδι», αναφέρει η δραματουργός Κωνσταντίνα Πήτερ.
Σ’ αυτό το πηγάδι θα ακούσουμε ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση έργο του Σωφρονίου [από τις Εκδόσεις Ροδακιό] με τίτλο «Οι πρωτόπλαστοι», στο οποίο ο συγγραφέας διηγείται πολύ άμεσα, χωρίς καμιά δραματοποίηση.
«Την ώρα που σε ζορίζουν ετούτοι με τα θολωμένα μυαλά, δυο πράματα μπορείς: να καταλάβεις τα ίδια με κείνους, για να τους κάμεις να χαρούν πως σ’ έκαμαν δικό τους, ή να σιωπήσεις και να δεχτείς ό,τι κλουθήσει. ‘Εγώ εσιώπησα’. Εξόν απ’ το βιολί, τους ανθρώπους της περιοχής μου, το χωράφι, τα ζωντανά και τη γυναίκα μου, άλλα πολλά δεν έξερα. Τι να τους έλεα; Ότι δεν έφταια που μου ’τυχε να γεννηθώ στην ίδια χώρα με κείνους και που η πρώτη μου γλώσσα ήτουν άλλη απ’ τη δική τους; Με τράβηξαν με θυμό και με χτύπησαν άγρια. Με πυροβόλησαν κι έπεσα στο πηγάδι. Ύστερα βάλθηκαν να ρίχνουν πέτρες και μαχαίρια και τσάπες, όπου έβρισκαν. Έκαμαν χάζι ώσπου στοίβαξαν τον θάνατο δίπλα στα κόκαλα, το κρέας και τις φλέβες μου. Οι δικοί μου με σύναξαν όπως όπως λίγες μέρες κατόπιν και με κήδεψαν, αφού πρώτα μ’ έχωσαν πετσοκομμένο στη νεκρόκασα. Μείνανε πίσω κάποια κομμάτια μου. Τέτοια σκοτεινιά που ’χε στο πηγάδι, χαμπάρι δεν πήρανε τους άλλους που βρισκόντουσαν εκεί μέσα από χρόνια. [...] …Αυτούς τους νεκρούς τους είπαν ξανά πεσόντες πολέμου. Κάποτε, μας στούπωσαν από πάνω με κάμποσο χώμα, για να μην μας πιάνει ανθρώπου μάτι. Πάντως, αν ρωτάτε εμένα, άρκεψα να δέχομαι ότι τα ηφαίστεια του κόσμου σκάνε κατά καιρούς για να μας φτύσουν στα μούτρα ό,τι έχουμε ρίξει στα πηγάδια μας -και θαρρούμε πως το ’χουμε ξεφορτωθεί για πάντα».