Παράθυρο logo
57η Μπιενάλε Τέχνης Βενετίας | Ο χρόνος μέσα στη ζωγραφική
Δημοσιεύθηκε 23.01.2017
57η Μπιενάλε Τέχνης Βενετίας | Ο χρόνος μέσα στη ζωγραφική

Συνέντευξη στη Χριστίνα Λάμπρου


Για την «ενεργοποίηση διάφορων πραγματικοτήτων» και πιθανοτήτων μέσα στο χώρο που ανοίγει η ζωγραφική, μιλά στη συνέντευξη που ακολουθεί ο Jan Verwoert ο οποίος επιμελείται την έκθεση του Κυπριακού Περιπτέρου στην 57η Μπιενάλε Βενετίας.


Ξετυλίγοντας ένα περίπλοκο προσχέδιο ιδεών για την έκθεση όπου ο Πόλυς Πεσλίκας θα εκπροσωπήσει την Κύπρο, φιλοξενώντας παράλληλα μια σειρά από παρεμβάσεις και ανταλλαγές με την καλλιτεχνική ομάδα Νεωτερισμοί Τουμάζου (Ο. Λαζούρας, Μ. Ξενοφώντος, Μ. Τουμάζου), τη συγγραφέα Mirene Arsanios και τον κεραμίστα Βαλεντίνο Χαραλάμπους, ο συγγραφέας και επιμελητής εξηγεί την ιδέα του για την ζωγραφική σαν χώρο φιλοξενίας και για την έκθεση σαν ένα χώρο όπου να επιβραδύνεται ο χρόνος. Ή, όπως λέει ο ίδιος: «Είναι μια ταπεινή απόπειρα να δημιουργήσουμε ένα χώρο όπου οι ιστορίες και οι εικόνες να δημιουργούν την πιθανότητα μιας συνάντησης ή μιας ανταλλαγής».


Ποια είναι αυτή τη στιγμή η εικόνα που έχετε στο μυαλό σας για την έκθεση του Κυπριακού Περιπτέρου;


Ένας χώρος, μέσα στο περιβάλλον της Μπιενάλε Βενετίας, όπου οι επισκέπτες θα θέλουν να περάσουν χρόνο και να βιώσουν την εμπειρία των έργων. Έτσι, είναι σημαντικό για μένα να επιτρέψω στα έργα του Πόλυ Πεσλίκα να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα μέσα στο χώρο η οποία να μεταφράζει αυτή την ιδιαίτερη εμπειρία που είναι εγγενής στα έργα του.


Αναπτύσσοντας το σκεπτικό της έκθεσης βλέπω ένα φιλόξενο χώρο, ένα χώρο όπου η ζωγραφική καλωσορίζει τον θεατή, ένα χώρο όπου η ζωγραφική παίζει ένα ιδιαίτερο ρόλο: αυτό του οικοδεσπότη, ο οποίος παραδειγματικά παρουσιάζει τη σημασία της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον οικοδεσπότη και τον φιλοξενούμενο.


Ο χώρος της έκθεσης θα περιέχει ένα δεύτερο χώρο – το χώρο των προσκεκλημένων επισκεπτών. Ο δεύτερος αυτός χώρος θα πάρει μορφή μέσα από τη φόρμα μιας έκδοσης η οποία θα είναι παρούσα και πολύ ορατή στην έκθεση και μετά μέσα από μια σειρά δράσεων. Η έκδοση η ίδια θα είναι σαν μια δεύτερη αρχιτεκτονική μέσα στην πρώτη, όπου η πρώτη είναι ο χώρος που ανοίγεται από το ζωγραφικό έργο για να φιλοξενήσει τους επισκέπτες και ο δεύτερος είναι η έκδοση σαν ένθετο της έκθεση όπου θα φιλοξενούνται οι φωνές των προσκεκλημένων καλλιτεχνών. Ιδανικά θα δημιουργηθεί μια ‘διάθεση’ ανάμεσά τους ώστε να μπορεί κανείς να κοιτάζει τους πίνακες με την ταχύτητα της ανάγνωσης και να διαβάζει την έκδοση στην ταχύτητα που ορίζει η διαχρονικότητα της ζωγραφικής. Ένα παράδειγμα που σκέφτομαι είναι αυτό του να ανοίγεις μια εφημερίδα σε δημόσιο χώρο, όπως συνέβαινε στις μέρες που ο κόσμος διάβαζε την εφημερίδα του στο τρένο ή στο καφέ. Μπαίνοντας στο χώρο διαπίστωνες ότι οι άνθρωποι αυτοί υπάρχουν στο χώρο του τρένου ή του καφέ αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν και μέσα στο δικό τους χώρο που είναι αυτά τα ξεδιπλωμένα φύλλα χαρτιού της εφημερίδας. Μια εφήμερη χάρτινη αρχιτεκτονική που περιβάλλει το διάβασμα.


Μου αρέσει πάρα πολύ, ο τρόπος με τον οποίο η Hanna Arendt αναπτύσσει την έννοια της «πόλης» (στην «Ανθρώπινη Κατάσταση»). Είναι η έννοια της συνάντησης μέσα σε μια πόλη όπου διάφοροι άνθρωποι συναντιούνται χωρίς πραγματικά να γνωρίζουν πού μπορεί να τους πάρει η περιπέτεια της γνωριμίας τους. Συνδέοντάς το λοιπόν με την έννοια του ταξιδιού και της συνάντησης, η Arendt λέει: «ποιος είσαι και τι μπορούμε να κάνουμε μαζί;» και σε αυτή τη διαδικασία γράφονται ιστορίες και ανταλλάσσονται εμπειρίες. Νιώθω ότι όλοι οι συμμετέχοντας και ιδιαίτερα ο Πόλυς Πεσλίκας, είναι ανοικτοί σε αυτού του είδους τη συνάντηση.


Σε μια μεγάλη και εντατική διοργάνωση όπως είναι η Μπιενάλε Βενετίας, η πρόθεση του ανοίγματος ενός χώρου όπου ο χρόνος να επιβραδύνεται λίγο ή του ανοίγματος ενός χώρου όπου ο επισκέπτης να μπορεί να έχει την πραγματική εμπειρία του, ακούγεται ελκυστική.


Είναι φιλόδοξη... αλλά κάποιες φορές η ηρεμία είναι φιλόδοξο πράγμα. Είναι επίσης φιλόδοξο το να δημιουργηθεί ένας χώρος όπου οι άνθρωποι πραγματικά να μπορούν να χαλαρώσουν – αρκετά για να έχουν την εμπειρία κάποιου πράγματος. Μπορεί να είναι ένας χώρος που να έχει ένα άρωμα που να σε κάνει να σκεφτείς πως θα ‘θελες να μείνεις λίγο.


 

[ Xώροι όπως αυτός της Κύπρου ήταν πάντα χώροι σύγκρουσης αλλά και συναντήσεων όπου η πραγματικότητα ξαφνικά παρουσιάζεται πολύ διαφορετικά γιατί δεν εμπίπτει κατ ‘ανάγκη στην μεγαλύτερη εικόνα της σύγκρουσης των πολιτισμών ]


 

Το σκεπτικό της 57ης Μπιενάλε Βενετίας εστιάζει στην πνευματικότητα της τέχνης και το ρόλο της σε ένα όλο και πιο ασταθές πολιτικό περιβάλλον. Βλέπετε την έκθεση του Κυπριακού Περιπτέρου σαν μια μεταφορά αυτής της αντίληψης;


Για μένα, η πολιτική αρχίζει με την εμπειρία. Όπως όταν συναντιούνται οι άνθρωποι και λεν «τι μπορούμε να κάνουμε μαζί;». Νιώθω ότι όσο πιο πολύ παγιδευόμαστε μέσα σε αυτά τα αποκαλυπτικά σενάρια, τόσο πιο πολύ η πολιτική σκέψη γίνεται αδύνατη. Γιατί, καταλήγεις σε ένα σημείο όπου πιστεύεις πως το να μοιραστείς την πιθανότητα ενός μέλλοντος ή ακόμα και μιας διαφορετικής αντίληψης του παρελθόντος δεν είναι πια ανάμεσα στις επιλογές. Η ιδεολογία χωρίζει: Η Ανατολή και η Δύση, ο Ισλαμικός και ο Δυτικός κόσμος... Νομίζω πως χώροι όπως αυτός της Κύπρου ήταν πάντα χώροι σύγκρουσης αλλά και συναντήσεων όπου η πραγματικότητα ξαφνικά παρουσιάζεται πολύ διαφορετικά γιατί δεν εμπίπτει κατ ‘ανάγκη στην μεγαλύτερη εικόνα της σύγκρουσης των πολιτισμών.


Είναι μια ταπεινή απόπειρα να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο χώρο όπου οι ιστορίες και οι εικόνες δημιουργούν την πιθανότητας μιας συνάντησης ή μιας ανταλλαγής η οποία δεν πιέζει προς την κατεύθυνση του αποκαλυπτικού διαχωρισμού του κόσμου. Και πιστεύω ότι αν η τέχνη μπορεί αν κάνει κάτι είναι να δημιουργεί χώρους όπου άλλες εμπειρίες μπορούν να συμβούν. Μπορεί να δημιουργήσει άλλα αφηγήματα.


 

[ Να ξεφύγουμε από την πολύ κυριολεκτική έννοια της αναπαράστασης, από την βασική ανησυχία για το τι αναπαριστά ένα ζωγραφικό έργο και για το πώς αυτό το έργο εκπροσωπεί μια χώρα ]



Στο σημείωμά σας αναφέρετε πως η ζωγραφική του Πόλυ Πεσλίκα «θα λειτουργήσει σαν οικοδεσπότης προς τους επισκέπτες και τους ειδικούς προσκεκλημένους της έκθεσης». Μπορείτε να μιλήσετε λίγο για την ιδέα του οικοδεσπότη - καλλιτέχνη;


Είναι μια απόπειρα να ξεφύγουμε από την πολύ κυριολεκτική έννοια της αναπαράστασης, από την βασική ανησυχία για το τι αναπαριστά ένα ζωγραφικό έργο και για το πώς αυτό το έργο εκπροσωπεί μια χώρα. Θα ήθελα να περιπλέξω λίγο τα πράγματα, πηγαίνοντας πίσω σε μια μορφή ανταλλαγών και εμπειριών γνωστή σε όλους: ξέρουμε πώς να είμαστε οικοδεσπότες και ξέρουμε πώς να είμαστε φιλοξενούμενοι. Υπάρχει ένας ηθικός κώδικας, κάποιου είδους υπονοούμενη σύμβαση που έρχεται με την φιλοξενία: όπως ένας συντάκτης μπορεί να φιλοξενήσει τη γραφή άλλων συγγραφέων σε μια έκδοση, πιστεύω πως ένας καλλιτέχνης μπορεί να φιλοξενήσει επισκέπτες στο δικό του χώρο, αν ο χώρος αυτός είναι φιλόξενος και αρκετά ανοικτός. Συμβαίνει συχνά να βρίσκομαι σε ένα χώρο και να έχω μια καλή συνομιλία ή ένα ευχάριστο δείπνο και κοιτάζοντας πάνω συνειδητοποιείς πως όλη αυτή την ώρα ένα έργο τέχνης σε κοίταζε. Η συνειδητοποίηση ότι αυτό που έκανε τα πάντα δυνατά ήταν και η παρουσία του πίνακα, για μένα είναι μια υπαρξιακή εμπειρία. Είναι μια δύναμη, μια ενέργεια που η ζωγραφική απλά έχει.


Κάποια έργα είναι φτιαγμένα για να έχουν μια συγκεκριμένη λειτουργία και απλά πυροβολούν το μήνυμά τους. Μετά είναι έργα τα οποία σου επιτρέπουν να υπάρχεις μαζί τους και να τα παρατηρείς για πολλή ώρα αν θέλεις –αυτή την ποιότητα την βρίσκω και στα έργα του Πόλυ. Έχω αυτό το αίσθημα με τη ζωγραφική του Πόλυ, ότι μπορώ να κάθομαι και να κοιτάζω τα έργα του, και ενώ είμαι εκεί ο πίνακας φιλοξενεί τη σκέψη μου και το βλέμμα μου.


 

[ Υπάρχει μια ευφυΐα στη ζωγραφική που δεν ντρέπεται να μιλήσει για επιδράσεις, και είναι πρωτότυπη με την έννοια ότι αφήνει τις επιδράσεις αυτές να διαφαίνονται ]


Η πρόταση του Πόλυ Πεσλίκα, «πείθει για τη δυνατότητα της ζωγραφικής να μεταδώσει την ένταση μιας στοιχειώδους εμπειρίας». Θα μπορούσατε να μιλήσετε λίγο για τη συνάντηση αυτή;


Μου αρέσει τρομερά η εκτίμηση για τη ζωγραφική που εκφράζει ο Πόλυς στη δουλειά του. Είναι τόσο ένας έμπειρος ζωγράφος όσο και ένας έμπειρος θεατής ζωγραφικής. Υπάρχει μια ευφυΐα στη ζωγραφική που δεν ντρέπεται να μιλήσει για επιδράσεις, και είναι πρωτότυπη με την έννοια ότι αφήνει τις επιδράσεις αυτές να διαφαίνονται. Όπως το γράψιμο που δείχνει την εκτίμηση για το διάβασμα, πιστεύω ότι στον Πόλυ υπάρχει ένας σεβασμός για τη ζωγραφική, μια εκτίμηση για την παρατήρηση.


Από την άλλη, συχνά συμβαίνει πως όταν οι ζωγράφοι γίνουν εννοιολογικοί γίνονται επίσης ιδεολογικοί ώστε με τον ένα ή άλλο τρόπο τα έργα γίνονται δηλώσεις κάποιου είδους. Και ενώ δεν είμαι εντελώς αντίθετος πάντα νιώθω πως αυτό είναι κάπως αδιέξοδο. Με τον Πόλυ, αντίθετα, έχω την αίσθηση πως η εννοιολογική πλευρά είναι η κοινωνική πλευρά της ζωγραφικής – είναι κάποιος ο οποίος πήγε από τη ζωγραφική, στη δουλειά με το χορό, ή στο να ανοίξει ένα χώρο στη Λευκωσία, χωρίς όμως να το κάνει δηλώνοντας κάτι. Το πώς μπορεί κανείς να ανοίξει ένα χώρο στη ζωγραφική λέει πολλά για το πώς μπορεί να ανοίξει ένα χώρο, σαν χώρο φιλοξενίας όπου μπορούν να εκθέτουν και άλλοι. Πιστεύω πως αυτό τον χαρακτηρίζει σαν καλλιτέχνη, στο σύνολο.


 

[ Ταξιδεύουν και επιστρέφουν. Ταξιδεύουν στο Ιράκ και επιστρέφουν στην Αμμόχωστο, στο Παρίσι ή το Βερολίνο και μετά πίσω στη Λεμεσό, στη Γλασκόβη και πίσω στη Λευκωσία... ]


 

Έχετε επίσης ανακοινώσει τα ονόματα των συμμετεχόντων και διατυπώνοντας ένα ενδιαφέρον να έρθουν μαζί αρκετά διαφορετικές πρακτικές σε μια πρόταση. Θα μπορούσατε να πείτε κάποια πράγματα για τους συμμετέχοντες;


Με ενδιαφέρει ο τρόπος που ορισμένες βιογραφικές εμπειρίες συμπίπτουν με την ιστορία και το πώς αυτές οι βιογραφίες σχηματίζονται από ανθρώπους που ταξιδεύουν. Ταξιδεύουν και επιστρέφουν. Ταξιδεύουν στο Ιράκ και επιστρέφουν στην Αμμόχωστο, στο Παρίσι ή το Βερολίνο και μετά πίσω στη Λεμεσό, στη Γλασκόβη και πίσω στη Λευκωσία... Ο καλλιτέχνης ως ταξιδευτής, που παραμένει σε κίνηση. Ο Edouard Glissant, μιλά πολύ εύγλωττα για την ιδέα της περιπλάνησης (στην «Ποιητική των Σχέσεων»): χρειάζεται να είναι κανείς σε κίνηση και να ταξιδεύει σε διάφορους τόπους ώστε να μπορέσει να καταλάβει το μάθημα του δικού του τόπου.


Ο Βαλεντίνος Χαραλάμπους που είναι ογδόντα οκτώ χρόνων όπως και οι Νεωτερισμοί Τουμάζου (Μαρία Τουμάζου, Μαρίνα Ξενοφώντος, Ορέστης Λαζούρας) μιλούν εκ μέρους μιας γενιάς που ταξιδεύει εκτός, μαζεύει επιρροές, υλικά, εμπειρίες και τα φέρνει πίσω στην Κύπρο προτού βγει προς τα έξω ξανά.


Όταν ακούω τον Βαλεντίνο να μιλά για την τέχνη της Μεσοποταμίας ανοίγει ένα κανάλι προς μια ιστορία και ένα πολιτισμό της περιοχής. Όσο περισσότερο εξαφανίζεται η αντίληψη των συνδέσεων αυτών, τόσο πιο πιθανή γίνεται η καταστροφή που βλέπουμε. Όταν αντιληφθούμε πόσο πίσω πάει το ταξίδι μας τόσο πιο δύσκολο είναι να προσποιούμαστε πως κάποια πράγματα είναι μακριά.


Με τους Νεωτερισμούς Τουμάζου, η αφήγηση που έχουν βρει για την πρακτική τους είναι πολύ ακριβής: το κατάστημα νεωτερισμών, όπου το εμπόριο είναι μια ιδιαίτερη φόρμα εντόπιας ευφυΐας και το ιδιαίτερο πνεύμα του πωλητή που αυτοσχεδιάζει τοπικά με διεθνή αγαθά και ιστορίες. Για μένα, αυτό είναι μια τρομερή μεταφορά για την σύγχρονη εικαστική πρακτική, που διασυνδέει το τοπικό με το διεθνές με το πνεύμα της μόδας, της ποίησης... Το εμπόριο είναι μια μορφή επικοινωνίας που περιλαμβάνει αντικείμενα και υλικές επιρροές, τάσεις που προσαρμόζονται και μεταφράζονται κατά της διάρκεια της αφήγησης ιστοριών.


Η Mirene Arsanios, έχει μια τρομερή αντίληψη του τρόπου με τον οποίο οι ιστορίες και οι ζωές αγγίζουν καθώς και του τρόπου με τον οποίο δεν μπορούμε να μιλούμε για την ιστορία ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο καταγράφεται στις ζωές των ανθρώπων. Πώς μια ιδιαίτερη εμπειρία ενηλικίωσης στη Βηρυτό μπορεί να έχει να κάνει τόσο με το αίσθημα ενός υγρού μαγιό το καλοκαίρι, μια θεία που έρχεται από το Κάιρο και μιλά για ιδιαίτερες θεότητες, όσο με το σκυλί του γείτονα που σταματά να γαβγίζει μετά που μια βόμβα εκρήγνυται κάπου κοντά.


 

[ Δεν πρέπει να υποτιμούμε την αξία κάποιων καλλιτεχνών ως δασκάλων, και με αυτό δεν μιλώ για ακαδημαϊκά προσόντα, όπου κανείς διδάσκει με βάση το κύρος των εμπειριών του αλλά για μια πράξη όπως αυτή του να μετατρέψει το εργαστήριό του σε πανεπιστήμιο όπου μιλά μέσα από την καρδιά της ζωής, όπου η ζωή και η γνώση, και η έμπνευση και το χιούμορ έρχονται μαζί με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο ]


 

Όλα αυτά, συνδέονται μεταξύ τους με τρόπους που η λογοτεχνική γραφή μπορεί να στηρίξει γιατί ενεργοποιεί διάφορες πραγματικότητες την ίδια στιγμή. Ξαφνικά, η μεγάλη εικόνα εμφανίζεται σε σχέση με μια μικρή εμπειρία.


Δεν πρέπει να υποτιμούμε την αξία κάποιων καλλιτεχνών ως δασκάλων, και με αυτό δεν μιλώ για ακαδημαϊκά προσόντα, όπου κανείς διδάσκει με βάση το κύρος των εμπειριών του αλλά για μια πράξη όπως αυτή του να μετατρέψει το εργαστήριό του σε πανεπιστήμιο όπου μιλά μέσα από την καρδιά της ζωής, όπου η ζωή και η γνώση, και η έμπνευση και το χιούμορ έρχονται μαζί με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας πολύ δυνατός ρόλος για τον καλλιτέχνη μέσα στην κοινωνία. Αλλά επίσης σε σχέση με μια γενεαλογική σύμβαση, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί έμπρακτα σε μια έκθεση η οποία ανοίγει μια δια-γενεαλογική επικοινωνία.


Στην ουσία είναι τρεις ιστορίες οι οποίες εξιστορούνται με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο.


Είχατε αναφερθεί πριν σε μια πολύ ποιητική πρόταση, αλλά επίσης σε μια πρόταση η οποία ενδιαφέρεται για το χιούμορ και την πολιτική. Ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής τοποθέτησης της έκθεσης μοιάζει να συμβαίνει μέσα από την επιμελητική ενορχήστρωση αυτών των συναντήσεων.


Για μένα, η πολιτική αρχίζει με τη δυνατότητα μιας συνάντησης, και με τη διαμεσολάβηση του τρόπου με τον οποίο θέλουμε να μοιραζόμαστε εμπειρίες. Η ιδεολογία πολύ συχνά οδηγεί σε επιτακτικές αφηγήσεις που υπαγορεύουν ένα συγκεκριμένο τρόπο για να βλέπουμε τον κόσμο, και αυτή τη στιγμή η αφήγηση είναι ότι ο κόσμος οδεύει προς το τέλος του.
Πιστεύω σε αυτό που λέει η Hanna Arendt, ότι η πολιτική αφορά τις ενάρξεις, τα ανοίγματα, τη στιγμή όπου η μεγάλη αφήγηση δεν έχει ακόμη πάρει μορφή αλλά αρχίζει κάτι συλλογικό και το πως μέσα από αυτή τη συνάντηση και τις ιστορίες που προκύπτουν μπορεί να γεννηθούν νέες ιστορίες. Οι ιστορίες ενός ταξιδευτή που συναντά διάφορους ανθρώπους σε διάφορα μέρη δε είναι ιστορίες καταστροφής... Είναι μια ιστορία η οποία φτιάχνεται μέσα από πολλές, πολλές μικρές συναντήσεις όπου διάφορα πράγματα καταγράφονται.


Πιστεύω πως αυτή τη στιγμή είναι σημαντικό να δημιουργήσουμε μια τέτοια κατάσταση, επίσης γιατί δεν μου αρέσουν οι ψευδείς ασφάλειες των αποκαλυπτικών προφητειών.


Με το ενδιαφέρον για την αναπαράσταση στη ζωγραφική αναπόφευκτα προκύπτει και η ιδέα της εθνικής εκπροσώπησης.


Αυτό είναι ένα θέμα που με απασχολεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, γιατί σαν κριτικός, επιλεμητής και συγγραφέας η αναπαράσταση είναι κομμάτι της δουλειάς μου. Αυτό είναι που κάνουμε και έρχεται με συγκεκριμένες ευθύνες και συγκεκριμένες ευαισθησίες.


Αλλά νομίζω πως τα πράγματα αποκτούν νόημα τη στιγμή που πάμε πέρα από την αναπαράσταση και εισερχόμαστε στο σχεσιακό πεδίο. Κάποια πράγματα μπορεί να αναπαριστώνται με το ένα ή άλλο τρόπο και όμως να μας αφήνουν εντελώς αδιάφορους αλλά μετά, υπάρχει πάντα μια στιγμή που ένα έργο αρχίζει να δουλεύει, να σε αγγίζει, όταν δημιουργηθεί μια σχέση με κάποιον ή κάτι. Το κοινωνικό / πολιτικό αισθητήριο και η τέχνη συναντώνται στο σημείο που φέρνεις τα πράγματα να σχετίζονται, τους ανθρώπους να συναντώνται για να αρχίσουν αυτό το ταξίδι.


Η αναπαράσταση μας αφήνει συχνά με την εντύπωση ότι υπάρχει ένας σωστός τρόπος. Όμως αυτό που για εκατοντάδες χρόνια κάνει κάποια έργα πιο ιδιαίτερα από άλλα είναι πως υπάρχει σίγουρα μια συγκεκριμένη ευαισθησία στον τρόπο με τον οποίο οι σχέσεις αυτές πυροδοτούνται από ένα έργο τέχνης. Παλαιότερες μορφές αλχημικής σκέψης δείχνουν μια σχεσιακή προσέγγιση στο τι είναι το χρώμα και τι ποιότητες μπορεί να θυμίσει. Το αγαπημένο μου παράδειγμα είναι αυτό που λέει πως τόσο για την κοσμολογία όσο και στα καλλυντικά ένα συγκεκριμένο χρώμα είναι δημοφιλές στο λεξιλόγιο και της ζωγραφικής αλλά και του μακιγιάζ. Με βάση λοιπόν την αντίληψη ότι η ομοιότητα συνδέει τα πράγματα και διοχετεύει πρωταρχικές δυνάμεις, το μπλε του ουρανού μάς επιτρέπει να βλέπουμε - μας δίνει τη δύναμη της όρασης. Αυτό σημαίνει κατ’ επέκταση ότι η δύναμη της όρασης που έχουμε μας προσδίδει μια ελκυστική όψη. Που σημαίνει στη συνέχεια ότι το γαλάζιο που στη ζωγραφική περιγράφει τον ουρανό διακοσμεί τα μάτια στο μακιγιάζ – η ιδέα είναι ότι απλώνοντας αυτό το χρώμα στα βλέφαρα αντανακλούν τη δύναμη του ουρανού. Είτε συμφωνούμε με αυτή την ιδέα είτε όχι, είναι μια βασική αναγνώριση του σχεσιακού σύμπαντος στο οποίο μας τοποθετεί η τέχνη. Πέρα από την αναπαράσταση υπάρχει μια σχεσιακή ευαισθησία: πώς το χρώμα ασκεί έλξη, τι ατμόσφαιρα δημιουργεί, πώς φορτίζει το χώρο, πώς γοητεύει ή απωθεί τον θεατή και τι αυτό μπορεί να σημαίνει στον τρόπο που εναρμονίζεις ή στον τρόπο που χορογραφείς ένα χώρο ή στη δημιουργία μιας συγκεκριμένης διάθεσης.


Νιώθω πως υπάρχει μια μακρά ιστορία όπου το χιούμορ και η δύναμη της ζωγραφικής μεταδίδονται εξαιτίας της σχεσιακής της δύναμης, όχι μόνο στο επίπεδο της ομορφιάς αλλά επίσης σε ένα επίπεδο διαθέσεων και ιδιοσυγκρασιών. Και με τον πολύ διαφοροποιημένο τρόπο που σχετίζεσαι μέσα από μια διάθεση –κάτι που μοιράζονται η ζωγραφική και η λογοτεχνία- υπάρχουν πολλοί τρόποι μέα από τους οποίους μπορείς να κάνεις τον κόσμο να ακούσει.


Σε αυτό το επίπεδο, νομίζω πως το ατμοσφαιρικό είναι κάπου που κάποιος μπορεί και πρέπει να σκεφτεί περισσότερο γιατί ο καθορισμός της διάθεσης και η δημιουργία της πιθανότητας μιας ανταλλαγής στην μία ή την άλλη τονικότητα είναι πολύ σημαντική. Ένα άλλο παράδειγμα: στην Μεσαιωνική μουσική θεωρία αυτά που σήμερα ονομάζουμε μουσικά κλειδιά ονομάζονται ‘διαθέσεις’. Έτσι, η αντίληψη ήταν πως ένα κλειδί αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη διάθεση η λύπη λοιπόν θα ήταν ένα Ρε Μινόρε ή ο θρίαμβος ένα Ρε Ματζόρε.


Σε μια εορταστική εκδήλωση για ένα θριαμβικό γεγονός οι τρομπέτες θα έπαιζαν σε αυτό το κλειδί, του Ρε Ματζόρε. Πέρα από την πολιτική χειραγώγηση, υπάρχει εδώ η παραδοχή πως ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε ένα γεγονός, περνά μέσα από την τέχνη, σχηματίζεται από μια διάθεση από ένα κλειδί –ο κάθε διπλωμάτης το γνωρίζει καλά.


 

[ Έχω πολλούς μεταφραστές σε αυτή την έκθεση, αλλά αυτοί οι μεταφραστές είναι πολύ ευαίσθητοι στις ποιότητες συγκεκριμένων χρωμάτων, υλικών και τρόπων με τους οποίους τα χρώματα και τα υλικά αυτά ‘χορδίζουν’ το κλειδί που θέλουν να αγγίξουν ]


Το παράδειγμα με τα κλειδιά θα μπορούσε να ήταν επίσης ένα παράδειγμα για τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο τα πράγματα μεταφράζονται. Το ίδιο μινόρε κλειδί που δημιουργεί μελαγχολική ατμόσφαιρα σε ένα πλαίσιο μπορεί να δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα σε ένα άλλο.


Για μένα η μετάφραση ομοιοκαταληκτεί με την περιπλάνηση. Ένας τόπος συνάντησης των ταξιδιωτών είναι ένας τόπος μεταφράσεων. Η Μιρένε ζει στη Νέα Υόρκη και γράφει για τη Βυρητό στα Αγγλικά, οι Νεωτερισμοί Τουμάζου μεταφράζουν κασκόλ ποδοσφαιρικών οπαδών σαν αντικείμενα μόδας: κατά περίεργο τρόπο η μετάφραση είναι ακριβώς το μέσο επικοινωνίας των διαθέσεων, όπως οι μεταφράσεις ανάμεσα σε πολιτισμούς αλλά και ανάμεσα σε γενιές και ιστορίες. Αν σκεφτούμε τον Βαλεντίνο, η μετάφραση γίνεται από μια πολύ αρχαία γνώση σε μια πολύ σύγχρονη χρήση.


Έχω πολλούς μεταφραστές σε αυτή την έκθεση, αλλά αυτοί οι μεταφραστές είναι πολύ ευαίσθητοι στις ποιότητες συγκεκριμένων χρωμάτων, υλικών και τρόπων με τους οποίους τα χρώματα και τα υλικά αυτά ‘χορδίζουν’ το κλειδί που θέλουν να αγγίξουν. Κάποιες φορές μόνο ένας ταξιδευτής ή ένας μεταφραστής μπορεί να καταλάβει πόσο παράξενος είναι ο ήχος μιας λέξης όταν την μεταφράσεις από την μια στην άλλη γλώσσα. Μιλώντας λοιπόν για αυτές τις διαθέσεις, τις ιστορίες και τις χροιές από την οπτική του μεταφραστή αποφεύγεται ίσως η δημιουργία κάποιου είδους καταναλώσιμης νοσταλγίας.


Μπορούμε να συλλάβουμε μια διάθεση από μια ‘ριζωμένη’ θέση αλλά μια θέση που έχει ξεριζωθεί ή που είναι σε μετάβαση μπορεί επίσης να συλλάβει κάτι σημαντικό. Περιγράφω ποιότητες που είναι για μένα πολύτιμες και που συναντώ στη δουλειά αυτών των ανθρώπων οι οποίοι μιλούν από μια τοπική διάθεση ακριβώς από την προοπτική της μετάβασης και της μετάφρασης.


ΠΑΡΑΘΥΡΟ | ΠΟΛΙΤΗΣ