Παράθυρο logo
Χλόη Μπέλλου:Ο Μόντης «συναντά» τον σύγχρονο χορό
Δημοσιεύθηκε 17.11.2025 09:20
Χλόη Μπέλλου:Ο Μόντης «συναντά» τον σύγχρονο χορό

Το χορογραφικό βλέμμα της νεαρής Χλόης Μπέλλου μεταμορφώνει την ποίηση του Μόντη σε μια πολυαισθητηριακή εμπειρία, όπου η κίνηση, η μουσική και οι φωνές διαπλέκονται με το ίδιο το κοινό. Στο «Π» μιλά για τις στιγμές ελευθερίας και ευθραυστότητας που «χτίζει», αλλά και για το βίωμα της κυπριακής σκηνής χορού, μετά την επιστροφή της από τη Βρετανία

Εμπνευσμένη από την ποίηση ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές και λογοτέχνες, του Κώστα Μόντη, η νεαρή χορογράφος Χλόη Μπέλλου, στήνει ένα χορογραφικό έργο το οποίο μιλά, όπως η ίδια μοιράζεται, «για τις στιγμές που η ελευθερία μας, εσωτερική ή συλλογική, περιορίζεται». Στη σκηνή, μαζί με τους χορευτές, σώμα «αποκτούν» και άλλα μέσα έκφρασης, όπως μουσική, φωνή και εικόνα, τα οποία η Μπέλλου  βέβαια, συνθέτει σε μια πολυαισθητηριακή εμπειρία.

Με αφορμή, την παρουσίαση που θα λάβει χώρα στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, το Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025, στις 20.30, η Μπέλου μιλά στο «Π» για τη σύνθεση, την επαφή της με το έργο του σπουδαίου Μόντη και την κυπριακή σκηνή του χορού, η οποία μπορεί να έχει την ευχέρεια του οικοσυστήματος και των παραγωγών που συνάντησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά καταφέρνει να δημιουργεί με ταλέντο, πάθος αλλά και ευρηματικότητα, παρά τις περιορισμένες δυνατότητες και πόρους.

Παρουσιάζεις μια χορογραφική παράσταση, με τίτλο «Στιγμές», εμπνευσμένη από την ποίηση του Κώστα Μόντη. Πώς ήρθες σε επαφή με το έργο του και τι είναι αυτό που σε παρακίνησε για να φτιάξεις ένα χορογραφικό έργο;

Η πρώτη μου επαφή με το έργο του Μόντη δεν ήταν σχεδιασμένη. Ήρθε σε μια περίοδο που έψαχνα τρόπους να μιλήσω για την ανθρώπινη ευθραυστότητα χωρίς να την περιγράψω άμεσα. Μέσα από την ποίησή του αναγνώρισα αυτή τη βαθιά ανάγκη να μιλήσει για τον άνθρωπο χωρίς να του υπαγορεύει πώς να νιώσει. Αυτό με συγκίνησε. Δεν με ενδιέφερε να αποδώσω τα ποιήματά του, αλλά να μεταφέρω στη σκηνή αυτό το βλέμμα πάνω στην ύπαρξη, που ισορροπεί ανάμεσα στη σιωπή και στην ελπίδα. Από εκεί ξεκίνησε το έργο. Ήθελα να δημιουργήσω έναν χώρο όπου το κοινό να βιώνει τον χρόνο, το φως και το σώμα με τον τρόπο που ο Μόντης αφήνει τον αναγνώστη να βιώσει τη λέξη. Να γεννηθεί μια εμπειρία, όχι μια αφήγηση.

Πώς ενσωματώνεις την ποίηση σε αυτή τη χορογραφική παράσταση;

Η ποίηση δεν παρουσιάζεται κυριολεκτικά. Δεν διαβάζονται στίχοι, δεν ακούγονται ποιήματα. Αντίθετα, χρησιμοποιώ την ίδια τεχνική του υπαινιγμού που υπάρχει στην ποίηση. Οι ρυθμοί, οι παύσεις και οι εναλλαγές φωτός και σιωπής λειτουργούν σαν ποιητικές στιγμές μέσα στον χώρο.

Ήθελα η ποίηση να είναι παρούσα χωρίς να είναι ορατή, να λειτουργεί ως εσωτερική δόνηση. Ο θεατής μπορεί να μην αντιληφθεί συνειδητά το ποιητικό στοιχείο, αλλά να το νιώσει μέσα από την ατμόσφαιρα, από τον τρόπο που συνδέονται οι κινήσεις και οι ήχοι.

Στο έργο σου συνδυάζεις χορό, ζωντανή μουσική, φωνή και εικόνα. Υπήρξαν προκλήσεις όσον αφορά τη διαχείριση όλων αυτών των μέσων;

Δεν με απασχόλησε τόσο η τεχνική δυσκολία όσο το πώς όλα αυτά μπορούν να συνυπάρξουν με φυσικότητα. Από την αρχή ήθελα κάθε στοιχείο να έχει λόγο ύπαρξης και να προκύπτει οργανικά μέσα από το έργο, όχι να προστίθεται σαν διακοσμητικό στρώμα. Για μένα, ο χορός, η μουσική, η φωνή και η εικόνα είναι διαφορετικές όψεις της ίδιας πρόθεσης: να μετακινηθεί κάτι μέσα στον θεατή.

Δούλεψα πολύ στη λεπτομέρεια για να κρατήσω αυτό το μέτρο. Οι συνεργάτες μου, μουσικοί και τεχνικοί, μπήκαν βαθιά στη διαδικασία, όχι απλώς εκτελεστικά αλλά δημιουργικά. Το ζητούμενο ήταν να υπάρξει συνοχή, ώστε το κοινό να μην βλέπει διαφορετικά κομμάτια, αλλά ένα ενιαίο σώμα, μια εμπειρία που αναπνέει οργανικά.

Πώς έχεις δουλέψει με τις χορεύτριες; Ξεκινάς από αυτοσχεδιασμό, από εικόνες, ιστορίες ή το σώμα;

Ξεκινώ πάντα με ένα πολύ καθαρό όραμα για την αισθητική και την ατμόσφαιρα που θέλω να έχει η παράσταση. Γνωρίζω καλά ποιο είναι το πλαίσιο, η ενέργεια και η ροή που επιδιώκω. Ωστόσο, κάθε έργο παίρνει πραγματικά μορφή μέσα από τους ανθρώπους που το κουβαλούν στη σκηνή.

Έχω δικά μου χορογραφικά στοιχεία και συγκεκριμένες ιδέες για τη δομή, αλλά η προτεραιότητά μου είναι πάντα οι χορεύτριες μου. Θέλω να αναδειχθεί η προσωπικότητά τους, ο τρόπος που αντιλαμβάνονται το υλικό. Έτσι, ξεκινάμε από εικόνες και έννοιες, από στιγμές που λειτουργούν ως αφετηρίες αυτοσχεδιασμού. Από εκεί, η κίνηση εξελίσσεται οργανικά.

Το πιο όμορφο κομμάτι είναι όταν βλέπω το δικό τους σώμα να μεταφράζει το όραμά μου με τρόπο που δεν θα μπορούσα να είχα φανταστεί. Εκεί καταλαβαίνω ότι η παράσταση αρχίζει να αποκτά ζωή.

Τι ρόλο παίζει για εσένα η Labanotation στην ανάπτυξη χορογραφίας; Είναι εργαλείο, γλώσσα ή τρόπος αντίληψης του χώρου;

Η Labanotation με βοήθησε στα πρώτα μου βήματα να κατανοήσω τον χορό χωρικά. Μου έδωσε ένα εργαλείο για να αντιληφθώ τον χώρο και τον χρόνο όχι μόνο σαν πεδίο εκτέλεσης, αλλά σαν δομή. Με βοήθησε να συνθέτω με σαφήνεια, να βλέπω τις κινήσεις ως συνδυασμούς που αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους.

Σήμερα, δεν τη χρησιμοποιώ αυστηρά ως σύστημα, αλλά η σκέψη της είναι πάντα παρούσα. Είναι ένας τρόπος να βλέπω τη χορογραφία αρχιτεκτονικά, ως χτίσιμο χώρου, κίνησης και σχέσεων.

Η παράσταση συνοδεύεται από χορωδία (φωνητικό σύνολο Ωδείου Musica Mundana, υπό τη διεύθυνση της Γιάννας Θαλασσινού). Γιατί επέλεξες να συμμετέχουν ζωντανά και ποια διαδικασία ακολούθησες μαζί τους;

Η χορωδία ήταν μέρος του αρχικού οράματός μου. Ήθελα οι φωνές των παιδιών να λειτουργήσουν σαν μια υπενθύμιση αγνότητας, αλλά και σαν προέκταση του θέματος της λύτρωσης. Οι παιδικές φωνές κουβαλούν μια καθαρότητα που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο φιλτράρονται τα νοήματα. Όταν τραγουδούν ένα συγκεκριμένο κομμάτι, που προτιμώ να μείνει ως έκπληξη, όλη η ενέργεια του χώρου μεταβάλλεται.

Εμφανίζονται μέσα στο κοινό, όχι πάνω στη σκηνή. Αυτή η επιλογή δημιουργεί ένα θόλωμα ανάμεσα σε καλλιτέχνες και θεατές, φέρνοντας τον καθένα πιο κοντά στην εμπειρία. Επιπλέον, λειτουργούν ως ένα είδος καθαρτήριας παύσης ανάμεσα στα δύο μέρη της παράστασης, σαν ένας ήπιος διαχωρισμός που επιτρέπει στο κοινό να επανέλθει συναισθηματικά και οπτικά. Για μένα είναι μια στιγμή καθαρότητας και επανεκκίνησης.

Ποιες στιγμές αναδύονται στην παράσταση;

Αναδύονται στιγμές που όλοι έχουμε ζήσει: η αναμονή, η εσωτερική πάλη, η ανάγκη για σύνδεση, η αποδοχή της απώλειας, η ήσυχη ελπίδα. Δεν είναι σκηνές που αφηγούνται, αλλά καταστάσεις που γεννούν εικόνες και συναισθήματα. Κάθε θεατής θα τις αναγνωρίσει με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τη δική του εμπειρία. Οι «Στιγμές» δεν ζητούν να κατανοηθούν, αλλά να βιωθούν. Είναι ένας καθρέφτης της ανθρώπινης εμπειρίας, που άλλοτε φωτίζει και άλλοτε αφήνει χώρο στη σκιά.

Στο δελτίο Τύπου αναφέρεται πως η παράσταση «επικεντρώνεται στην καταπάτηση της προσωπικής και κοινωνικής ελευθερίας και στις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ ταυτόχρονα διαπνέεται από ελπίδα και αναγέννηση». Δηλαδή; Πώς αυτές οι έννοιες λαμβάνουν χώρο στην παράσταση;

Η παράσταση μιλά για τις στιγμές που η ελευθερία μας, εσωτερική ή συλλογική, περιορίζεται. Δεν το κάνει όμως μέσα από καταγγελία, αλλά μέσα από αναγνώριση. Οι χορευτές σωματοποιούν αυτές τις καταστάσεις εγκλωβισμού, άλλοτε με ένταση κι άλλοτε με πλήρη ακινησία. Μέσα από αυτές τις εικόνες προκύπτει μια ερώτηση: τι σημαίνει πραγματικά να είσαι ελεύθερος;

Η ελπίδα και η αναγέννηση δεν έρχονται ως απάντηση, αλλά ως υπόσχεση. Μέσα στη σιωπή και στη συλλογική παρουσία υπάρχει πάντα η δυνατότητα να ξανασυνδεθούμε με ό,τι είναι αληθινό και ειλικρινές.

Εργαζόσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά η παράσταση ανεβαίνει στην Κύπρο και μάλιστα στο Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας. Πώς προέκυψε η συνεργασία;

Επέστρεψα στην Κύπρο πριν από περίπου δύο χρόνια με την επιθυμία να φέρω εδώ όσα έχω συλλέξει από τη δουλειά μου στο εξωτερικό. Η ευκαιρία δόθηκε μέσα από τη συνεργασία με τον κ. Στέλιο Σοφοκλή, πρόεδρο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Πάφου και το Πετρίδειο Ίδρυμα, όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η παράσταση «Στιγμές».

Μετά την ολοκλήρωσή της υπέβαλα τη δουλειά στο ανοιχτό κάλεσμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Λευκωσίας και επιλεχθήκαμε. Είναι ιδιαίτερη χαρά να παρουσιάζεται αυτό το έργο εδώ, γιατί δημιουργήθηκε με βάση αυτή τη γη και τους ανθρώπους της.

Πώς βλέπεις το πεδίο του σύγχρονου χορού σήμερα, ειδικά σε σχέση με το κυπριακό και το βρετανικό σκηνικό; Έχεις παρακολουθήσει χορογραφικά έργα στην Κύπρο; Τι θα ήθελες να δεις να συμβαίνει εδώ;

Το βρετανικό σκηνικό έχει δομές και δυνατότητες που επιτρέπουν τη συνεχή εξέλιξη. Στην Κύπρο υπάρχει απίστευτο ταλέντο αλλά περιορισμένοι πόροι. Δεν υπάρχουν οι υποδομές για παραγωγές μεγάλης κλίμακας ή για συστήματα στήριξης που να εξασφαλίζουν σταθερή ανάπτυξη.

Ωστόσο, η έλλειψη αυτή γεννά και κάτι θετικό: ευρηματικότητα. Οι Κύπριοι καλλιτέχνες δημιουργούν με πάθος, με βαθιά ανάγκη και ειλικρίνεια. Θα ήθελα να δω περισσότερες συνεργασίες, πλατφόρμες ανταλλαγής και ευκαιρίες για νέα έργα που να δοκιμάζουν τα όρια. Ο σύγχρονος χορός στην Κύπρο έχει τα θεμέλια να εξελιχθεί, αρκεί να του δοθεί ο χώρος να αναπνεύσει.

 

 

 

Tags