Γράφει ο Παύλος Κ. Παύλου*
Οι δημοσιογράφοι είναι οι καταγραφείς της στιγμής, οι ιστορικοί του σήμερα, του τώρα. Όσα καταγράφουν, ακόμη και τα πιο ασήμαντα, με το πέρασμα των χρόνων καθίστανται σημαντικά και άξια μελέτης. Γι’ αυτό η καταφυγή στις εφημερίδες μιας άλλης εποχής είναι μια ενασχόληση που απαιτεί χρόνο, υπομονή, γνώση, μεθοδικότητα, διερευνητικό μάτι. Είναι ένα άλλο είδος αρχαιολογικής ανασκαφής, που ανοίγει στον ερευνητή την πόρτα της αποκάλυψης και τον οδηγεί στα κατατεθειμένα ιστορικά πεπραγμένα μιας άλλης εποχής. Ο γνωστός φιλόλογος και συγγραφέας δρ Νίκος Παναγιώτου, με γόνιμη θητεία και ως βιβλιογράφος, οπλίστηκε με όλα τα δικά του αποθέματα υπομονής, αφιέρωσε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του, σκάλισε αρχεία, ξεφύλλισε εκατοντάδες εφημερίδες και μας άφησε ένα εξαιρετικά σημαντικό και πολύτιμο δίτομο βιβλίο, με χορηγία του υφυπουργείου Πολιτισμού και τον εύστοχο τίτλο «Θησαύρισμα» και επεξηγηματικό υπότιτλο «Στοιχεία σταχυολογηθέντα από κυπριακές εφημερίδες (1879-1962).
Μη νομισθεί ότι συγγραφέας καταγράφει απλώς άρθρα, ειδήσεις, διαφημίσεις και άλλα θέματα από παλιές εφημερίδες. Κάμνει κάτι πιο επίπονο και χρήσιμο. Τα εντοπίζει, τα μελετά, τα ταξινομεί αναδεικνύοντας τα σημαντικά τους στοιχεία, τα αξιολογεί, τα ερμηνεύει, τα τοποθετεί στο περιβάλλον που γράφτηκαν. Φτάνει στο σημείο, φιλόλογος ων και άριστος γνώστης της ελληνικής, να αποδίδει στην καθομιλουμένη δυσνόητες λέξεις και φράσεις της καθαρεύουσας. Δείγμα της κοπιώδους εργασίας του είναι και η προσθήκη συμβόλων, που βοηθούν τον αναγνώστη να ξεχωρίσει το ψευδώνυμο από το όνομα, όπως και η αποκρυπτογράφηση των ψευδωνύμων. Παρατίθενται: ευρετήρια, επεξηγηματικοί πίνακες, λεπτομερείς κατάλογοι συντακτών, αρθρογράφων, ατόμων που απασχόλησαν τις εφημερίδες. Αναφέρονται και ταξινομούνται 2.100 πρόσωπα! Μας παραδίδει έτσι ένα πολύτιμο, εύχρηστο αρχειακό υλικό, 1.500 τόσων σελίδων, για κάθε μελλοντική εξειδικευμένη έρευνα της περιόδου της Αγγλοκρατίας.
Ο δρ Νίκος Παναγιώτου, γνωστός και ως πρώην πρόεδρος της ΠΑΣΥΔΥ και διευθυντής του γραφείου του Προέδρου Κληρίδη, γράφει για την εμπειρία του: «Η περιδιάβασή μου ανάμεσα σε φύλλα εφημερίδων παλιά, που έμοιαζαν με κρασί παλαιωμένο με γεύσεις και μυρωδιές πρωτόγνωρες, υπήρξε και πολύχρονη και υπερβαλλόντως κοπιαστική. Ταυτόχρονα και πολλαπλώς αμειπτική». Το «Θησαύρισμα» δεν είναι βιβλίο μιας ανάγνωσης, αλλά αναφοράς. Είναι και έργο μνήμης και αυτογνωσίας.
Καθώς είναι αδύνατο να δώσουμε μια πλήρη εικόνα, περιοριζόμαστε σε ενδεικτικά μόνο δείγματα δημοσιευμάτων.
Το πρώτο: Εντυπωσιάζει η τολμηρή και αιχμηρή αρθρογραφία εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών. Αποκαλούσαν τον κυβερνήτη: «υπερφίαλον, ιμπεριαλιστήν, καταφρονητήν της θελήσεως του λαού». Αλλού διαβάζουμε: «Η νήσος όλη εν μιά φωνή και εν ενί πνεύματι εβροντοφώνησεν: Κάτω η φιλότουρκος, ανελευθέρα κυβέρνησις. Ζήτω η Ένωσις. Αυτό ποθεί η Ελληνίς Κύπρος».
Η εφημερίδα «Αλήθεια» κάμνει το 1903 αναδρομή στα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής, αντιπαραβάλλοντας την αναπτέρωση της ελπίδας που ήλθε με το τέλος της Οθωμανοκρατίας, με τη μετέπειτα απογοήτευση. Γράφει: «Ο Αρχιεπίσκοπος προσεφώνη σχεδόν ως ελευθερωτήν τον Σερ Γάρνετ Ουόλσελλέϋ. Οι γέροντες υπελόγιζαν μετά καρδίας συγκινημένης, αν είχαν χρόνους εμπρός των να ιδούν την ελευθερίαν της Κύπρου. Οι μεσήλικες ήσαν βέβαιοι ότι πριν ή κατέλθουν εις τον τάφον, θα έβλεπαν την κυανόλευκον κυματίζουσαν. Και η νεότης ευτυχής, τρελλή, παράφορος εξ ενθουσιασμού, εφαντάζετο ότι θα διήρχετο τον βίον όλον υπό την μάγον σκέπην της Ελληνικής ελευθερίας. Οι τότε γέροντες κοιμώνται προ πολλού τον αιώνιον ύπνον. Οι άνδρες της εποχής εκείνης κατέρχονται είς μετά τον άλλον απέλπιδες και απογοητευμένοι. Οι τότε νέοι και παίδες ηνδρώθησαν. Και η Κύπρος είναι δούλη και βαρύνουν επί της πατρίδος τής πολυπαθούς οι ζυγοί δύο δουλειών».
Στην «Ελευθερία» του 1909 γίνεται αναφορά στην ξενόγλωσση Παιδεία: «Άλλ’ οι γονείς, οι θέλοντες διαμορφώσωσι ελληνοπρεπώς τα τέκνα των, δεν πρέπει να δελεάζωνται από διλίρους και τριλίρους δημοσίας θέσεις, αίτινες και το φρόνημα των μη δεόντως ανατεθραμμένων ταπεινούσι και τον χαρακτήρα διαστρεβλούσι και την εν τη κοινωνία δράσιν ανακόπτουσι».
Οξύτατο ήταν το πρόβλημα της τοκογλυφίας. Το απόσπασμα από την εφημερίδα «Σάλπιγξ» είναι συγκλονιστικό και συνέβη στο σπίτι του «χατζή Χαράλαμπου Ιωάννου, εκ του χωρίου Πύργου, χρεωστούντος προς τινά εκ Παρωκκλησιάς 9 λίρας και 10 σελλίνια. Ο ενεργών τας κατασχέσεις υπάλληλος κατέσχεν και επώλησε το λάδι του, τρεις λίτρας, τας ταριχευμένας ελαίας του […], την σκάφην τού ζυμώματός του, τα κόσκινά του, τον ταριχευμένον χοίρον του, 7 οκκάδας […], τα υποδήματά του, το ερμάρι των φορεμάτων του. Τα τέκνα του μόνον έμειναν να κατασχεθώσι και να πωληθώσι, και τούτο διότι δεν τ’ αγοράζει κανείς φαίνεται».
Η εφημερίδα «Εμπρός» παρουσιάζει την άθλια εικόνα εκμετάλλευσης φτωχών κοριτσιών από χωριά. Γράφει: «Είναι φρικτόν άλλ’ είναι αληθές ότι η Κύπρος, όπως προμηθεύει ημιόνους διά τους στρατούς του κόσμου και επιβήτορας όνους διά τους κτηνοτροφικούς σταθμούς, τοιουτοτρόπως και προμηθεύει ιεροδούλους εις όλην την Ανατολήν».
Περί λαθροθηρίας από την εφημερίδα «Σάλπιγξ», «ένα από τα πιο ευφάνταστα και με χιουμοριστική διάθεση άρθρα», σημειώνει ο συγγραφέας. Απολαύστε: «Διά να κυνηγήσουν περισσότερα περδίκια, στήνουν τεντωμένον επάνω εις δύο ξύλα, εν είδος παννίου φέροντος σταυροειδώς γραμμάς μαύρας και λευκάς, το οποίον κινούν επίτηδες απέναντι αγέλης περδίκων, η δε κίνησις αύτη προξενεί ως εκ των σταυροειδών γραμμών εν είδος ηλεκτρισμού εις τους οφθαλμούς των περδίκων, αι οποίαι ίστανται ασκαρδαμυκτί βλέπουσαι το παννί, το οποίον ο κυνηγός κρατών όπισθεν και κινών αυτό πλησιάζει βαθμηδόν εις αυτάς, πυροβολεί κατ’ αυτών και τας φονεύει».
Οι στήλες των εφημερίδων έδιναν βήμα σε γνωστούς αλλά και νεοεμφανιζόμενους λογοτέχνες, ενώ συνεργάτες τους παρουσίαζαν έγκυρη λογοτεχνική κριτική. Δεν χαρίζονταν, όμως, στους επίδοξους λογοτέχνες και μερικές φορές τα σχόλιά τους άγγιζαν τα όρια της ειρωνείας και του χλευασμού. Σε σημείωμά του κριτικός αναφέρει ότι στην Κύπρο υπάρχει υπερπαραγωγή ποιημάτων, τα πλείστα των οποίων καμιά σχέση δεν έχουν με την ποίηση. Ξεφουρνίζονται ως επί το πλείστον αζύμωτα, κακόψητα, ακαλαίσθητα, ανούσια».
Σε ειδική ενότητα του βιβλίου παρουσιάζονται διαφημίσεις, μερικές των οποίων απολαυστικές. Από τη «Σάλπιγγα» του 1888, πληροφορούμαστε ότι: «Ο κ. Μ. Κοιλανιεύς πωλεί μακαρονάδαν Νεαπόλεως εξαιρέτου ποιότητος, λιανικώς μεν προς γρόσια 4 η οκά, χονδρικώς δε προς τριάμισι. Επωφεληθείτε της περιστάσεως».
Για το κρασί: «Σπεύσατε όσοι θέλετε να πίνητε οίνον καθαρόν και μαύρον, απηλλαγμένον πάσης πίσσης, οίνον άκαρον, οίνον ευγενέστατον και διαφανέστατον, οίνον τιμώντα τας τραπέζας, τέρποντα τους συνδαιτυμόνας και ευδαιμονούντα τους χρωμένους».
Ιδού και μέρος μόνο από τον ύμνο προς τη ραπτομηχανή Σίνγκερ από την «Ελευθερία» του 1924: «Χαίρε Βασιλίς του κόσμου, φίλη ραπτομηχανή/ υπερήφανος η τέχνη ως Θεάν της σ’ εξυμνεί/ Και αύτη η δυσκολωτέρα κι η λεπτή σου εργασία/ ως και τα κεντήματά σου είναι θαύμα και μαγεία./ Ευπειθής, άνευ θορύβου και με πόθον σθεναρόν/ περαιούσαι από χείρας και μεγάλων και μικρών. Εις τον κόσμον τέλος όλον αντηχεί μία φωνή/ εναρμόνιος, ωραία, Σίγγερ ραπτομηχανή».
Αυτά τα ενδεικτικά μόνο. Ένα πλήθος παρομοίων στο βιβλίο, που αξίζει να αποκτήσετε.
*Δημοσιογράφος (pcpavlou@gmail.com)
