Ο βασανιστικός αγώνας για συμφιλίωση ανάμεσα σε δυο με ψυχολογικά προβλήματα άτομα, μια διάσημη ηθοποιό του θεάτρου και τον σκηνοθέτη κινηματογράφου πατέρα της, είναι στο επίκεντρο του καλοφτιαγμένου, με εξαίρετες ερμηνείες, οικογενειακού δράματος, «Συναισθηματικό ταξίδι» του Νορβηγού σκηνοθέτη Γιοακίμ Τρίερ (« Ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο», «Θέλμα», « Ο ήχος της σιωπής»).
Ψυχολογικό ταξίδι, συγγενικό όχι μόνο με τις άλλες ταινίες ταινίες του Τρίερ αλλά και με εκείνες του Μπέργκμαν. Όπως τονίζεται από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας, με τη Νόρα Μπερκ (μια εξαιρετική Ρενάτε Ρέινσβε), να παθαίνει μια τρομερή ψυχολογική κρίση πριν την έναρξη της θεατρικής παράστασης του «Κουκλόσπιτου» του Ίψεν. Στη συνέχεια, η αποξενωμένη από τον πατέρα της Νόρα θα απορρίψει την πρόταση του να πρωταγωνιστήσει στη νέα ταινία του γερασμένου πατέρα της, Γκούσταβ (ο πολύ καλός Στέλαν Σκάρσγκαρντ), που βρίσκεται στο ναδίρ της καριέρας του, ταινία στην οποία ζητά από τη Νόρα να ερμηνεύσει τη γιαγιά της, που είχε αυτοκτονήσει εξαιτίας των ψυχολογικών τραυμάτων από βασανιστήρια που υπέστη από τους ναζί στη διάρκεια του πολέμου. Ταινία στην οποία σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει τόσο το οικογενειακό τους σπίτι όσο και το μικρό γιο της άλλης κόρης του, Άγκνες, μια πιο ήρεμης που ζει ευτυχισμένα με τον σύζυγο και το μικρό της γιο. Η αρχική απόρριψη της Νόρας, θα οδηγήσει τον Γκούσταβ να προτείνει το ρόλο σε μια σταρ του Χόλιγουντ (Ελ Φάνινγκ), φαν του Γκούσταβ ύστερα από ρετροσπεκτίβα στο έργο του σε διεθνές φεστιβάλ, σταρ που προκαλεί τη ζήλεια της Νορας, που η παρουσία της όμως θα βοηθήσει στην κάλυψη των εξόδων της μεγάλης παραγωγής της ταινίας.
Με φλας μπακ που βοηθούν στην ολοκλήρωση του χαρακτήρα της Νόρας και με το οικογενειακό σπίτι να παίζει βασικό ρόλο στην ταινία, ο Τρίερ φτιάχνει μια οικογενειακη δραματική κομεντί (ανάμεσα στις αστείες σκηνές του είναι εκείνη όταν ο Γκούσταβ δίνει για δώρο στο μικρό γιο της Άγκνες διάφορα τολμηρά DVD, ανάμεσα τους και το Irriversible του Γκασπάρ Νοέ, ή εκείνη όταν η νεαρή Νόρα κρυφάκουγε από πέτρινους σωλήνες του σπιτιού αυτά που έλεγαν οι μεγάλοι), εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις συγκρούσεις ανάμεσα σε μια όλο νεύρα Νόρα και τον φαινομενικά ήρεμο, έτοιμο να συγχωρέσει την κόρη του, Γκούσταβ. Για να μας οδηγήσει σε ένα συγκινητικό, δοσμένο με ευρηματικότητα και δύναμη, αν και αναμενόμενο, φινάλε.
Στην ημι-αυτοβιογραφική ταινία της, «Ρομέρια» (που σημαίνει «Προσκύνημα»), η Ισπανίδα σκηνοθέτις Κάρλα Σιμόν (Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο για την ταινία της «Οι ροδακινιές του Αλκαράζ») ακολουθεί ένα 18χρονο κορίτσι στο ταξίδι του σε μια παραλιακή πόλη της Ισπανίας για να μάθει την αληθινή ιστορία γύρω από τη βιολογική του οικογένεια.
Στην παραλιακή, απέναντι στον Ατλαντικό, πόλη Βίγκο, φτάνει το 2004 με το ημερολόγιο της μητέρας της και τη βιντεοκάμερά της, η 18χρονη Μαρίνα για να γνωρίσει τους συγγενείς του πατέρα της Φον, που, όπως και η χωρισμένη απ’ αυτόν, μητέρα της, πέθανε από AIDS. Θα συναντήσει θείες, θείους και τα παιδιά τους, που θα την υποδεχτούν με αγάπη αν και η δική τους πλευρά για τη ζωή του πατερα της εκεί είναι πολύ διαφορετική από τη δική της και από όσα γράφει στο ημερολόγιο της η μητέρα της.
Με φλας μπακ στο 1983-1986, περίοδο που οι γονείς της έζησαν στην Βίγκο, καθώς και σκηνές στο παρόν (2004), παρακολουθούμε, από την ευτυχισμένη ζωή των γονιών της Μαρίνας στη σύντομη περίοδο παραμονής τους εκεί (με αποσπάσματα από το ημερολόγιο της μητέρας, που διαβάζονται off), και από την άλλη την περίοδο στην οποία η Μαρίνα προσπαθεί να βρει τα απαραίτητα χαρτιά που να επιβεβαιώνουν πως ο Φον είναι ο πατέρας της, και να πείσει τον παππού και τη γιαγιά της να υπογράψουν τα επίσημα αναγκαία έγγραφα, για να μπορέσει να πάρει την υποτροφία για κινηματογραφικές σπουδές, έχοντας ανακαλύψει πως όλοι τους αισθάνονται οργισμένοι και ντροπιασμένοι που ο Φον και η γυναίκα του πέθαναν από AIDS.
Η κάμερα της Σιμόν εστιάζεται στη Μαρίνα και τις αλήθειες που (σταδιακά ανακαλύπτει γύρω από τον πατέρα της (πως πέθανε από AIDS, τη δεκαετία του ‘90 και όχι του ‘80 όπως της έλεγαν, καθώς και τις αλήθειες σχετικά με την παραμονή του πατέρα της στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού). Μια όμορφη, με ωραίες ερμηνείες, ταινία για τις χαμένες ρίζες, δοσμένη, με εξαίρεση μια ονειρική σκηνή, με ένα ντοκιμαντεριστικό στιλ.
Στην «Ιστορία του ήχου» του Νοτιοαφρικανού Όλιβερ Χερμάνους («Αισθάνομαι ζωντανός») έχουμε την ερωτική ιστορία δύο νεαρών ομοφυλόφιλων, με φόντο τα τραγούδια και την καταγραφή μουσικής κάντρι στο Κεντάκι ανάμεσα στα 1910 και 1917.
Ο σκηνοθέτης ακολουθεί τους δύο πρωταγωνιστές του, τον Λάιονελ και τον Ντέιβιντ (που τους ερμηνεύουν οι δύο πολύ καλοί ηθοποιοί Πολ Μεσκάλ και Τζος Ο’Κόνορ) στην πορεία τους, από το Κεντάκι και τη Βοστώνη (και αργότερα ως την Οξφόρδη και το Lake District της Βρετανίας), μέσα από από βουνά και δάση, με τη με απλές αποχρώσεις, χρώματα φωτογραφία του Αλεξάντερ Ντάιναν («Μετρητής καρτών»), συναντώντας κατοίκους της περιοχής για να καταγράψουν αυθεντικά λαϊκά τραγούδια σε κέρινους κυλίνδρους.
Οι χαρακτήρες των δύο αντρών, του με ωραία φωνή επαρχιώτη που μεγάλωσε φάρμα, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες για το μέλλον του, Λάιονελ, και του πιο σίγουρου για τον εαυτό του και των στόχων του, ακαδημαϊκού μουσικολόγου, Ντέιβιντ (ο οποίος θα λείψει για ένα διάστημα, πολεμώντας στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο), σκιαγραφώνται αρκετά πειστικά, αν και με αρκετές αδυναμίες σεναριακά, με τις καλύτερες σκηνές, εκτός από εκείνες της σχέσης ανάμεσα στους δύο, δοσμένες με αρκετή τρυφερότητα, εκεινες με τα κάντρι τραγούδια, που μιλάνε για τον έρωτα, τη μοναξιά, τη ζωή και το θάνατο, τραγούδια που δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε, έστω και παροδικά, μερικά ενδιαφέροντα δευτερεύοντα πρόσωπα.
(ΚΥΠΕ/ΝΦΜ/ΓΒΑ)