Εντυπωσιακή η παρουσία στο 66ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, της διάσημης Γαλλίδας ηθοποιού Ιζαμπέλ Ιπέρ, που σήμερα θα τιμηθεί με τον Ειδικό Χρυσό Αλέξανδρο του Φεστιβάλ για το σύνολο του έργου της. Μιας ηθοποιού που έδωσε μερικούς από τους πιο θαυμάσιους ρόλους, δυναμικών γυναικών, γυναικών με προσωπικότητα και πυγμή, σε ταινίες όπως «Η τελετή» του Κλοντ Σαμπρόλ και «Η δασκάλα του πιάνου» του Μίκαελ Χάνεκε.
Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε, η Ιπέρ, ευγενική αν και κάπως συγκρατημένη, μούσα πολλών σκηνοθετων της νουβέλ βαγκ (ανάμεσα τους τον Γκοντάρ και τον Σαμπρόλ), μίλησε για τις προτιμήσεις της (ανάμεσά τους και πως, αν μπορούσε, θα ήθελε να πρωταγωνιστήσει στην ταινία του Χίτσκοκ «Δεσμώτης του ιλίγγου») και τα προβλήματα που είχε στο γύρισμα του άδικα υποβαθμισμένου αριστουργήματος του Μάικλ Τσιμίνο, «Η πύλη της Δύσεως».

Ταινία, όπως ανέφερε, «πολύ προσωπική, με πολιτικό μήνυμα που δεν αναγνωρίστηκε, σημείωσε ταυτόχρονα επιτυχία και αποτυχία, τότε και σήμερα. Επιτυχία καλλιτεχνική, αναγνωρισμένη ως σημαντική ταινία, αν και αποτυχία με το κοινό - κάτι που επηρέασε από τότε τον σκηνοθέτη - και επιτυχία αναγνωρισμένη πιο πρόσφατα παγκόσμια αν και εξακολουθεί να έχει την ίδια αντιμετώπιση από το κοινό».
Όσο για την επιλογή των ρόλων της, η διάσημη καλλιτέχνιδα τόνισε πως δεν φοβάται τους δύσκολους ρόλους, εκείνο που την ενδιαφέρει πάνω από όλα είναι να εμπιστεύεται τον σκηνοθέτη της, ακόμη και αν είναι καινούργιος, δεν φοβάται τις προκλήσεις, η λέξη κλειδί γι’ αυτήν είναι η εμπιστοσύνη.
Η Gorgonà
Η φιλόδοξη, μετά-αποκαλυπτική αλληγορία, Gorgonà, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Εύης Καλογεροπούλου, που πρώτη φορά προβλήθηκε στην Εβδομάδα της Κριτικής του πρόσφατου φεστιβάλ της Βενετίας, αποδείχτηκε δυστυχώς μια επιφανειακή απόπειρα ανατροπής μιας όχι και τόσο μακρινής ανδροκρατούμενης κοινωνίας από μια ομάδα εκδικητικών Αμαζόνων.
Η ιστορία, σύμφωνα με το δελτίο Τύπου, «εκτυλίσσεται σε ένα άχρονο δυστοπικό μέλλον, σε μια πατριαρχική πόλη-κράτος που μαστίζεται από τη βία και την περιβαλλοντική μόλυνση, με δύο γυναίκες να επαναστατούν και αγωνίζονται για την ελευθερία και την ταυτότητά τους, μετατρέποντας εαυτές σε σύμβολα αντίστασης και μεταμόρφωσης».
Το υπό διάλυση αθηναϊκό κράτος, όπου μόνη πηγή οικονομίας είναι το πετρέλαιο, ο Νίκος (Χρίστος Λούλης), αρχηγός μιας βίαιης συμμορίας, που οι μέρες του, λόγω ασθένειας, είναι μετρημένες, ετοιμάζεται να ονομάσει τον αντικαταστάτη του. Θέση που διεκδικεί η τακτική του στο σεξ, Μαρία (Μελισσάνθη Μαχμούτ), της οποίας τη μητέρα, εργάτρια του σεξ, ο Νίκος είχε κάποτε δολοφονήσει άγρια. Στην ομάδα θα προστεθεί, για τη σεξουαλική ικανοποίηση των αντρών, και μια γυναίκα από άλλη περιοχή, η τραγουδίστρια Ελένη (Ωρόρα Μάριον), που οι γονείς της είχαν ανταλλάξει από παιδί ως «σκλάβα για σεξ» για την απόκτηση τροφής. Με αποτέλεσμα οι δύο γυναίκες, έχοντας ξεκινήσει μια σεξουαλική σχεση, σχεδιάζουν να ανατρέψουν την καταπιεστική ανδροκρατούμενη εξουσία και, μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες Γοργόνες (ή αν προτιμάτε, Αμαζόνες), να αναλάβουν το μέλλον της πόλης τους.
Ιστορία που θα είχε ενδιαφέρον για ένα σε βάθος και με καλογραμμένους χαρακτήρες σενάριο μιας συναρπαστικής δυστοπικής περιπέτειας. Δυστυχώς, οι μονοδιάστατοι χαρακτήρες, οι ξώπετσες αναφορές σε ξένες πολύ καλύτερες ταινίες (από «Θέλμα και Λουίζ» μέχρι Mad Max) και άλλα στοιχεία αναφοράς (φελινικές «παρελάσεις και ορσονγουελικοί καθρέφτες αλά «Γυναίκα της Σαγκάης), η ταινία περιορίζεται άλλοτε σε εντυπωσιακές τολμηρές σεξουαλικές σκηνές (σε σημείο να γίνονται αντιφεμινιστικές) και σε μια φασιστική παρέλαση ωραίων, μυώδη ανδρικών κορμιών, που η επιμονή σ’ αυτά αντί να τα σατιρίζει κινδυνεύει να τα ηρωοποιήσει, θυμίζοντας τον «Θρίαμβο της θέλησης» της Ρίφενσταλ.
