Ο Νικόλας Σπαρσής τρέφει μια ιδιαίτερα αγάπη για το γράψιμο καθώς, όπως ο ίδιος αναφέρει, πάντα τον γοήτευε να διηγείται μικρές, ανθρώπινες, καθημερινές ιστορίες. Ο συγγραφέας μιλά με αφοπλιστική ειλικρίνεια στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Παράθυρο» και υποστηρίζει πως «η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή. Οι άνθρωποι πρέπει κάποτε να ανοίγουν τα φτερά τους, να αφήνουν τον κόσμο τον ορατό, να πετούν μέχρι τις ακτές της ψυχής τους». Έχει μόλις κυκλοφορήσει το τέταρτό του βιβλίο με τίτλο «Άψαν τα Σπέσιαλ και Άλλες Ιστορίες», μια συλλογή δώδεκα διηγημάτων, που μοιάζουν να είναι βγαλμένα μέσα από τη σημερινή κυπριακή πραγματικότητα. Παρά το γεγονός πως έχει ήδη εκδώσει τέσσερα βιβλία διηγημάτων, ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα καθώς, όπως αποκαλύπτει, αντιμετωπίζει το γράψιμο ως μια αγαπημένη ενασχόληση, ένα χόμπι, όπως για παράδειγμα το σκάκι ή η μουσική.
Μέσα από τις ιστορίες και τους χαρακτήρες, όπως ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου, διαφαίνονται τα βιώματα και οι μνήμες του συγγραφέα ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λευκωσία. Η κυπριακή πραγματικότητα του χθες και του σήμερα, όπως καταγράφεται μέσα από τα διηγήματα, αποτελεί ένα ταξίδι γεμάτο νοσταλγία, θύμησες αλλά και ανατροπές. Η αφήγησή του, πότε κωμική, ποτέ σοβαρή, προσεγγίζει τους ανθρώπους από μια λοξή οπτική γωνία, που φωτίζει την κωμικοτραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο τίτλος του βιβλίου δεν περνά απαρατήρητος. Γιατί «Άψαν τα Σπέσιαλ»;
Η έκφραση επικράτησε στην αργκό των εφήβων της περιόδου, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, αρχές ‘70. Η φράση αυτή λοιπόν με πάει πίσω στα εφηβικά χρόνια. Ως παρέες εφήβων παίζαμε με τα φλίπερ της εποχής στα σφαιριστήρια και στους καφενέδες. «Άψαν τα σπέσιαλ» φωνάζαμε ενθουσιασμένοι όταν ξαφνικά άναβαν τα λαμπάκια του φλίπερ και κερδίζαμε έξτρα πόντους. Το ίδιο σύνθημα τραγουδούσαμε εκστασιασμένοι στην κερκίδα, όταν η ομάδα μας πήγαινε καλά. Η έκφραση, εν ολίγοις, είναι συνδεδεμένη με στιγμές ατομικής και συλλογικής τρέλας μιας γενιάς που έζησε τα τραγικά εκείνα χρόνια που οδήγησαν στο πραξικόπημα και την εισβολή, στην εφηβεία της. Ένα από τα διηγήματα του βιβλίου, το «Ένα Αθώο Παιγνίδι» αγγίζει, έστω ακροθιγώς, τα γεγονότα της εποχής, ενώ το ομώνυμο διήγημα περιγράφει, με χαλαρή διάθεση, τα ασταθή έως ευτράπελα βήματα του ήρωα, μέσα σε αυτά τα δύσκολα και καθοριστικά για τον τόπο μας χρόνια.
Και οι «Άλλες Ιστορίες» για τις οποίες μας προϊδεάζει ο τίτλος του βιβλίου;
Οι Άλλες Ιστορίες ξεδιπλώνονται παιχνιδιάρικα μεταξύ του κόσμου της φαντασίας και του κόσμου της πραγματικότητας. Τα σύνορα μεταξύ των δύο κόσμων είναι, πολλές φορές, θολά και ασαφή. Υπάρχουν ιστορίες που έζησα, ιστορίες που φαντάστηκα, διηγήσεις σε ένα παράλληλο Σύμπαν, όπου πραγματικότητα και όνειρο συνυπάρχουν. Τα σενάρια είναι βαθιά επηρεασμένα από τα βιώματά μου αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος Κύπριος που προσπαθεί να προσαρμοστεί μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Ανησυχίες υπαρξιακές, ανθρώπινες σχέσεις, φιλοδοξίες, χρόνος και ματαιότητα είναι μόνο μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται τα διηγήματα.
Αρκετά από τα διηγήματά σας έχουν μια χιουμοριστική διάθεση. Τι είναι το χιούμορ για σας;
Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πως πάντοτε είχα ένα πρόβλημα, μια δυσκολία, μια αδυναμία να πάρω τον εαυτό μου στα σοβαρά. Μου είναι -ακόμα και σήμερα- ιδιαίτερα δύσκολο να παραδοθώ στις προσταγές της σοβαροφάνειας, παρά το γεγονός πως στο παρελθόν υπήρξαν περιπτώσεις που το πλήρωσα. Έτσι, οι ήρωες των ιστοριών μου πορεύονται στη ζωή σαν καρικατούρες, παρατηρούν την εύθυμη πλευράς της ζωής, αντιστέκονται στα καλέσματα της σοβαροφάνειας. Ταυτόχρονα, η πλοκή πολλές φορές ανατρέπεται, είναι απρόβλεπτη, πάντα όμως αντιμετωπίζεται με μια δόση σκανδαλιάς, ακόμη και «επιπόλαιης» ανεμελιάς από τους χαρακτήρες των διηγημάτων. Τίποτα δεν μπορεί να πάρει κανείς εντελώς στα σοβαρά στη ζωή. Όπως και τίποτα δεν μπορεί να πάρει κανείς εντελώς στ’ αστεία. Το χιούμορ όμως έχει τη θέση του και στις δύο περιπτώσεις.
Τι σας παρακινεί να γράφετε; Τι σας εμπνέει;
Νομίζω υπάρχουν δύο σημαντικά στοιχεία εδώ. Από τη μια θέλω να καταγράφω την πραγματικότητα, να μονολογώ μέσα από τις ιστορίες μου, να λέω το παράπονό μου για αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, να πασχίζω να καταλάβω. Από την άλλη, θέλω να ξεφεύγω από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, θέλω να πλάθω τα παραμύθια μου, να προσπαθώ να ρίξω φως στους σκοτεινούς διαδρόμους του μυαλού μου. Η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ αρκετή. Οι άνθρωποι πρέπει κάποτε να ανοίγουν τα φτερά τους, να αφήνουν τον κόσμο τον ορατό, να πετούν μέχρι τις ακτές της ψυχής τους. Είναι λάθος να αφήσουμε τον κόσμο του ριάλιτι, την πεζότητα που πάει να επικρατήσει κατά κράτος στις σύγχρονες κοινωνίες, να συνθλίψει τον εσωτερικό μας κόσμο.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως για να μπορέσεις να γράψεις, θα πρέπει να έχεις διαβάσει πολύ στη ζωή σου. Θεωρείτε το διάβασμα ενός βιβλίου εξίσου σημαντικό με το γράψιμο;
Αναμφίβολα το διάβασμα είναι πολύ σημαντικό. Δεν έχει να κάνει μόνο με την ψυχαγωγία, καθώς ένα μυθιστόρημα για παράδειγμα τρέφει τον συναισθηματικό κόσμο του αναγνώστη, αγγίζει την ψυχή του, τον βοηθά να καλλιεργηθεί πνευματικά, να εκπαιδευτεί στην τέχνη του να είσαι άνθρωπος. Άλλωστε, οι ειδικοί υποστηρίζουν πως το διάβασμα ενισχύει την ενσυναίσθησή μας και μας βοηθά να αναπτυχθούμε ως κοινωνικά, συναισθηματικά όντα.
Στα κείμενά σας, βλέπει κανείς διάχυτη διάθεση σαρκασμού. Ακόμη και αυτοσαρκασμού. Τι είναι αυτό που σας οδηγεί σε αυτό το ύφος της αφήγησης;
Κοιτάξτε... Για τον Κύπριο του σήμερα είναι που γράφω, για μας γράφω και επιτρέψετέ μου να πω πως νιώθω μια βαθιά απογοήτευση για την εξέλιξή μας. Ναι, περάσαμε από δύσκολα, από πέτρινα χρόνια και καταφέραμε να ορθοποδήσουμε. Κάθε νόμισμα όμως έχει δύο όψεις. Κάποιος μπορεί να πει πως για όλα αυτά που πάθαμε από την εισβολή και μετά, τεράστιο μέρος της ευθύνης φέρουμε εμείς οι ίδιοι. Αντί λοιπόν να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να εξελιχθούμε ως σύγχρονοι πολίτες, με κοινωνική συνείδηση, με σεβασμό στους θεσμούς, εμείς το μόνο που καταφέραμε είναι να κάνουμε βήματα προς τα πίσω και να παραπαίουμε σε ένα στάδιο ανάπτυξης που θυμίζει περισσότερο Μέση Ανατολή παρά Ευρώπη. Έτσι, πολλές φορές, την κυπριακή πραγματικότητα της οποίας βεβαίως είμαι κι εγώ μέρος, δυσκολεύομαι να την πάρω πολύ στα σοβαρά.
