Γράφει η Μαρία Γεωργίου και η Χριστοθέα Ιακώβου
Μνήμες και στιγμές μιας μητέρας και γυναίκας που βίωσε στο πετσί της τον ξεριζωμό, αναδύονται μέσα από την πένα της πρώην υπουργού Εξωτερικών, υπουργού Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, διπλωμάτισσας αλλά και συγγραφέως Ερατούς Κοζάκου Μαρκουλλή. Η ίδια μοιράζεται στο «Π» πώς ένα χειρόγραφο της μητέρας της Βαρβάρας [Βάριας] Αποστόλοβνα Τεκμιτσέβα Κοζάκου, μίλησε στην ψυχή της και ανέδειξε τις ρίζες που είναι βαθιά μέσα της, καθώς μέσα από την ποίησή της και φωτογραφικό υλικό κατάφερε να συμπυκνώσει μια ζωή, γεμάτη πόνο και αγάπη, σε μια έκδοση-τάμα και αφιέρωμα στην ποντιακή και μικρασιατική της καταγωγή.
Τι ήταν για εσάς το «τάμα ψυχής» που σας οδήγησε να γράψετε αυτό το βιβλίο; Ποια η ανάγκη ή η εσωτερική φωνή σας το επέβαλε;
Φεύγοντας το 1997, η μητέρα μου μας άφησε τη χειρόγραφη αυτοβιογραφία της στη ρωσική γλώσσα. Η μετάφραση του κειμένου αποκάλυψε έναν πραγματικό θησαυρό, όχι μόνο γιατί υπήρχε ένας πλούτος πληροφοριών για την οικογένεια και τους προγόνους μας από την Τραπεζούντα του Πόντου, αλλά και λόγω των πολλών σημαντικών ιστορικών γεγονότων που βίωσε η μητέρα μου και σημάδεψαν τη ζωή της, όπως ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με την απώλεια δύο αδελφών της, η μεγάλη Οκτωβριανή Ρωσική Επανάσταση, ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, η Γερμανική Κατοχή στην Αθήνα και τα Δεκεμβριανά του 1944. Διαβάζοντάς τα, ένιωσα μεγάλη υπερηφάνεια και θαυμασμό, ενώ μια φωνή μέσα μου μού υπέβαλλε να δώσω ζωή σε αυτά τα κείμενα, με την έκδοσή τους. Το «τάμα ψυχής» αποτελεί, συμβολικά, την εκπλήρωση αυτής της υπόσχεσης στη μνήμη της μητέρας μου και των προγόνων μου, στις ρίζες μου τις ποντιακές που τιμώ και για τις οποίες αισθάνομαι υπερήφανη.

Μίλησέ μας για τη γυναίκα στο εξώφυλλο. Ποια είναι και ποια ιστορία κουβαλά μαζί της;
Η γυναίκα στη φωτογραφία είναι η μητέρα μου, η Βαρβάρα Αποστόλοβνα Τεκμιτσέβα Κοζάκου. Γεννήθηκε το 1909 στο Σουχούμ της Αμπχαζίας, επαρχίας της Γεωργίας στον Καύκασο, από γονείς με καταγωγή από την Τραπεζούντα του Πόντου. Λόγω των διώξεων των Τούρκων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον Πόντο και να εγκατασταθούν από τη μεριά της μητέρας της στην Οδησσό και του πατέρα της στο Πότι, αρχικά, και μετά στο Σουχούμ της Γεωργίας. Η μητέρα μου σπούδασε μηχανολογία στην Τυφλίδα, δεν μπόρεσε όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές της γιατί η οικογένεια αναγκάστηκε για δεύτερη φορά να ξεριζωθεί, για να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Για την εποχή της ήταν πολύ χειραφετημένη και εργάστηκε για δέκα χρόνια ως βοηθός μηχανικός (η μόνη γυναίκα) σε ένα εργοστάσιο βαριάς βιομηχανίας στην Αθήνα. Δυστυχώς, οι συμφορές των πολέμων που βίωσε και οι κακουχίες που επακολούθησαν, δεν της επέτρεψαν να εκπληρώσει τα όνειρά της.
Ποια ήταν η πιο συγκλονιστική στιγμή της έρευνας και της επιστροφής στις ρίζες σας; Υπήρξε κάτι που σας άλλαξε ως άνθρωπο;
Διαβάζοντας την αυτοβιογραφία, αλλά και προχωρώντας σε βάθος με την έρευνα που έκανα για τον Πόντο, την Τραπεζούντα, τον ποντιακό ελληνισμό και τον ελληνισμό του Σουχούμ, αισθάνθηκα δέος και θαυμασμό για τις ρίζες και τους προγόνους μου. Παρ' όλα τα τεράστια εμπόδια που αντιμετώπισαν διαχρονικά, με βαθύτερο το τραύμα του ξεριζωμού και της γενοκτονίας, που πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 1914-1923, εντούτοις άντεξαν και στις χώρες που εγκαταστάθηκαν πρόκοψαν. Συντηρώντας και διατηρώντας, επίσης, άθικτες τις μνήμες των παραδόσεων και της πατρίδας. Αυτό το πείσμα και την αντοχή κρατώ βαθιά μέσα μου.
Πόσο επώδυνο ή λυτρωτικό ήταν να αγγίξετε μνήμες οικογενειακές, προσφυγικές, μικρασιατικές; Νιώθατε ότι γράψατε μόνο για εσάς ή για μια ολόκληρη γενιά;
Ήταν επώδυνο αλλά και λυτρωτικό μαζί το ταξίδι στις ρίζες και στη συλλογική μνήμη. Μια επιστροφή που θεωρώ απαραίτητη, ως ένδειξη σεβασμού στην ταυτότητα που θα πρέπει να διαφυλαχτεί. Αυτό που με πονά ιδιαίτερα, είναι ότι δεν έχω οποιαδήποτε οικογενειακά κειμήλια ή πληροφορίες όσο αφορά τη ζωή των προγόνων μου στην Τραπεζούντα. Ο ξεριζωμός και οι αντίξοες συνθήκες της εποχής στις χώρες εγκατάστασής τους, δεν επέτρεψε τη μεταφορά κειμηλίων ή αρχείων για τεκμηρίωση των πληροφοριών. Παρ' όλα αυτά, ολόκληρη η γενιά των Ποντίων και των Μικρασιατών ζωντανεύει μέσα από αυτό το βιβλίο, αποτελώντας ένα ακόμα πολύτιμο κομμάτι στο οικοδόμημα της συλλογικής μνήμης και των βιωμάτων των Ελλήνων της διασποράς.
Υπήρξε κάποιο στοιχείο της Ιστορίας ή κάποια μαρτυρία που σας συγκλόνισε ή σας έκανε να δείτε διαφορετικά το παρελθόν;
Γνώριζα αρκετά από τη ζωή της μητέρας μου και της οικογένειάς της μέσα από τις προφορικές αφηγήσεις. Όμως διαβάζοντας για όλα τα δεινά που τους έπληξαν, συνέπεια των συνεχών πολέμων, της πείνας και των καταστροφών, συνειδητοποίησα όσο ποτέ άλλοτε αυτό που και η μητέρα μου είχε ως αρχή στη ζωή της - δηλαδή την πίστη στη δύναμη της ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών.
Πιστεύετε ότι η σημερινή κοινωνία και ειδικά η κυπριακή, έχει απομακρυνθεί από τη μικρασιατική της μνήμη ή υπάρχει μια νέα ανάγκη επιστροφής στις ρίζες;
Είναι επόμενο, με την πάροδο του χρόνου, να μετατοπίζεται η προσοχή στα πρόσφατα γεγονότα και τα βιώματα του παρελθόντος να ξεθωριάζουν. Όμως, αποτελεί χρέος να κρατηθούν ζωντανές οι μνήμες μέσα από μια σωστή ανάγνωση της Ιστορίας, ώστε να εξάγονται τα κατάλληλα διδάγματα. Χρέος, επίσης, αποτελεί η διατήρηση των παραδόσεων και του πολιτισμού που κουβαλούμε από γενιά σε γενιά, αυτών που σωστά αποκαλείτε «επιστροφή στις ρίζες». Η αυτογνωσία και η ενδοσκόπηση αποτελούν το καλύτερο εχέγγυο ότι οι μνήμες θα διατηρηθούν.
Πώς συνομιλεί, κατά τη γνώμη σας, η Μικρασιατική Καταστροφή με τη σύγχρονη κυπριακή εμπειρία της προσφυγιάς; Βλέπετε κοινά τραύματα ή κοινές αντοχές;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εμπειρίες και τα τραύματα που προκαλεί ο πόλεμος, ο ξεριζωμός και η απώλεια είναι κοινά και δεν γνωρίζουν σύνορα. Το ίδιο και οι αντοχές και το πείσμα για επιβίωση και προκοπή, ως απάντηση στις συμφορές. Είναι γι' αυτό που, παρ' όλο που δεν είμαι πρόσφυγας της κυπριακής τραγωδίας, εντούτοις αισθάνομαι τον πόνο και την οδύνη των προσφύγων που κουβαλώ στις φλέβες μου - κατάλοιπο των βιωμάτων των προγόνων μου.
Θεωρείτε ότι το βιβλίο σας λειτουργεί ως φόρος τιμής, ως κάθαρση ή ως γέφυρα προς τις νεότερες γενιές που συχνά νιώθουν αποκομμένες από την οικογενειακή τους ιστορία;
Και τα τρία! Κυρίως όμως ως γέφυρα επικοινωνίας με τις επόμενες γενιές, στις οποίες οφείλουμε να μεταφέρουμε αυτή την υπερηφάνεια για τις ρίζες και τις παραδόσεις μας, από τόπους και προγόνους αλησμόνητους.
Τι θέλετε να νιώσει ή να σκεφτεί ο αναγνώστης όταν κλείσει το βιβλίο; Ποιο είναι το ένα πράγμα που ελπίζετε να πάρει μαζί του;
Να αφουγκραστεί τα μηνύματα και να αγγίξει το τραύμα αυτής της γενιάς των Ποντίων και των Μικρασιατών. Όχι για αναμόχλευση μίσους και αρνητικών συναισθημάτων, αλλά για να εμπεδωθεί μέσα μας η ανάγκη για έναν κόσμο χωρίς πολέμους, ξεριζωμούς και καταστροφές - έναν κόσμο ειρήνης, ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, όπου οι λαοί θα μπορούν να εργάζονται για την πραγμάτωση των οραμάτων τους.
