Ο ιδιοκτήτης του δισκάδικου "Ο Μάγος" μιλά στον "Π", και στον Παύλο Νεοφύτου, για την τελετουργία του να βάλεις δίσκο στο πικάπ, να τον ξεσκονίσεις, να βάλεις τη βελόνα πάνω...
Ο αναλογικός ήχος του βινυλίου, ο οποίος κατά γενική ομολογία των εραστών του ποιοτικού ήχου, προσφέρει μια δική του ποιότητα στην ακρόαση του μουσικού υλικού, αποτελεί και μια μορφή αντίδρασης εναντίον του ολοκληρωτισμού της ψηφιακής τεχνολογίας. Αυτό αναφέρει στη συνέντευξή του στον "Π" ο Κωνσταντίνος Μαγγλής, ιδιοκτήτης εδώ και λίγα χρόνια του δισκάδικου "Ο Μάγος" στην παλιά Λευκωσία, κοντά στο σχολείο της Φανερωμένης.
Μιλά για την τελετουργία του να μετροφυλλήσεις τους δίσκους, να βάλεις έναν δίσκο στο πικάπ, να τον ξεσκονίσεις, να βάλεις τη βελόνα πάνω, να κρατάς το εξώφυλλο στα χέρια σου, να ακούς αναλογικό ήχο - ακόμα και η χάρη της ατέλειας του φθαρμένου δίσκου.
"Όλη αυτή η διαδικασία κουβαλά την αισθητική μιας πιο οργανικής εποχής", τονίζει. "Μάλλον βγάζει κάτι πιο ανθρώπινο".
Γιατί επανήλθε στο προσκήνιο το βινύλιο;
Γενικά πολύς κόσμος αγαπά τη μουσική. Κάποιοι δεν ικανοποιούνται με YouTube, spotify, κ.λπ., αλλά προτιμούν να έχουν το αντικείμενο, τον δίσκο, στα χέρια τους. Βέβαια δεν σνομπάρω καθόλου όσους ακούνε μουσική ψηφιακά, το κάνω κι εγώ. Δεν πέθανε ποτέ το βινύλιο, δηλαδή ακόμα και πριν την παγκόσμια άνοδο των τελευταίων χρόνων, διατηρούσε πάντα ένα κοινό, όπως και μαγαζιά με μεταχειρισμένους δίσκους στις μεγάλες πόλεις του εξωτερικού. Στο περίπου θα χώριζα τον κόσμο του δίσκου σε τέσσερις κατηγορίες:
- Τους κανονικούς συλλέκτες που χτίζουν μια συλλογή με τους δίσκους των αγαπημένων τους καλλιτεχνών και συγκροτημάτων, σε εκσόδεις συλλεκτικές ή μή
- Τους audiophile που προτιμούν να ακούν βινύλιο για την ανώτερή του ποιότητα στην αναπαραγωγή του ήχου
- Μια μερίδα Djs που εμινένουν να παίζουν σε βινύλια για διάφορους λόγους και
- Τους diggers, δηλαδή αυτοί που έχουν σαν στόχο να ξεθάβουν και ν' ανακαλύπτουν παραμελημένα ή και άγνωστα κομμάτια.
Ο νέος κόσμος που πρόσφατα άρχισε να ασχολείται είναι κυρίως της πρώτης κατηγορίας. Για κάποιους ίσως να είναι απλά επιφανειακά τα κίνητρα, μιμητισμός, μόδα, τα λάικ στο Instagram. Πολλοί όμως το κάνουν από πιο αγνά κίνητρα, παθιάζονται. Μπορεί να γίνει και εθισμός άγριος.
Πιο γενικά, θα έλεγα πως η επιστροφή του βινυλίου είναι μια αντίδραση εναντίον του ολοκληρωτισμού της ψηφιακής τεχνολογίας. Σκέψου ότι το διάβασμα, η επικοινωνία με τους φίλους μας, η μουσική, τα πάντα, διαμεσολαβούνται πλέον από τα κινητά και τους υπολογιστές. Η τελετουργία του να πηγαίνεις κάθε τόσο στο δισκάδικο σου, να μετροφυλλάς τους δίσκους, να χτίζεις κομμάτι-κομμάτι μια καλόγουστη συλλογή, να βάλεις έναν δίσκο στο πικάπ, να τον ξεσκονίσεις, να βάλεις τη βελόνα πάνω, να κρατάς το εξώφυλλο στα χέρια σου, να ακούς αναλογικό ήχο -ακόμα και η χάρη της ατέλειας του φθαρμένου δίσκου- όλη αυτή η διαδικασία κουβαλά την αισθητική μιας πιο οργανικής εποχής. Μάλλον βγάζει κάτι πιο ανθρώπινο. Η τραγική ειρωνεία βέβαια είναι πως για να δουλέψει το μαγαζί τελικά απαιτείται καθημερινή τριβή με τον υπολογιστή για τις παραγγελίες και τη διαφήμιση στα social media. Δεν τη γλυτώνουμε δηλαδή.

Μίλησέ μας για την απόφασή σου να ανοίξεις ένα τέτοιο μαγαζί.
Μαζεύω δίσκους χρόνια, μυήθηκα στην κουλτούρα του μεταχειρισμένου δίσκου στο εξωτερικό, σαν φοιτητής. Παίζω και dj από τότε. Μου αρέσει πολύ η διαδικασία του ψαξίματος και της ανακάλυψης. Είναι μια ικανότητα που την καλλιεργείς. Στον καιρό αποκτάς μια διαίσθηση για τους δίσκους, τι θα έχει ενδιαφέρον και τι μάλλον όχι. Τέλος πάντων, μάζευα. Αρχικά έκανα λίγες ανταλλαγές με φίλους στο εξωτερικό. Μια μέρα σε μεγάλο δισκάδικο στο Λονδίνο βρήκα έναν αρκετά σπάνιο δίσκο πετάμενο στις προσφορές - μια συλλογή του κιθαρίστα Omar Khorshid. Δεν ήξεραν τι είχαν και το πήρα φτηνά. Εκείνη τη στιγμή έγινε ένα κλικ και συνειδητοποίησα πως αφού τους «έπιασα αδιάβαστους» αυτούς, που ήταν τοπ επαγγελματίες, θα μπορούσα να πουλώ και εγώ. Δικτυώθηκα με άλλους που έχουν δισκάδικα σε Ελλάδα και Αγγλία, πήρα μια αίσθηση του πώς δουλεύουν. Στη συνέχεια άρχισα να μαζεύω δίσκους πέρα από τα ενδιαφέροντά μου, φτάνει να τους θεωρούσα εμπορεύσιμους. Άνοιξα δοκιμαστικά κάτι σαν pop-up shop, με ελάχιστες κούτες δίσκων. Πήγε καλύτερα από ό,τι περίμενα και το συνέχισα. Δεν βιάστηκα, το άφησα να μεγαλώσει με τον ρυθμό του τον φυσιολογικό. Το τρέχω πολύ όμως, ώστε να έχει πάντα καλό υλικό σε όλες τις κατηγορίες. Πλέον πιστεύω πως συγκρίνεται και με δισκάδικα του εξωτερικού.

Ποια είδη μουσικής ψάχνουν οι περισσότεροι πελάτες που έρχονται εδώ;
Η πλειοψηφία του κόσμου θα έλεγα προτιμά ξένο ροκ, κυρίως τα πιο γνωστά κλασικά συγκροτήματα. Αλλά το κατάστημα διαθέτει μεγάλο φάσμα μουσικής, από μέταλ μέχρι ρεμπέτικο, blues μέχρι techno, jazz, έντεχνα. Γνωστές επιτυχίες ή και πιο underground για «ψαγμένους» και οι τιμές κυμαίνονται παντού, από 1-2 ευρώ μέχρι 50, με μέσον όρο γύρω στα 15 ίσως.
Εκτός από δίσκους έχω και κάποια πικ-απ προς πώληση, όπως και cd σημερινών κυπριακών συγκροτημάτων.
[caption id="attachment_63602" align="aligncenter" width="1000"]

Από πού προμηθεύεσαι όλους αυτούς τους δίσκους;
Αυτό είναι το μυστικό της δουλειάς. Ας πούμε από παντού. Πάω και ταξίδια στο εξωτερικό κάθε τόσο για στοκ. Πάντως αν έχει κανένας αναγνώστης δίσκους που να θέλει να πουλήσει, πάντα ενδιαφέρομαι να τους δω. Είμαι δίκαιος στις τιμές μου, άμα κάτι είναι συλλεκτικό θα το πληρώσω καλά.

Ιστορίες για δίσκους
Ως λάτρης και συλλέκτης του βινυλίου, έχεις να μας διηγηθείς κάποια ιστορία γύρω από αυτό;
Άπειρες ιστορίες για δίσκους… Μια φορά με πήρε ένας τηλέφωνο και μου είπε πως είχε ένας φίλος του μια μεγάλη συλλογή δίσκων που είχαν μείνει από μια δισκοθήκη που είχε κλείσει τη δεκαετία του '80. Ξεκίνησα το βράδυ να πάω να τους δω, με την εντύπωση ότι κατευθυνόμουν προς το σπίτι του πρώην ιδιοκτήτη. Τελικά όμως οι δίσκοι ήταν ακόμα στο κλαμπ, το οποίο είχε μετατραπεί σε καμπαρέ. Δούλευε κανονικά το μαγαζί με χορεύτριες, θαμώνες και τον ανάλογο φωτισμό και εγώ στο μπαρ ανάμεσα σε στοίβες δίσκων, να τους μετροφυλλώ και να τους μελετώ και να παζαρεύω με τον ιδιοκτήτη σε αυτό το σουρεαλιστικό σκηνικό.
Τραγελαφικό παζάρεμα στην Αμερική
Άλλη ιστορία, πέρσι πήγα ταξίδι στην Αμερική για να βρω δίσκους. Είχαμε πάει με έναν φίλο σε ένα κατάστημα που το είχε μια ηλικιωμένη Ελληνοαμερικάνα. Πλήρη ακαταστασία και ανοργανωσιά, κοίταζα δίσκους μέσα στο χαώδες τοπίο για αρκετή ώρα, μέχρι που μου λέει: «θέλεις να δεις δίσκους; θα σου βρω εγώ τους καλύτερους δίσκους» και παίρνει ένα τηλέφωνο. Ανακοινώνει σε όλους τους υπόλοιπους πελάτες πως το μαγαζί είναι κλειστό και τους διώχνει. Μετά από λίγο έρχεται ένας Αμερικάνος με ένα διπλοκάμπινο γεμάτο κούτες, γύρω στους χίλιους δίσκους, πολύ πράγμα. Κλείνει συμφωνία με τον Αμερικάνο να τους αγοράσει όλους για δέκα χιλιάδες δολάρια. Ξεφορτώνουμε τις κούτες, φεύγει ο Αμερικάνος, μένουμε μόνοι μας στο μαγαζί. Και μου λέει, διάλεξε ποιους θέλεις να πάρεις. Αρχίζει να μου λέει τιμές -αυτοί οι δίσκοι πάνε τόσα, αυτοί 5 δολάρια, αυτοί 3, αυτοί 7. Είχε Pink Floyd, Black Sabbath, Led Zeppelin, τέτοιο στυλ, παλιές αμερικάνικες εκδόσεις, όλα σε τρομερή κατάσταση. Με άφηνε να διαλέξω τους καλύτερους και μου τους έδινε πολύ πιο φτηνά απ' ό,τι τους είχε αγοράσει, μόλις πριν λίγο μπροστά στα μάτια μου! Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Δεν μπορούσα να την ψυχολογήσω, ούτε όμως ήθελα να την εκμεταλλευτώ. Της πρόσφερα περισσότερα λεφτά, και αυτή θύμωσε, από πείσμα ήθελε να ρίξει τις τιμές ακόμα πιο κάτω. Φώναζε «εμένα δεν με νοιάζουν τα λεφτά, το κάνω επειδή αγαπώ τη μουσική». Πήγαινε ώρες αυτό το ανάποδο παζάρεμα που ο καθένας υποστήριζε το συμφέρον του άλλου αντί το δικό του. Νυχτωθήκαμε, και παραγγείλαμε πίτσες και μπίρες. Ευτυχώς στο τέλος κουτσά στραβά βρήκαμε συμβιβασμό. Έφερα γενικά πολύ ωραίους δίσκους από την Αμερική, έδωσε άλλη αίσθηση στο κατάστημα. Πριν ανοίξω το κατάστημα έψαχνα δίσκους για πάρτη μου. Τώρα κυρίως ψάχνω δίσκους για τον κόσμο που έρχεται στο κατάστημα, να έχει πάντα κάτι καλό γι' αυτούς. Άλλη νοοτροπία.