Παράθυρο logo
Μετρώντας την παρουσία της απουσίας: Η κυπριακή μουσική παραγωγή στα εγχώρια ραδιόφωνα
Δημοσιεύθηκε 19.05.2025
Μετρώντας την παρουσία της απουσίας: Η κυπριακή μουσική παραγωγή στα εγχώρια ραδιόφωνα

Γράφει η Μαρία Κούβαρου

« Η δύναμη του μουσικού ραδιοφώνου εκτείνεται πέραν της απλής προώθησης δίσκων και καλλιτεχνών/ιδών - έχει βαθιά επιρροή στον ήχο της μουσικής (popular music) και στο σχήμα της μουσικής κουλτούρας (popularmusic culture)», γράφει ο Mark Percival στο άρθρο του περί Μουσικών Ραδιοφώνων και Μουσικής Βιομηχανίας (2011) και η θέση του αυτή αποτελεί την πλέον κατάλληλη εισαγωγή για το παρόν άρθρο.

Γιατί μια ματιά στο γενικότερο σχήμα της μουσικής κουλτούρας εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) αποκαλύπτει μια τεράστια απόσταση μεταξύ της εγχώριας μουσικής δημιουργίας και της ευρύτερης πολιτισμικής δημόσιας σφαίρας. Μια απόσταση που φαίνεται να ενδυναμώνεται, αν όχι να παγιώνεται, από τη στάση και τον ρόλο των εγχώριων ραδιοφωνικών σταθμών, και δη των εμπορικών ραδιοφωνικών σταθμών αμιγώς μουσικού χαρακτήρα. Εντός της ΚΔ, με τον μικρότερο του ενός εκατομμυρίου πληθυσμό της, λειτουργούν 27 ραδιοφωνικοί παγκύπριας εμβέλειας. Από αυτούς, οι 15 είναι εμπορικοί μουσικοί ραδιοσταθμοί, 7 αφιερωμένοι στην ξένη μουσική (τραγούδια με στίχους σε γλώσσες εκτός της ελληνικής), πέντε στην ελληνική μουσική (τραγούδια με ελληνικό στίχο σχεδόν αποκλειστικά από την ελληνική μουσική βιομηχανία), ενώ οι υπόλοιποι παίζουν ένα μείγμα των πιο πάνω (αν και με έμφαση στις ελληνικές παραγωγές). Στην ίδια χώρα, μια ακούραστη στρατιά εργατών/ιδών του πολιτισμού έχει κυκλοφορήσει πάνω από 3.500 τραγούδια μέσα στην τελευταία δεκαετία και συνεχίζει ακάθεκτη, ενώ η μεγαλύτερη μερίδα του κοινού ακόμα αναρωτιέται αν «έχει δισκογραφική παραγωγή η Κύπρος». 

Μια πρόσφατη έρευνα αξιολόγησε την παρουσία των εγχώριων μουσικών παραγωγών στα ραδιόφωνα της ΚΔ, αναλύοντας τα τραγούδια που παίχτηκαν από πέντε δημοφιλείς ραδιοφωνικούς σταθμούς της χώρας με παγκύπρια κάλυψη μέσα σε επτά τυχαία επιλεγμένες ημέρες μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουλίου 2024. Τρεις από τους εν λόγω σταθμούς έχουν αμιγώς μουσικό χαρακτήρα, με δύο να επικεντρώνονται στην ελληνική μουσική και έναν στην ξένη. Οι άλλοι δύο περιλαμβάνουν ένα από τα κανάλια του ΡΙΚ και έναν γενικότερου ενδιαφέροντος ραδιοσταθμό που συνδυάζει μουσικές εκπομπές με εκπομπές ενημερωτικού χαρακτήρα. 

Τα αποτελέσματα της έρευνας, αν και αναμενόμενα, είναι αποκαρδιωτικά. Οι τρεις εμπορικοί μουσικοί σταθμοί, οι οποίοι λειτουργούν με playlists, δεν συμπεριέλαβαν κανένα εγχώριο τραγούδι στα προγράμματά τους. Οι άλλοι δύο συμπεριέλαβαν κάποια (αν και σε σημαντική μειοψηφία), όμως αρκετά από αυτά δεν ήταν σύγχρονες μουσικές παραγωγές, αλλά παλαιότερα ή παραδοσιακά τραγούδια. Για να μιλήσουμε με αριθμούς, συνολικά στους πέντε ραδιοφωνικούς σταθμούς μελετήθηκαν 779,5 ώρες ραδιοφωνικών εκπομπών, κατά τις οποίες μεταδόθηκαν 9.730 τραγούδια. Από αυτά, μόλις τα 60 ήταν κυπριακά (αν και όχι όλα από τη σύγχρονη μουσική παραγωγή). Το ποσοστό παρουσίας μεταφράζεται σε 0,62% και είναι, ομολογουμένως, άξιο συζήτησης και προβληματισμού.

Η απουσία της τοπικής μουσικής από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα αν αναλογιστούμε ότι η ΚΔ είναι ανεξάρτητο κράτος με ξεχωριστό ραδιοφωνικό τοπίο, ξεχωριστό νομοθετικό πλαίσιο, ξεχωριστό ταμείο φορολογίας και ξεχωριστή υπόσταση. Ωστόσο, ως φαίνεται, από άποψη μουσικής «κατανάλωσης» βασίζεται αποκλειστικά σε εισαγόμενο μουσικό περιεχόμενο, ιδιαίτερα από την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, αρκετοί ραδιοφωνικοί σταθμοί αντλούν αυτούσιες τις λίστες τους (set playlists) από οικείους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ελλάδας, ή από Ελλαδίτες συνεργάτες.

Στον αντίποδα, βέβαια, βρίσκεται και η πραγματικότητα που αφορά τους νόμους της ελεύθερης αγοράς. Οι εμπορικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, αντιμέτωποι με τον ανταγωνισμό για διαφημιστικά έσοδα και για να μειώσουν τις πιθανότητες να χάσουν ακροατές, καταφεύγουν στη σιγουριά της «οικείας» μουσικής, δηλαδή της μουσικής που είναι ήδη επιτυχημένη ή γνωστή στον «μέσο ακροατή». Έτσι, ακούμε σχεδόν ταυτόσημη μουσική να παίζεται από ραδιοφωνικούς σταθμούς παρόμοιου χαρακτήρα (σε συντριπτικό ποσοστό εισαγόμενη), με τις/τους ακροάτριες/ακροατές να θεωρούν αυτήν ως τη μουσική που είναι άξια για προβολή. Η έλλειψη νομικής προστασίας για την τοπική παραγωγή ενισχύει την κατάσταση, επιδρώντας στη γενικότερη διαμόρφωση της μουσικής κουλτούρας της χώρας.

Παρά την έλλειψη στήριξης και προβολής, η ανεξάρτητη μουσική παραγωγή της Κύπρου συνεχίζει να ανθεί και να αποδεικνύει τη δύναμη και τη δυνατότητά της. Σύμμαχοί της σε αυτή την προσπάθεια μεμονωμένες περιπτώσεις ραδιοφωνικών παραγωγών με εκπομπές αποκλειστικά αφιερωμένες στο πεδίο (όπως ο Ανδρέας Χρυσάνθου στον Άστρα, η υποφαινόμενη στον UCY Voice 95,2) και άλλες/άλλους επαγγελματίες του ραδιοφώνου που προσθέτουν τραγούδια εγχώριας παραγωγής στα προγράμματά τους (ο Γιάννης Διανέλλος από τους λαρνακιώτικους προμαχώνες και, φυσικά, διαχρονικά ο Robert Camassa μέσα από τα κρατικά κανάλια ανάμεσα σε άλλες/άλλους). Όλες αυτές οι περιπτώσεις ανάγονται σε ραδιοφωνικούς σταθμούς που δίδουν στο προσωπικό τους ελευθερία επιλογής (δηλαδή όχι σε αμιγώς μουσικούς ραδιοσταθμούς), επιτρέποντάς τους να ανακαλύπτουν και να μοιράζονται εγχώριες μουσικές δημιουργίες. 

Ακόμα και με τη συμβολή αυτή, το ποσοστό παρουσίας κυπριακών μουσικών παραγωγών στα εγχώρια ερτζιανά παραμένει ανησυχητικά χαμηλό (πιθανότατα χαμηλότερο του 1%), κάτι που είναι απολύτως αναμενόμενο αν αναλογιστούμε ότι 15 από τους 27 ραδιοφωνικούς παγκύπριας εμβέλειας, που είναι και οι αμιγώς μουσικοί έχουν παρουσία εγχώριας μουσικής παραγωγής στο 0%. Όσο και να συζητάμε για όρους ανταγωνισμού και ελεύθερης αγοράς, είναι η στιγμή να ληφθούν μέτρα που θα ενισχύσουν την παρουσία της κυπριακής μουσικής παραγωγής στα εγχώρια ραδιόφωνα, ενδυναμώνοντας από τη μία τους καλλιτέχνες της χώρας και επιτρέποντας από την άλλη στο ακροατήριο να γνωρίσει την πολιτιστική παραγωγή της χώρας. Ενδεχόμενα μέτρα όπως η επιβολή ποσοστώσεων κατά το παράδειγμα χωρών όπως η Αυστραλία και η Γαλλία εδώ και δεκαετίες και η Μάλτα τα τελευταία χρόνια, η πιο ενεργή και οργανωμένη συμβολή του ΡΙΚ ως κρατικού φορέα, καθώς και η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ ραδιοφωνικών σταθμών και δημιουργών μέσα από επικοινωνιακές δράσεις, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πολύτιμες γέφυρες. Μόνο έτσι θα μπορούσαμε να δούμε μια πιο ισορροπημένη σχέση συμβίωσης μεταξύ εγχώριων ραδιοφώνων και κυπριακής μουσικής παραγωγής που, στον σχηματισμό της μουσικής κουλτούρας μιας ολόκληρης χώρας, θα λάμβανε υπόψη και τη δημιουργικότητα που γεννιέται από την ίδια τη χώρα.

[Το άρθρο έχει γραφτεί στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου «Tracing the PLAce of Independent Cypriot MUsic in the Radio stations of the Republic of Cyprus: the hegemonic reasons behind a presence/absence(PLA.I.Mu.R.)» που τελείται στο πλαίσιο του προγράμματος «ΜΕΤΑΔΙΔΑΚΤΩΡ 2024» του ΤΕΠΑΚ].

Εικόνα: «Dream coat», έργο της Νεφέλης Παπαδημούλη που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του «Posterity of the Sun» στον εξωτερικό χώρο του πρώην ΣΟΔΑΠ, στη Λεμεσό. Φωτ.: Χριστοθέα Ιακώβου