Συγγραφέας: Σαμ Σέπαρντ
Σκηνοθεσία: Αθηνά Κάσιου (Open Arts)Η αποκαθήλωση της «αγίας» αμερικανικής οικογένειας υπήρξε ένα από τα προσφιλέστερα θέματα της αμερικανικής δραματουργίας ήδη από τη δεκαετία του 1920 και τα πρώτα έργα του Ευγένιου Ο’Νηλ. Έκτοτε, όλοι οι μείζονες θεατρικοί συγγραφείς (Ουίλιαμς, Μίλερ, Άλμπι) ασχολήθηκαν με την απατηλή αυτή εικόνα, η οποία αναδείκνυε μία από τις πιο προβεβλημένες αλλά και ύπουλες εκφάνσεις του αμερικανικού ονείρου. Έχοντας θητεύσει στη δραματουργία των προκατόχων του, αλλά και βαθιά επηρεασμένος από το ευρωπαϊκό θέατρο του «παραλόγου» και τον κόσμο του κινηματογράφου, ο Σαμ Σέπαρντ, ο συγγραφέας της «Δύσης», δημιουργεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 τη δική του εκδοχή για τη στρεβλή εικόνα της αμερικανικής οικογένειας, μέσα από την τριλογία The Curse of the Starving Class, Buried Child και True West.
Στο βραβευμένο με Πούλιτζερ έργο «Θαμμένο παιδί», ο Σέπαρντ τοποθετεί στο μικροσκόπιό του τις ταραγμένες, μη λειτουργικές, βίαιες σωματικά και ψυχικά σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στην πυρηνική οικογένεια, σε μια απομονωμένη φάρμα στο Ιλινόις. Η ιστορία του είναι ερμητικά κλειστή σε έναν στενό κύκλο, ενώ κυκλική δείχνει να είναι και η εξέλιξή της, αφού αρχίζει και τελειώνει με την ίδια εικόνα: τη διαδοχική πατριαρχία πάνω σε έναν καναπέ. Πρόκειται για μια οικογένεια που ενώ στο παρελθόν θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο του αμερικανικού ονείρου (επιτυχημένη φάρμα, τρεις γιοι με όλα τα εχέγγυα για ένα επιτυχημένο μέλλον, όπως αυτοί που επιθυμεί ο Ουίλι Λόμαν στον «Θάνατο του Εμποράκου»), η πάροδος του χρόνου και ένα οικογενειακό μυστικό που κρύβεται συνωμοτικά από τα μέλη της δημιουργούν μια κατάσταση σήψης και διαφθοράς. Το αγρόκτημα έχει παρακμάσει, η γη είναι άγονη και στο σπίτι κατοικούν φαντάσματα του περασμένου μεγαλείου, παγιδευμένα το κάθε ένα σε ένα συλλογικό και ατομικό τραύμα. Ο πατέρας αποκόπτεται εκούσια από το παρελθόν και παγιδεύεται σε ένα παρόν ψευδαίσθησης μέσα από το αλκοόλ. Καθηλωμένος σε έναν καναπέ ως σύμβολο της φθίνουσας πατριαρχίας, καταδικασμένος σε εξάρτηση από τους άλλους (όπως ένα παιδί) και σε ακινησία (όπως ένας νεκρός), ο πατέρας-θύτης «θάβεται» καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου: κάτω από μια κουβέρτα, κάτω από φύλλα καλαμποκιού, κάτω από ένα γούνινο παλτό, κάτω από τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Η μητέρα, αποκολλημένη από την πραγματικότητα του παρόντος και παγιδευμένη σε μια εξιδανικευμένη εκδοχή του παρελθόντος η οποία αντιπροσωπεύεται από το άγαλμα που επιθυμεί να φτιάξει για τον νεκρό της γιο που θέλει να θυμάται ως ήρωα της πατρίδας και του αθλητισμού, κινείται ανάμεσα στον «πάνω» χώρο του σπιτιού και την έξοδο, όπου βρίσκει διαφυγή στη «σχέση» της με τη θρησκεία. Ο μεγάλος γιος, ο Τίλντεν, ευνουχισμένος πνευματικά και ψυχικά, θάβει το παρελθόν του στο Νέο Μεξικό και επιστρέφει πίσω, σχεδόν σαν παιδί. Αδυνατώντας να αναγνωρίσει τον ίδιο του τον γιο, γεμίζει τα χέρια του με ό,τι βρίσκεται «εκεί πίσω» (καλαμπόκια, καρότα, ένα νεκρό παιδί), αποτελώντας τον συνδετικό κρίκο του «μέσα» με το «έξω». Ο δεύτερος γιος, ο Μπράντλι, ευνουχισμένος σωματικά, με μια επίκτητη κακία και ροπή προς τη βία, ζητά να εκδικηθεί για όσα υπέφερε, αδιαφορώντας για οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας. Τον κλειστό αυτό κόσμο έρχεται να διαταράξει ο ερχομός του εγγονού Βινς και της κοπέλας του Σιέλι αφήνοντάς μας αναγνωρίσιμους απόηχους από τον «Γυρισμό» του Πίντερ. Η μη αναγνώριση του Βινς από τα μέλη της οικογένειας τον οδηγεί σε ένα ταξίδι «αυτογνωσίας», αυτό της συνειδητοποίησης της συνέχειας και της κληρονομικότητας από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Η Σιέλι, ο εξωτερικός εισβολέας που οδηγεί με την επιμονή της στην αποκάλυψη του μυστικού, εν τέλει αποβάλλεται ως παρείσακτη, ενώ ο Βινς βρίσκει τη θέση του στην οικογένεια και το σπίτι. Ο παλιός κύκλος κλείνει, αλλά ένας νέος, εξίσου προβληματικός, τον διαδέχεται.
Στο «Θαμμένο παιδί» ο Σέπαρντ επιχειρεί, μέσα από ένα χρονικό και αφηγηματικό χάος και τον συγκερασμό διαφορετικών αισθητικών ειδών (ρεαλισμός, νατουραλισμός, παράλογο, γκροτέσκο, συμβολισμός, μαύρο χιούμορ), μια πολυεπίπεδη διερεύνηση των δομών της οικογένειας, η οποία, αναπόφευκτα, αντανακλά την κατακερματισμένη και σε αποσύνθεση αμερικανική κοινωνία. Έχοντας ήδη δοκιμαστεί με επιτυχία στο πολυσχιδές θέατρο του Σέπαρντ με το έργο True West το 2015, η Αθηνά Κάσιου επιλέγοντας παλιούς και νέους συνεργάτες επιστρέφει αυτή τη φορά στη Μεσοδυτική Αμερική και επιχειρεί μια βαθιά ανάγνωση του έργου, δημιουργώντας μια παράσταση σύνθετη και πολυστρωματική. Πατώντας στη στέρεα βάση του ρεαλισμού, η αίσθηση η οποία δημιουργείται κυρίως μέσα από το ζοφερό και παρακμιακό σκηνικό της Λυδίας Μανδρίδου και τη (υπερβολικά «ελληνοποιημένη») μετάφραση της ομάδας, η Κάσιου κατορθώνει, μέσα από τον τρόπο που διαχειρίζεται τους υπόλοιπους εξωκειμενικούς παράγοντες, να αναδείξει με τις σωστές δοσολογίες όλα τα αισθητικά είδη που συναντιούνται σε αυτό το ευφυώς γραμμένο έργο του Σέπαρντ. Χρησιμοποιώντας δεξιοτεχνικά τον ιδιαίτερο χώρο του Space αποτυπώνει την κυκλικότητα του έργου, με τους ηθοποιούς να κινούνται διαρκώς σε κύκλους μέσα και έξω από το σπίτι, εμπερικλείοντας σε αυτό το κλειστοφοβικό σχήμα και τους θεατές, οι οποίοι βρίσκονται αναπόδραστα εκτεθειμένοι στη διαρκή κίνηση των ηθοποιών. Ο συμβολικός φωτισμός της Καρολίνας Σπύρου «φωτίζει» όσα δεν λέγονται, ενώ η οριζόντια, αιχμηρή φωτιστική εγκατάσταση που διασχίζει τον σκηνικό χώρο ρίχνει απειλητικά το ψυχρό της φως στους ήρωες, χωρίς να τους αφήνει δυνατότητες διαφυγής. Εξίσου συμβολικά λειτουργεί και το ηχητικό τοπίο του Αντρέα Τραχωνίτη (επερχόμενη καταιγίδα, βροχή, εκκωφαντικός ήχος ξυριστικής μηχανής) το οποίο προϊδεάζει τους θεατές για το μυστικό που έχει φέρει την οικογένεια σε πνευματική και σωματική παράλυση, δημιουργώντας μια, σχεδόν, γκροτέσκα ατμόσφαιρα.
Αυτός ο συγκερασμός λογικού και παράλογου, ρεαλιστικού και υπερρεαλιστικού στοιχείου, ακολουθείται και από την υποκριτική ομάδα της παράστασης, ιδιαίτερα από τα τέσσερα βασικά μέλη της οικογένειας. Η εμβληματική παρουσία του Σπύρου Σταυρινίδη στον ρόλο του πατέρα δεσπόζει, παρά τη στατικότητά της, σε όλο τον σκηνικό χώρο. Η μπεκετική του ερμηνεία, πότε τραγική και πότε κωμική, αναδεικνύει, με μόνα όπλα τον λόγο και την έκφραση του προσώπου του, την παρακμή, την επαναληπτικότητα και τη νωχελικότητα ενός ανθρώπου που έχει παραιτηθεί από τη ζωή, που βουλιάζει σε έναν καναπέ «μέσα», σε αντιστοιχία με ό,τι βρίσκεται θαμμένο «έξω». Η τόλμη του ηθοποιού να δοκιμαστεί σε έναν ρόλο έξω από την ασφάλεια των κεκτημένων ρόλων του, τον επιβραβεύει με μία από τις καλύτερες ερμηνείες της υποκριτικής του πορείας. Η εύπλαστη Λένια Σορόκου μπαίνει με φαινομενική ευκολία στη λογική ενός ρόλου που θυμίζει τις πουριτανικές και νευρώδεις ηρωίδες του Τενεσί Ουίλιαμς. Η ερμηνεία της δίνει με λεπτές ισορροπίες και χωρίς υπερβολές τη γυναίκα που κουβαλά, σωματικά και ψυχικά, ένα ανείπωτο οικογενειακό τραύμα και γι’ αυτό επιλέγει να ζήσει σε μια ψευδαίσθηση, είτε απομονωμένη στον πάνω χώρο του σπιτιού, είτε προσκολλημένη στη θρησκεία. Εξαιρετικός ο Αλέξανδρος Παρίσης στον ρόλο του «σπασμένου» Τίλντεν. Με μια φοβιστική, αγχωτική σχεδόν ηρεμία, αργές κινήσεις, βλέμμα κενό και στραμμένο διαρκώς προς τα κάτω σαν να αναζητά να βρει αυτό που του στέρησαν, ο Αλέξανδρος Παρίσης δημιουργεί με την ερμηνεία του τον άνθρωπο που έχει διαλυθεί ψυχικά και πνευματικά κάτω από το βάρος της πράξης που τον στοιχειώνει. Η γκροτέσκα φιγούρα του Μπράντλι βρίσκει ιδανική ενσάρκωση στην ερμηνεία του Βαλεντίνου Κόκκινου, ο οποίος κατορθώνει από τη μία να δώσει την τρομακτική υπόσταση του γιου που δείχνει να είναι αδίστακτος και αιμοσταγής, ενώ αποδεικνύεται κωμικά ανήμπορος καθώς περιφέρει το σαρκίο του εκλιπαρώντας για το τεχνητό του πόδι. Ορθά επέλεξε η Αθηνά Κάσιου να διαφοροποιήσει ερμηνευτικά τον Γιάννη Καραούλη και την Αντωνία Χαραλάμπους στους ρόλους του Βινς και της Σιέλι. Η ρεαλιστική τους ερμηνεία η οποία κουβαλά τον κόσμο της λογικής και της πραγματικότητας τονίζει ακόμη περισσότερο τον διαφοροποιημένο κόσμο της οικογένειας. Ο Γιάννης Καραούλης είναι, ωστόσο, αυτός που πρέπει να κάνει τη μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλο. Η ερμηνεία του, ίσως υπερβολικά νευρική και υπερκινητική αρχικά, βρίσκει πιο εύστοχα τον ρυθμό της όταν ο Βινς παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν αναγνωρίσιμο και αποδεκτό από την υπόλοιπη οικογένεια. Η Αντωνία Χαραλάμπους ερμηνεύει εύστοχα έναν ρόλο την τεχνική του οποίου κατέχει καλά. Ως εκπρόσωπος του ρεαλισμού είναι αυτή που καλείται να θέσει λογικά ερωτήματα, να γίνει ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στα πρόσωπα και το κοινό και να δώσει την αφορμή για μια αβίαστη και φυσική αποκάλυψη του οικογενειακού μυστικού. Το γρήγορο αλλά καίριο πέρασμα του Θανάση Γεωργίου από τον ρόλο του ανεπαρκούς, ηθικά και θρησκευτικά, πατερ-Ντιούις, είναι αρκετό για να υπονοήσει τη θέση του Σέπαρντ ότι από την αποκαθήλωση αυτή δεν εξαιρείται ούτε η θρησκεία.
Η Αθηνά Κάσιου και η ομάδα της τολμούν να προσεγγίσουν ένα έργο δύσκολο, όχι μόνο λόγω της θεματικής και μορφικής του πολυπλοκότητας αλλά και λόγω του έντονα αμερικανικού χαρακτήρα του. Σε μια συγκυρία, ωστόσο, η οποία έχει επιτρέψει στους οικογενειακούς δεσμούς να γίνουν ασφυκτικοί και έδωσε εύφορο έδαφος για να αποκαλυφθεί η ακμάζουσα και ακραία ενδοοικογενειακή βία, το έργο του Σέπαρντ φαίνεται να ξεπερνάει χρονικά και γεωγραφικά όρια και να γίνεται δυσοίωνα σύγχρονο και οικείο.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.