Γράφει η Λίζα Tilford
Μόλις συνειδητοποίησα ότι «Ο λόγος του βασιλιά» ήταν διάρκειας 118 λεπτών, αμέσως δυσανασχέτησα, ξέροντας ότι θα έπρεπε να παραμείνω στην αίθουσα του σινεμά έως το τέλος. Με ανακούφιση σας μεταφέρω ότι, ευτυχώς, η ταινία με άφησε με τις καλύτερες εντυπώσεις. Δεν χρειάζεται να μιλήσω για τις ερμηνείες, μια και τα Όσκαρ τα είπαν όλα. Η ταινία μάς μεταφέρει στο βασιλικό lifestyle των δεκαετιών ’30-40, ωστόσο απουσιάζουν τα [αναμενόμενα] φρου-φρου κι αρώματα. Δεν υπάρχει ούτε μία σκηνή που να φανερώνει έστω για λίγο τη χλιδή μέσα στην οποία διάγει τη ζωή της μια φυσιολογική, υποθέτω, βασιλική οικογένεια. Κι αυτό σε προβληματίζει για το πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό που βλέπεις [φαντάζομαι ειδικά αν είσαι Άγγλος]. Προπαγάνδα και συσχετισμός με τον επικείμενο βασιλικό γάμο; Ίσως. Η πλοκή του έργου, που δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις, δεν είναι σύνθετη [σαν τα κινούμενα σχέδια που δεν έχουν παρά μόνο έναν κεντρικό άξονα κι ένα ηθικό δίδαγμα «καπάκι»], ξεδιπλώνεται παράλληλα με το πρόβλημα ομιλίας που αντιμετωπίζει ο διάδοχος του Γεωργίου V. Συμπαθέστατος. Νιώσαμε συμπόνια όλοι οι ευαίσθητοι… Ώς εκεί. Το δράμα συνυπάρχει με λίγες και έξυπνα προσεγμένες στιγμές αυθεντικού χιούμορ, που έρχεται επιτυχώς να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι τίποτα δεν άγγιξε το όριο της υπερβολής. Ούτε το χρώμα, ούτε η μουσική. Ακόμα και οι αγγλικούρες ήταν δυο-τρεις, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε: λ.χ., όταν θα πρωτοσυναντήσει ο βασιλιάς τον λογοθεραπευτή του, ο τελευταίος βγαίνει απ’ την τουαλέτα και η κάμερα εστιάζει στο σφίξιμο των χεριών [how British!]. Ακόμα και η μουσική επένδυση, όπως προανέφερα, είναι πολύ περιορισμένη, ώστε να λάμπει διά της απουσίας της. Κι έτσι ο θεατής εστιάζει αποκλειστικά στις δυνατές ερμηνείες, εκεί όπου στηρίζεται η ταινία. Όσοι είναι φαν της δράσης, αλλά θα επιλέξουν να τη δουν, θα αντέξουν μόνο με μπίρα στο χέρι. Και στο ψυγείο.
Δημοσιεύθηκε στο «Π» στις 17 Απριλίου 2011.
