Γράφει η Αγγελική Μιχαλοπούλου-Καρρά | @mak.adcy
Ο διεθνούς φήμης visual designer μιλά στο "Π" για την αγάπη του για το σχέδιο, τα πρώτα ερεθίσματα στο σπίτι, τη σκληρή δουλειά στην εφημερίδα και τη μετέπειτα καταξίωση στη δουλειά του
Πριν λίγες μέρες είχα την ευκαιρία να επικοινωνήσω με τον διεθνούς φήμης Έλληνα visual designer Χάρη Τσέβη, ο οποίος εμφανίστηκε παραπάνω από πρόθυμος να μοιραστεί με την κυπριακή γραφιστική κοινότητα σκέψεις και εμπειρίες από την πλούσια καριέρα του ως σχεδιαστή αλλά και ως καθηγητή οπτικής επικοινωνίας.
Ο καταξιωμένος Έλληνας σχεδιαστής ήταν για μία ακόμα φορά χειμαρρώδης, αλλά παράλληλα ειλικρινής και προσιτός. Γνωστός για τα ψηφιακά του μωσαϊκά, για τα πορτρέτα του Steve Jobs και για τις συνεργασίες του με εταιρείες όπως η Nike, η PepsiCo, η Toyota και η Gatorade, διαφημιστικές εταιρίες όπως η TBWA\Chiat\Day, Saatchi & Saatchi LA, DDB Munich και η Leo Burnett Hong Kong και διεθνή περιοδικά και εφημερίδες όπως οι Times, Fortune, Wired and the Wall Street Journal.
Τι είναι αυτό που σε οδήγησε να ασχοληθείς με την οπτική επικοινωνία;
Από μικρός μου άρεσε να σκιτσάρω και να ζωγραφίζω και είχα μια ιδιαίτερη αγάπη για το τυπωμένο χαρτί. Μάζευα περιοδικά, αρκετές φορές κρυφά από τους γονείς μου και πολλές φορές, από την ηλικία των έξι ετών, έφτιαχνα τα δικά μου περιοδικά, κατασκευές από χαρτί, κομμένα και δεμένα με τα μέσα που διέθετα τότε ως παιδί του δημοτικού σχολείου ακόμα. Σημαντική ήταν και η ενθάρρυνση που είχα από την οικογένειά μου. Μεγάλωσα μέσα σε μια μάλλον μικροαστική οικογένεια που θεωρούσε σημαντικό το να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο, όμως παράλληλα μου έδωσε και τα ερεθίσματα να ασχοληθώ με την τέχνη. Ο θείος μου ήταν ζωγράφος και μάλιστα είχε αναπτύξει μια δική του τεχνική πουαντιγισμού και η μητέρα μου ήταν διακοσμήτρια. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο από πίνακες του θείου μου και όλα αυτά σε συνδυασμό με ώθησαν να ακολουθήσω αυτό που πραγματικά αγαπούσα.
Γνωρίζω ότι σε κάποια στιγμή της σχολικής σου ζωής ήθελες να σπουδάσεις φυσικός, ενώ στη συνέχεια πέρασες στο τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τη γραφιστική που σε οδήγησε στο να αλλάξεις κατεύθυνση;
Η πρώτη φορά που άκουσα τη λέξη "γραφίστας" και ήρθα σε επαφή με το επάγγελμα ήταν όταν κάποια στιγμή η ΕΠΟ [Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία], στην οποία εργάζονταν η μητέρα μου, θέλησε να αλλάξει το λογότυπό της. Θυμάμαι είχα κάνει ένα απλό σχέδιο το οποίο στη συνέχεια ένας γραφίστας είχε πάρει ως βάση για να δημιουργήσει το τελικό λογότυπο. Το ποσό που είχε πληρωθεί μού είχε φανεί τότε, που ακόμα ήμουν μαθητής, πολύ δελεαστικό. Έτσι αποφάσισα να πάω σε μια ιδιωτική σχολή και σχεδόν αμέσως μετά να ξεκινήσω να δουλεύω σε μια εφημερίδα σε ηλικία 19 χρονών.
Πώς ήταν για έναν 19χρονο στα τέλη της δεκαετίας του '80 το να δουλεύει σε μια εφημερίδα;
Την εποχή εκείνη το να δουλεύεις σε μια εφημερίδα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις τη δουλειά και να έχεις πρόσβαση σε τεχνολογία αιχμής. Τα χρόνια εκείνα ένα πλήρως εξοπλισμένο ατελιέ κόστιζε πολλά εκατομμύρια. Ήταν μια μεταβατική εποχή που η τυπογραφία περνούσε από την παραδοσιακή της μορφή στην πλήρως ηλεκτρονική και εγώ ήμουν πολύ τυχερός που κατάφερα να γνωρίσω εκ των έσω και τις δυο. Το ωράριο ήταν βέβαια έννοια ανύπαρκτη, αλλά τα λεφτά ήταν παραπάνω από καλά και φυσικά δούλευα σε ένα αντικείμενο που πραγματικά αγαπούσα και με γέμιζε. Πολύ σημαντικό ήταν και το γεγονός ότι είχα την ευκαιρία μέσω της πολιτικής διαφήμισης να δουλέψω για μια μεγάλη και οργανωμένη καμπάνια που για το πλαίσιο της εποχής ήταν κάτι το αρκετά δύσκολο και σπάνιο.
Έχοντας μια δουλειά που πολλοί θα ζήλευαν, αποφασίζεις να τα αφήσεις όλα για να συνεχίσεις τις σπουδές σου στο εξωτερικό. Τι σε ώθησε στο να πάρεις αυτή την απόφαση;
Ένιωθα ότι με την παιδεία και τα εφόδια που είχα πάρει στην Ελλάδα οι δυνατότητές μου ήταν περιορισμένες και δεν θα μπορούσα να πάω πολύ μακριά. Τότε το διαδίκτυο δεν ήταν ακόμα διαθέσιμο στο ευρύ κοινό και τα βιβλία που θα μπορούσε να βρει κάποιος σχετικά με την οπτική επικοινωνία ελάχιστα. Αποφάσισα να πάω για σπουδές στην Ιταλία σε ηλικία 25 ετών, επειδή θωρούσα ότι η κουλτούρα της μου ταίριαζε καλύτερα. Έμαθα τη γλώσσα και διάλεξα μια ιδιαίτερη σχολή στο Μιλάνο, όπου οι καθηγητές είχαν μια τρέλα με την Gestalt. Η φιλοσοφία της σχολής σε έβαζε σε μια λογική πειθαρχίας, σχεδόν μοναστικού επιπέδου, όπου συνειδητοποιούσες ότι ακόμα κι όταν μπορεί να μην συμφωνούσες με κάτι, απλώς θα έπρεπε να το μάθεις. Δούλεψα πολύ και τελειώνοντας τη σχολή ήμουν πλέον ένας άλλος άνθρωπος με εντελώς νέα λογική.
Τι θα συμβούλευες τους μαθητές σου, αλλά και τους νέους που τώρα ξεκινούν τη σταδιοδρομία τους;
Υπομονή, να έχουν υπομονή και επιμονή. Ένας γραφίστας και κάθε νέος που βγαίνει από μια σχολή δεν είναι έτοιμος να δουλέψει αμέσως χωρίς πρακτική εκπαίδευση στον χώρο δουλειάς. Το ταλέντο και η κλίση από μόνα τους δεν μπορούν να φέρουν την επιτυχία. Είχα μαθητές που πραγματικά θαύμασα για το ταλέντο τους και που τελικά δεν κατάφεραν να το αξιοποιήσουν, και άλλους που ωρίμασαν με τον χρόνο και μέσα από τη σκληρή δουλειά κατάφεραν να πετύχουν πολλά. Είναι λάθος ένας καθηγητής να κάνει προβλέψεις για τους μαθητές του. Η ζωή είναι πολύ σύνθετη. Oι άνθρωποι αγαπούν, ερωτεύονται, απογοητεύονται κι όλα κάνουν έναν κύκλο. Να μην τρελαίνονται με την επιτυχία ή την αποτυχία και να έχουν πίστη σε αυτό που κάνουν. Η υπομονή και η επιμονή με τη σειρά τους τρέφουν την πίστη αυτή. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούν ότι οι άνθρωποι που πετυχαίνουν πράγματα δεν είναι διαφορετικοί από εμάς και δεν θα πρέπει να πλάθουν με το μυαλό τους εύκολα μύθους. Όταν θαυμάζεις κάποιον και δεν έχεις τις ικανότητές του, τότε ψάχνεις στον εαυτό σου να βρεις και να αξιοποιήσεις τις δικές σου ικανότητες. Κάθε νέα γενιά είναι καλύτερη από την προηγούμενη, οι νέοι μαθαίνουν καινούργια πράγματα και με διαφορετικό τρόπο, αξιοποιώντας νέα μέσα και μεθόδους.
Από όλες τις συνεργασίες σου με μεγάλες εταιρείες και διαφημιστικά γραφεία ποια είναι αυτή που θα ξεχώριζες και για ποιο λόγο;
Αναμφίβολα η συνεργασία μου με την Gatorade. Ήταν ένα πρότζεκτ που κράτησε δυο χρόνια δημιουργώντας εικονογραφήσεις για δύο διαφημιστικές καμπάνιες. Η εταιρεία την εποχή εκείνη είχε θέσει ως target group τους ανθρώπους του αθλητισμού και ειδικότερα εκείνους με λατινική ή αφρικανική καταγωγή και θεωρούσαν ότι παρόλο που προσωπικά δεν έχω κάποιο τέτοιο στοιχείο καταγωγής, η δουλειά μου βγάζει προς τα έξω ένα στοιχείο αφρο-λάτιν. Ίσως να έπαιξε ρόλο η παιδεία που έλαβα σπουδάζοντας στην Ιταλία. Ο τρόπος που συνεργάστηκα με αυτούς τους ανθρώπους ήταν ιδιόρρυθμος, αλλά παράλληλα πολύ παραγωγικός. Η επικοινωνία μου με τον art director μπορώ να πω ότι ήταν, το λιγότερο, λακωνική. Σε όσες από τις σχεδιαστικές προτάσεις που τους έκανα και δεν συμφωνούσε, απαντούσε με ένα απλό "NO", ενώ για εκείνες που του άρεσαν η απάντηση ήταν... "L-O-V-E". Η αλήθεια είναι ότι ως σχεδιαστής είχα μεγάλο βαθμό ελευθερίας και οι άνθρωποι αυτοί σε κάθε επικοινωνία που είχα μαζί τους με έκαναν να αισθάνομαι καλά, όχι μόνο με το προσωπικό τους ενδιαφέρον αλλά και με την έμπρακτη εκτίμηση που έδειχναν για τη δουλειά μου. Σε κάθε μας επικοινωνία δεν παρέλειπαν να μου εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους και με παρότρυναν να εξερευνήσουμε νέες σχεδιαστικές οδούς, κατά μια έννοια να κάνουμε development, που είναι κάτι που πραγματικά μου αρέσει πολύ και θέλω να εφαρμόζω στη δουλειά μου.
Κατά το παρελθόν έχεις επισκεφτεί την Κύπρο αρκετές φορές, ποια είναι η άποψή σου για το κυπριακό design;
Θεωρώ ότι το κυπριακό design εντάσσεται στο πλαίσιο του ελληνικού design γενικότερα, μιας και είναι κοινή η κουλτούρα που το παράγει. Πολλοί σχεδιαστές από την Κύπρο έχουν σπουδάσει και στην Ελλάδα, ενώ ζουν και εργάζονται με επιτυχία στο εξωτερικό. Θα μπορούσα να πω ότι μαζί με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, η Κύπρος είναι το τρίτο κέντρο του ελληνικού design, έχοντας όμως τον δικό της χαρακτήρα όντας πιο κοντά στη Μέση Ανατολή και με πιο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα σε σχέση με τις περισσότερες πόλεις της Ελλάδος. Όπως γνωρίζεις, αγαπώ την Κύπρο και τη ζωή στο νησί και πάντα ψάχνω την ευκαιρία να επισκέπτομαι την αγαπημένη μου πόλη, τη Λάρνακα, για διακοπές. Επίσης έχω έρθει και ως ομιλητής στο πλαίσιο του "Παγκόσμιου Συνεδρίου Τυπογραφίας και Οπτικής Επικοινωνίας" [ICTVC].
Αυτό σημαίνει ότι θα επισκεπτόσουν την Κύπρο σε μια ανάλογη περίπτωση για να γνωρίσεις και να γνωριστείς καλύτερα με την κυπριακή κοινότητα οπτικής επικοινωνίας;
Σίγουρα ναι. Η Κύπρος είναι αγαπημένος μου προορισμός.
Εις το επανιδείν λοιπόν.
+ Δουλειά του Χάρη Τσέβη μπορείτε να δείτε στο http://tsevis.com/


