Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 12.3.2018

Η σκηνοθετική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη παραμένει εμμονικά προσκολλημένη στην προσπάθεια αποσύνδεσης της παράστασης από οτιδήποτε συσχετίζει το έργο με την ταινία, χωρίς να προτείνει μια άλλη συγκεκριμένη και ξεκάθαρη, αισθητικά και νοηματικά, πρόταση.


Σκηνοθεσία / δραματουργική επεξεργασία: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Σκηνικά: Έλενα Κοτασβίλι, Αλέξης Βαγιανός
Κοστούμια: Κωνσταντίνα Ανδρέου
Χορογραφία: Έλενα Χριστοδουλίδου
Σχεδιασμός φωτισμού: Γεώργιος Κουκουμάς
Ερμηνεύουν: Πέτρος Γιωρκάτζης, Ελένη Σιδερά, Γιώργος Ευαγόρου, Έρικα Μπεγέτη-Λύρα, Γιάννης Μίνως, Κίκα Γεωργίου, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Ηρόδοτος Μιλτιάδους, Ιωάννα Σιαφκάλη.
Παραγωή: ΘΟΚ

Το 1954, η μετεμφυλιακή Ελλάδα μετρά ακόμη τις πληγές της προσπαθώντας να ανιχνεύσει μια νέα, σύγχρονη ταυτότητα, υπό το άγρυπνο μάτι της αμερικανικής «προστασίας». Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ανακαλύπτει σταδιακά τη δική του φωνή μέσα από τα ανεξίτηλα τραύματα του Μαουτχάουζεν, ενώ μαγεύεται από τον κόσμο του θεάτρου ως πιστός θαμώνας του Θεάτρου Τέχνης και της [αμερικανικής] θεατρικής πρωτοπορίας που σύστηνε τότε ο Κάρολος Κουν στο αθηναϊκό κοινό. Η γνωριμία του με τη Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της ραδιοφωνικής «Μήδειας», αλλά και ο χειμαρρώδης και αυθεντικά ασυμβίβαστος χαρακτήρας της, του παρέχουν πολύ σύντομα το υλικό για να δημιουργήσει τη «Στέλλα». Η Στέλλα δεν γράφτηκε απλώς για τη Μελίνα. Είναι εμπνευσμένη από τη Μελίνα και τα καταγώγια του ρεμπέτικου κόσμου της δεκαετίας του ’50: «Θα ’πρεπε να γράψω διαφορετικά αυτήν τη φορά. Και οι χαρακτήρες και το θέμα δεν είχαν σχέση με εκείνα τα προηγούμενα έργα μου. Όμως, όπως όλοι οι κουλτουριάρηδες των χρόνων εκείνων, είχαμε -κυρίως χάρη στον Μάνο Χατζηδάκι- ανακαλύψει τη μαγεία του καλού ρεμπέτικου τραγουδιού. Μερικοί και την ουσία. Σκεπτόμουν λοιπόν ένα έργο που να έχει ουσία ρεμπέτικου ερωτικού τραγουδιού, ενισχυμένο μουσικά με σχετικά τραγούδια. […] Και που τελικά έγινε γιατί η Στέλλα, σε όποια μορφή, είναι το πρώτο έργο που παρουσίασε πρόσωπα και δράματα αυτού του χώρου», γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογο της έκδοσης της θεατρικής «Στέλλας» το 1991. Η θεατρική «Στέλλα» εν τέλει ναυαγεί, ενώ η κινηματογραφική «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη [1956] με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα γράφει τη δική της ιστορία στην πορεία του ελληνικού κινηματογράφου.
Μετέωρη παραγωγή: Η παράσταση παραμένει άχρονη, χωρίς ταυτότητα, σε ένα άγνωστο κοινωνικό συγκείμενο -αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου της «Στέλλας» του Καμπανέλλη- κινούμενη σε έναν καταιγισμό αισθητικών τάσεων



Το εγχείρημα του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη να μας «επανασυστήσει» τη θεατρική «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και να τη διαχωρίσει από αυτήν του Κακογιάννη είναι απόλυτα κατανοητό, αναμενόμενο και ακριβώς, λόγω της αναπόφευκτης σύγκρισης των δύο εκδοχών, και πολύ ενδιαφέρον. Η σκηνοθετική του προσέγγιση, ωστόσο, παραμένει εμμονικά προσκολλημένη στην προσπάθεια αποσύνδεσης της παράστασης από οτιδήποτε συσχετίζει το έργο με την κινηματογραφική του εκδοχή, χωρίς να προτείνει μια άλλη συγκεκριμένη και ξεκάθαρη, αισθητικά και νοηματικά, πρόταση. Το έργο μετατοπίζεται από τη δεκαετία του ’50 και τον κόσμο των καταγωγίων και του ρεμπέτικου, αλλά δεν γίνεται ποτέ σαφές πού καταλήγει και πού μας πηγαίνει. Δεν μένει στο χθες, αλλά σίγουρα δεν έρχεται ούτε στο σήμερα, αφού δεν προτείνει μια σύγχρονη, ίσως πιο σκοτεινή και λιγότερο ηθογραφική εκδοχή της Στέλλας. Η παράσταση παραμένει μετέωρη, άχρονη, χωρίς ταυτότητα, σε ένα άγνωστο κοινωνικό συγκείμενο -αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου της «Στέλλας» του Καμπανέλλη- κινούμενη σε έναν καταιγισμό αισθητικών τάσεων: «Cabaret», «Chicago», βωβός κινηματογράφος, μπουλβάρ, Λόρκα και «Ματωμένος Γάμος», «Κάρμεν», Kusturica-Bregovic [η σκηνή του γάμου στην ταινία «Underground»]. Ένα εξπρεσιονιστικό υπερθέαμα με βασικό πρωταγωνιστή όχι τόσο το κείμενο του Καμπανέλλη, όσο την υπέροχη, κατά τα άλλα, μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη.

Η αισθητική πολυμορφία της παράστασης ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό και από το ατυχές, κατά τη γνώμη μου, σκηνικό της Έλενας Κοτασβίλι και του Αλέξη Βαγιανού, οι οποίοι μας έχουν συνηθίσει σε πιο αφαιρετικές φόρμες. Η βαριά, σκοτεινή κατασκευή με τις ογκώδεις «μοναστηριακές» καρέκλες, ο τεράστιος υπερυψωμένος καθρέφτης-φεγγάρι σύμβολο της ωραιοποιημένης, συνώνυμης του φεγγαριού, Στέλλας, οι σκάλες που χωρίζουν τη δράση σε δύο επίπεδα δίνοντας την αίσθηση του καταγωγίου, κινήθηκαν, όπως και η ίδια η παράσταση, σε μια αισθητική σύγχυση, παρά τη σημαντικότατη συμβολή των εμπνευσμένων φωτισμών του Γεώργιου Κουκουμά. Ομοίως και τα κοστούμια της Κωνσταντίνας Ανδρέου, τα οποία παρέπεμπαν σε διαφορετικές, μεταξύ τους, εποχές και δεκαετίες, αλλά και διαφορετικά στυλ, δημιουργώντας μια σκηνική ανομοιογένεια, ιδιαίτερα ανάμεσα στους γυναικείους χαρακτήρες του έργου.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Στέλλα της Κίκας Γεωργίου, παρά τα αδιαμφισβήτητα φυσικά και υποκριτικά χαρίσματα της ηθοποιού, δεν κατόρθωσε να μεταμορφωθεί σε σύμβολο της ελεύθερης γυναίκας που δεν συμβιβάζεται και επιλέγει να πάει ενάντια στις επιταγές μιας ολόκληρης κοινωνίας. Επιστρατεύοντας μια επιτηδευμένη, φωνητικά, τραχύτητα απέδωσε περισσότερο την εξωτερική σκληρότητα της Στέλλας κατά το «μερκουρικό» πρότυπο, ενώ εστιάζοντας υπερβολικά στην ωραιοποιημένη εικόνα της «γυναίκας-αράχνης» και της femme fatale που σαγηνεύει τους άνδρες, δεν κατορθώνει να πείσει για τους λόγους για τους οποίους αφήνει τον έρωτα της ζωής της να περιμένει στα σκαλιά της εκκλησίας. Αντιθέτως, ο Παναγιώτης Μπουγιούρης κινείται με επιτυχία μακριά από το κινηματογραφικό του πρότυπο και δίνει μια πιο ξεκάθαρη προσωπική ερμηνεία, δημιουργώντας έναν Μίλτο πιο σύγχρονο και λιγότερο λαϊκό. Η πιο συνεπής και ολοκληρωμένη ερμηνεία ανήκει στην Ελένη Σιδερά, όχι μόνο φωνητικά, αλλά και υποκριτικά. Με τονικότητα πολύ φυσική και ταιριαστή στον τύπο της Αννέτας, η ερμηνεία της δίνει εσωτερικότητα και ευαισθησία σε έναν ρόλο που ενέχει τον κίνδυνο της γραφικότητας. Οι δευτερεύοντες ρόλοι, αν και παραμένουν σχηματικοί, υποστηρίζονται με συνέπεια και επάρκεια, ιδιαίτερα αυτός της Μαρίας από την Έρικα Μπεγέτη-Λύρα, της οποίας η προσωπική αποτυχία λειτουργεί ως το κοινωνικό άλλοθι της Στέλλας, όπως επίσης και αυτός της μητέρας του Μίλτου, με τη σύντομη αλλά κομβικής σημασίας παρουσία της Ιωάννας Σιαφκάλη.

Το πρώτο μέρος της παράστασης είναι αργό, με μεμονωμένες ατάκες, λίγο διάλογο και πολύ τραγούδι. Οι ήρωες συστήνονται κυρίως μέσα από το «στήσιμό» τους στη σκηνή και τους στίχους των Κραουνάκη-Αρβανιτάκη, παρά μέσα από τον λόγο του Καμπανέλλη. Το δεύτερο μέρος κερδίζει σε ρυθμό και δράση και κατορθώνει να φτάσει στην επιθυμητή δραματική κορύφωση μέσα από την εμπνευσμένη, ποιητική θα έλεγα, σκηνή της δολοφονίας, κάτω από έναν «ουρανό, κλειστό ταβάνι», όπου η απουσία του «Στέλλα κρατάω μαχαίρι» ρίχνει αυλαία με τη λιτότητα που απουσίαζε από την υπόλοιπη παράσταση.









Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;