Η αποφυγή ειδήσεων είναι ίσως το πιο παράδοξο αλλά και το πιο ξεκάθαρο μήνυμα που στέλνει το κοινό στα Μέσα Ενημέρωσης. Σήμερα, σχεδόν τέσσερις στους δέκα δηλώνουν ότι αποφεύγουν συστηματικά τις ειδήσεις. Και αν κάποτε η ενημέρωση θεωρούνταν προϋπόθεση της Δημοκρατίας, τώρα μετατρέπεται σε κάτι στο οποίο οι πολίτες γυρίζουν την πλάτη.
Η γενιά Ζ, οι νέοι που δεν έζησαν ποτέ έναν κόσμο χωρίς διαδίκτυο και έξυπνα κινητά, πρωταγωνιστεί σε αυτό το φαινόμενο. Δεν είναι ότι δεν ξέρουν πώς να βρουν την πληροφορία, το αντίθετο. Είναι ότι δεν βρίσκουν λόγο να την καταναλώσουν με τον τρόπο που τους τη σερβίρουν τα παραδοσιακά Μέσα. Όταν ακούν ειδήσεις, τις συνδέουν με άγχος, κόπωση, απαισιοδοξία. Όταν βλέπουν τηλεοπτικά δελτία, νιώθουν ότι δεν τους αφορούν. Και όταν σκρολάρουν στα social, διαπιστώνουν ότι το ειδησεογραφικό περιεχόμενο μοιάζει με ατελείωτο doomscrolling: δραματικοί τίτλοι, καταθλιπτικές ιστορίες, clickbait που υπόσχεται πολλά αλλά δίνει ελάχιστα.
Αυτό όμως που συνήθως δεν βάζουμε στην εξίσωση είναι ότι άλλο δηλώνουν και άλλο κάνουν. Και σ' αυτή τη διαπίστωση μας οδηγεί το eye-tracking, η τεχνολογία που καταγράφει πού ακριβώς πέφτει το βλέμμα μας. Δεν αφήνει χώρο για δικαιολογίες: Βλέπει πού καρφώνεσαι, πόσο μένεις, τι προσπερνάς. Κι όταν το χρησιμοποιήσαμε για να μελετήσουμε φοιτητές της γενιάς Ζ, τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Οι αρνητικές ειδήσεις -οι πιο σκοτεινές, οι πιο τρομακτικές- τράβηξαν πρώτες την προσοχή. Το μάτι καρφώνεται στο κακό. Όμως, όταν ρωτήθηκαν οι ίδιοι απάντησαν ότι απέφευγαν… τις αρνητικές ειδήσεις. Τα μάτια τους δεν μπορούσαν να τις αγνοήσουν, το μυαλό τους όμως επέλεγε να τις απωθήσει.
Αυτό δείχνει κάτι ουσιαστικό. Η αποφυγή ειδήσεων δεν είναι «σβήνω από τον χάρτη ό,τι με ενοχλεί». Είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός: βλέπω, αλλά δεν θέλω να συνεχίσω. Εστιάζω, αλλά αποτραβιέμαι. Το σώμα ανταποκρίνεται στο αρνητικό, το μυαλό προστατεύει τον εαυτό του. Και εδώ αποκαλύπτεται η βαθύτερη κούραση μιας γενιάς που μεγάλωσε με notifications, breaking news και μια αίσθηση ότι η ενημέρωση είναι ατέλειωτη βροχή κακών ειδήσεων.
Στη συζήτηση που ακολούθησε το πείραμα, οι ίδιοι οι φοιτητές έπεσαν από τα σύννεφα. Κάποιοι συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά ότι στην πραγματικότητα αποφεύγουν συστηματικά τις ειδήσεις. Άλλοι το είπαν ξεκάθαρα: «Δεν έχω τηλεόραση», «Οι εφημερίδες είναι βαρετές», «Οι περισσότερες ειδήσεις δεν αφορούν τη ζωή μου». Κι άλλοι μίλησαν για τη συναισθηματική φθορά που τους προκαλεί η συνεχής έκθεση: «Με κάνουν να αισθάνομαι συνεχώς στενοχωρημένος», «Θα ήθελα να βλέπω και κάτι ελπιδοφόρο». Το συμπέρασμα; Δεν είναι αδιαφορία. Είναι ανάγκη αυτοπροστασίας.
Η αποφυγή ειδήσεων είναι και ένα πολιτικό μήνυμα. Είναι η αποχώρηση από έναν δημόσιο χώρο που θεωρείται χειραγωγημένος, φορτωμένος με υπερβολές, χωρίς χώρο για εναλλακτικές φωνές. Όταν οι νέοι δηλώνουν «δεν διαβάζω ειδήσεις», δεν σημαίνει ότι δεν νοιάζονται για την κοινωνία. Σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε αυτή την κοινωνία που παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ. Προτιμούν να μάθουν τι συμβαίνει μέσα από τους φίλους τους στα social, από το TikTok, από εναλλακτικές κοινότητες. Κι ας ξέρουν ότι αυτές οι πηγές μπορεί να είναι πιο επισφαλείς. Τουλάχιστον δεν τους κουράζουν με μόνιμη καταστροφολογία.
Το πιο ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας δεν είναι μόνο το χάσμα εμπιστοσύνης, αλλά η ίδια η αυτογνωσία που προκάλεσε στους συμμετέχοντες. Όταν είδαν τις διαδρομές του βλέμματός τους, ένιωσαν την αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που έλκει την προσοχή τους και σε αυτό που απορρίπτουν. Το πείραμα λειτούργησε σαν καθρέφτης: οι ίδιοι αναγνώρισαν ότι δεν θέλουν να βυθίζονται σε αρνητικές ειδήσεις γιατί καταστρέφει τη διάθεσή τους. Και έτσι, η έρευνα δεν κατέγραψε απλώς δεδομένα· λειτούργησε ως εμπειρία που έδωσε κριτική συνείδηση.
Η δημοσιογραφία πρέπει να ακούσει αυτό το μήνυμα. Γιατί η αποφυγή ειδήσεων δεν είναι περιθωριακό φαινόμενο, είναι κάτι που γιγαντώνεται. Το κοινό δείχνει ότι δεν θέλει άλλη τοξικότητα. Η γενιά Ζ δεν αποφεύγει τις ειδήσεις επειδή δεν νοιάζεται για τον κόσμο. Τις αποφεύγει επειδή νοιάζεται για τον εαυτό της.