Παράθυρο logo
Φώτος Φωτιάδης: «Έτσι γνώρισα τον Μόντη...»
Δημοσιεύθηκε 18.02.2014
Φώτος Φωτιάδης: «Έτσι γνώρισα τον Μόντη...»

Στο πλαίσιο του αφιερώματος «ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ: 90 χρόνια σε 12 μέρες» που πραγματοποιείται με αφορμή το Έτος Μόντη, o Φώτος Φωτιάδης γράφει για την πρώτη του γνωριμία με τον Κώστα Μόντη και τη βαθιά φιλία που τους έδεσε για τα επόμενα 62 χρόνια, μέχρι τον θάνατο του ποιητή, την 1η Μαρτίου 2004.



«Ο Κώστας Μόντης, με επισκέφθηκε στο πρώτο μου εμπορικό  γραφείο, στην οδόν Ασκληπιού 9, στη Λευκωσία, τέλη του 1942. Ήταν τότε 28 περίπου ετών και εγώ 22, αλλά όλοι με περνούσαν για πολύ μεγαλύτερο. Μου έφερε ένα σημείωμα από τον φίλο και συνεργάτη μου Γιώργο Καμιντζή από τη Μόρφου με το οποίο μου συνέστηνε τον Κώστα Μόντη με τα καλύτερα λόγια.
Ο Καμιντζής ήταν ο προμηθευτής μου με τα περίφημα μορφίτικα φασόλια και άλλα όσπρια τα οποία μου απέστελλε επί πιστώσει και του τα πλήρωνα μετά που τα πωλούσα και εισέπραττα την αξία τους. Ήταν στα πρώτα εμπορικά μου βήματα και η οικονομική του βοήθεια υπήρξε για μένα μεγάλο στήριγμα. Τον εκτιμούσα αφάνταστα. Ήταν στην κυριολεξία ένας Κύριος με το Κ κεφαλαίο,  ένας Άρχοντας με πλούσια ανθρωπιστικά αισθήματα. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Τον σεβόμουνα για ό,τι ήταν και τον περιέβαλλα με βαθειά εκτίμηση και αγάπη.
Ερχόμενος ο Κώστας με τόσο καλές συστάσεις από ένα αγαπητό φίλο αλλά και ο ίδιος με μια προσωπικότητα που δέσποζε και γέμιζε τον χώρο, με τη γλυκιά του έκφραση, την πηγαία του ευγένεια και τη μελωδική του φωνή, πήρε αμέσως θέση στην καρδιά μου. Όσο περισσότερο τον γνώριζα, τόσο πιο πολύ ανακάλυπτα κρυμμένα του χαρίσματα και η εκτίμηση εξελίσσετο φυσιολογικά σε αγάπη. Αναπτύχθηκε μια ειλικρινής φιλία μεταξύ μας.
Επειδή εγώ ξεκινούσα τότε τις εμπορικές μου εργασίες και είχα απορροφηθεί πλήρως,  εργαζόμενος ατελείωτες ώρες, ο Κώστας ερχόταν  και με συναντούσε στο γραφείο μου συνήθως αργά τα βράδια, πίναμε το ποτό μας και τα λέγαμε. Κέρδισε την εμπιστοσύνη μου και εξελίχθη σε μυστικό σύμβουλό μου σε όλα τα θέματα.
Έζησα τη συγκίνησή του και τις αγωνίες του για το ξεκίνημα της πρώτης του καλλιτεχνικής προσπάθειας, την ίδρυση του «Λυρικού» και τις έγνοιες του αν θα πήγαινε καλά. Με δική του πρωτοβουλία ξεκινούσε το «Λυρικό» με δύο καλούς του φίλους, τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη, μουσικοσυνθέτη, και τον Φοίβο Μουσουλίδη, καλλιτεχνικό επιχειρηματία, οι οποίοι τον συνόδευαν μερικές φορές στις επισκέψεις του στο γραφείο μου. Φίλεψα και με τους συνεργάτες του, ιδιαίτερα με τον Λυμπουρίδη με τον οποίο διατηρήσαμε τη φιλία μας μέχρι τον θάνατό του. Συνεργασθήκαμε πολλές φορές σε διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Έλαβε μέρος επίσης πολλές φορές στο Φεστιβάλ Carlsberg μαζί με την εξαίρετη τραγουδίστριά του, Καλλιόπη Σπύρου.
Με τον Κώστα Μόντη η φιλία μας βάθαινε με τον καιρό όλο και πιο πολύ. Ανακάλυπτα τον υπέροχο άνθρωπο μέσα του και τα αισθήματά μου για τον εξαίρετον αυτό φίλο διευρύνοντο...».



O Φώτος Φωτιάδης επιλέγει το ποίημα «Δεύτερο Γράμμα στην Μητέρα».


Δημοσιεύουμε απόσπασμα:




ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ


α.


Υποσχέθηκα να σου ξαναγράψω


και σου ξαναγράφω, μητέρα.


Δεν ξέρω πόσο άργησα


γιατί δεν επιτρέπω πια στα εκκρεμή


να πηγαινοέρχονται μπροστά μου


και να κυτάζουν


και να παρακολουθούν


και να κατασκοπεύουν,


δεν επιτρέπω στ' ασήμαντα τίκ-τάκ


ν' αριθμούν πλάι στους σφυγμούς του καρπού,


ύπερθεν των σφυγμών του καρπού,


και να επεμβαίνουν


και να υπενθυμίζουν


και να εξισούνται


και να επικυριαρχούν.



Είναι γενικά, νομίζω, καιρός να πάρουμε θέση εν προκειμένω,


μητέρα,


είναι καιρός να πάρουμε θέση στην επέμβαση των μετάλλων,


που τα εισηγάγαμε στα γραφεία μας,


που τα εισηγάγαμε στα υπνοδωμάτια μας,


που τα μυήσαμε στα πιο κρυφά μυστικά μας,


που τα κάναμε κοινωνούς των διαφορών μας,


που τα κάναμε διαιτητές των διαφορών μας,


που τους επετρέψαμε να λογαριάζωνται,


που τους επετρέψαμε να διαπερνούν το κρανίο μας,


που τους επετρέψαμε να διαπερνούν την καρδιά μας,


που τ' αποθρασύναμε, που επωφελήθηκαν και τολμούν.


Είναι περίεργο πώς δεν σκεφτήκαμε, μητέρα,


τι επίδραση θαχε απάνω μας αυτή η αδιάλειπτη αναστροφή,


πώς δεν πέρασε απ’ το μυαλό μας


τι επικίνδυνος ήταν ο καινούργιος ευπειθής υπηρέτης,


τι επικίνδυνος ήταν ο καινούργιος πιστός φίλος,


τι ορίζοντες θανάτου μάς άνοιγε.


 


τι ορίζοντες θανάτου μάς διηύρυνε.



Είναι περίεργο, μητέρα, νάχουμε εγείρει δλα τά θέματα έχτός


άπ’ αυτό,



είναι περίεργο νάχουμε ψάξει σ' όλα εχτός απ’ αυτό,


να τάχουμε ερευνήσει αμείλιχτα όλα εχτός απ’ αυτό, σαν νάταν αμετακινήτως δεδομένο,


σαν νάταν πέραν πάσης υποψίας,


σαν νάταν εκ των ων ούκ άνευ.


Κ' ήταν, ξέρεις, τόσο απλό, μητέρα,


κ' ήταν, ξέρεις, τόσο στοιχειωδώς απλό.


Είναι πραγματικά περίεργο πώς χτυπούσαμε διαρκώς στο ένα


τζάμι και στ' άλλο,


και ξανά στο ένα και ξανά στ' άλλο,


και τ' άνοιγμα που ήταν μια διάλειψη παραπέρα


δεν το βρίσκαμε να φύγουμε στο φως,


και τ’ άνοιγμα που ήταν μια ρωγμή παραπέρα,


μια ψιλή παραπέρα,


δεν το βρίσκαμε να φύγουμε στον Απρίλη.


Όχι, δεν δέχομαι τις πεταλούδες και τις συμπτώσεις.


Ήταν παρωπίδες, μητέρα,


ήταν έκ συμφώνου παρωπίδες


που απέμειναν όρθιες μέσ' στους σεισμούς,


ήταν εκ συμφώνου παρωπίδες


που απέμειναν απρόσβλητες μέσ' στις επαναστάσεις,


μέσ' στις εξάρσεις των μεγαλοφυιών μας,


αφελείς κι' απρόσβλητες,


εχτός στόχου,


εχτός κειμένου,


στ' ασφαλές περιθώριο.


Μητέρα, σου λέω πως πρέπει ν' απομακρυνθούμε το ταχύτερο


άπ' τά μέταλλα,


δεν μακρηγορώ επί μιας λεπτομέρειας


που τυχαίως παρεισέφρησε στο γράμμα μου,


δεν πρόκειται καθόλου περί λεπτομέρειας.


Μητέρα, σου λέω και μην αιφνιδιάζεσαι πως πρέπει το ταχύτερο


να τα επιστρέψουμε στα πηγάδια τους,


μητέρα, σου λέω πως μας ήξερε


και τάχε κρύψει ο Θεός


έτσι όπως κρύβουμε τ' απαγορευμένα άπ’ τα παιδιά,


μας ήξερε και τάχε κρύψει τόσο σοφά ο Θεός,


τάχε αναμείξει τόσο σοφά με την πέτρα,


αξεχώριστα με την πέτρα,


τάχε καρφώσει στην πέτρα,


μα εμείς οι ανόητοι σκάψαμε και τα βρήκαμε,


μα εμείς οι ανόητοι επενέβημεν και τα διαχωρίσαμε άπ’ την πέτρα,


μα εμείς οι ανόητοι αποκαταστήσαμε τη δύναμή τους,


λύσαμε τα δεσμά τους,


απηλευθερώσαμε τα δαιμόνιά τους


και κομπάζαμε για το επίτευγμά μας,


κ’ επαιρόμαστε για το επίτευγμα μας,


και σημειώναμε ημερομηνίες κι’ ονόματα


στα εγχειρίδια Ιστορίας


κι’ ούτ’ ερευνούσαμε καν


- αν και πότε ερευνάμε,


κ’ εδώ έγκειται το λάθος-


αν δεν ήταν πρόωρο το επίτευγμα,


κ’ ουτ' ερευνούσαμε καν


-αν και πότε ερευνάμε,


κ’ εδώ έγκειται το λάθος-


αν ήμαστε ώριμοι για το επίτευγμα,


αν ήμαστε έτοιμοι για τις παρενέργειές του.


Δεν ξέρω, λοιπόν, πόσο άργησα να σου ξαναγράψω, μητέρα.


Άλλωστε αυτά δεν μετρούνται με χρόνο,


μετρούνται τώρα με κραυγές


και τώρα με βουνοσειρές -αν υπάρχουν-,


τώρα με κάμπο -αν υπάρχη-,


τώρα με χελιδόνια -αν υπάρχουν-


και τώρα με πληγή


-προπαντός πληγή, μητέρα,
ζωντανή, αιμάσσουσα πληγή,
πέτρινη πληγή,


που δεν τη διαθέτουν τα μέταλλα,


που δεν τη γνωρίζουν τα μέταλλα,


που δεν κατασκευάζεται,


που δεν προβλέπεται,


που δεν προγραμματίζεται,


που δεν κινείται με σπόγγους,


που εξαιρείται,


που επιφυλάσσεται.