Παράθυρο logo
ΚΚΔΙΘ | Ανησυχία για τις αλλαγές που προωθεί ο ΘΟΚ
Δημοσιεύθηκε 23.06.2015
ΚΚΔΙΘ | Ανησυχία για τις αλλαγές που προωθεί ο ΘΟΚ

Ανοιχτή επιστολή με θέμα τις προτεινόμενες αλλαγές των θεσμικών πλαισίων από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου και τον αντίκτυπό τους στο θεατρικό γίγνεσθαι του τόπου απέστειλε το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου [ΚΚΔΙΘ].


Η επιστολή απευθύνεται στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού και στον πρόεδρο και τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας και Πολιτισμού.


Στην επιστολή αναφέρεται ότι το ΚΚΔΙΘ -στόχος του οποίου είναι η προαγωγή της κυπριακής δημιουργίας ως μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού πολιτισμικού πεδίου- «παρακολουθεί με ανησυχία τον τελευταίο μήνα τις ραγδαίες εξελίξεις και τις αλλαγές που προωθούνται άμεσα προς εφαρμογήν στα Θεατρικά πράγματα του τόπου, μετά τις τελευταίες ανακοινώσεις και αποφάσεις του Δ.Σ. του ΘΟΚ.»


Σύμφωνα με το ΚΚΔΙΘ, «τα θέματα που προκύπτουν από τις προτεινόμενες αλλαγές και αποφάσεις, αφορούν και επηρεάζουν όλο το φάσμα του Κυπριακού Θεάτρου, ενώ τίθενται από τον ΘΟΚ σε άμεση εφαρμογή».


Το ΚΚΔΙΘ επικεντρώνεται σε πέντε παραμέτρους που θεωρεί εξαιρετικά σοβαρές καθώς χρήζουν άμεσης διερεύνησης και δράσης εκ μέρους της Πολιτείας




  1. Η κατάργηση του εργασιακού καθεστώτος και η αλλαγή του τρόπου πρόσληψης και εργοδότησης των ηθοποιών στον ΘΟΚ.




  2. Ο ριζικός επανακαθορισμός των όρων και κριτηρίων χρηματοδότησης ανεξάρτητων Θεατρικών Σχημάτων και Ομάδων μέσα από το νέο σχέδιο επιχορηγήσεων Θεατρικής Δημιουργίας «ΘΥΜΕΛΗ».




  3. Ο καταρτισμός του φετινού ρεπερτορίου του ΘΟΚ και η θέση του Κυπριακού θεατρικού έργου σ’ αυτό.




  4. Η μετάκληση σκηνοθετών από το εξωτερικό στον Κρατικό Θεατρικό Φορέα για τις ανάγκες του ρεπερτορίου, σε σχέση με την εργοδότηση σκηνοθετών με έδρα την Κύπρο.




  5. Η θέση που παίρνει η Πολιτεία απέναντι στα Θεατρικά πράγματα του τόπου.





Αναφέρεται στην επιστολή:


«Η βασικότερη ανησυχία μας οφείλεται στο γεγονός ότι ο ΘΟΚ ενήργησε μονομερώς, σε ό,τι αφορά την αλλαγή πλαισίων και στις δύο περιπτώσεις (σημεία 1 και 2), χωρίς να δώσει την ευκαιρία για διάλογο στους καλλιτέχνες / δημιουργούς, οι οποίοι και επηρεάζονται άμεσα από τις εν λόγω αποφάσεις.


Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την αλλαγή του τρόπου εργοδότησης των ηθοποιών του, ο ΘΟΚ προχώρησε στην κατάργηση του υφιστάμενου σχεδίου, χωρίς να προηγηθεί ΚΑΝΕΝΑΣ διάλογος με τους εκπροσώπους των εμπλεκομένων, και το σημαντικότερο, χωρίς να προτείνει ΚΑΝΕΝΑ συγκεκριμένο πλαίσιο σε ό,τι αφορά το εργασιακό καθεστώς, τα δικαιώματα και τους όρους εργασίας στην θέση του υφιστάμενου πλαισίου εργοδότησης, αφήνοντας στην ουσία εκτεθειμένους τους υποψήφιους συνεργάτες ηθοποιούς, οι οποίοι παρότι διεκδικούν εργασία μέσω ακροάσεων ή απευθείας αναθέσεων, δε γνωρίζουν Ο,ΤΙΔΗΠΟΤΕ για τον τρόπο με τον οποίο θα εργοδοτηθούν.


Αξιοσημείωτο παραμένει το γεγονός ότι το θέμα της αλλαγής του καθεστώτος εργοδότησης των ηθοποιών, τέθηκε ενώπιον των εμπλεκομένων ΜΕΤΑ την εξαγγελία του από την επίσημη ιστοσελίδα του Οργανισμού, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, του σχεδίου ΘΥΜΕΛΗ, δόθηκε ένα πιεστικό χρονοδιάγραμμα μόλις ΔΕΚΑΤΕΣΣΑΡΩΝ ημερών στα ανεξάρτητα θεατρικά σχήματα και ομάδες για υποβολή παρατηρήσεων επί του ήδη διαμορφωμένου σχεδίου, χωρίς να προηγηθεί κανενός είδους διάλογος μαζί τους, με κίνδυνο, μερικά από τα επιχορηγούμενα θέατρα, μετά και την εξέλιξη αυτή, να κινδυνεύουν άμεσα να κλείσουν.


Σε ό,τι αφορά τις εξαγγελίες του Οργανισμού για την νέα θεατρική χρονιά, ο ΘΟΚ για άλλη μια φορά (με εξαίρεση την περσινή χρονιά), εκδηλώνει την πλήρη απαξίωσή του προς το Κυπριακό Θεατρικό έργο, με τη μη συμπερίληψη στο φετινό ρεπερτόριο -έστω και ενός- από την πληθώρα σύγχρονων έργων που γράφτηκαν, ειδικά τα τελευταία χρόνια, τόσο από νέους όσο και από παλαιότερους εκπροσώπους δημιουργικής γραφής στην Κύπρο. Αγνοώντας κατ’ επέκτασην, το γεγονός ότι ένας τόπος διαμορφώνει πολιτισμό, όχι μόνο μέσα από υιοθεσίες και δάνεια από τον έξω κόσμο, τα οποία είναι απαραίτητα για ένα γεωγραφικά απομονωμένο νησί, μα και μέσα από την καλλιέργεια και ανάπτυξη της «φωνής» των ανθρώπων που ζουν, υπάρχουν και δημιουργούν στην καρδιά και στον πυρήνα της κοινωνίας τους, ως άμεσοι εκφραστές της καθημερινότητας και των θεμάτων που απασχολούν την κοινωνία, τον παλμό της οποίας καταγράφουν καθημερινά. Έτσι διαμορφώνονται οι ισχυρές πολιτισμικές ταυτότητες, για να μπορέσουν να συνεχίσουν να υπάρχουν μέσα στο πέρασμα του χρόνου, χωρίς να ισοπεδωθούν από την παγκοσμιοποίηση και χωρίς να θυματοποιούνται από τον επαρχιωτισμό και την ξενομανία των εκάστοτε ιθυνόντων.


Διαβάστε επίσης: ΑΠΟΨΗ | Κυπριακό θεατρικό έργο στον ΘΟΚ, του Αντώνη Γεωργίου

Επιπλέον, με τη μετάκληση σκηνοθετών από την Ευρώπη σε ποσοστό 60% επί του συνολικού αριθμού  των φετινών συνεργατών-σκηνοθετών του, ο ΘΟΚ απαξιώνει για ακόμα μια φορά τους σκηνοθέτες που επέλεξαν ως βάση την Κύπρο. Τέτοιο υψηλό ποσοστό συμμετοχής από το εξωτερικό, αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Επιπρόσθετα, στις πλείστες των περιπτώσεων μετάκλησης από το εξωτερικό, οι οικονομικές απολαβές που προσφέρονται είναι σκανδαλωδώς δυσανάλογες με αυτές που προσφέρονται στους εδώ δημιουργούς, και ειδικά στους νεότερους.


Με αυτές τις ευρύτερες τακτικές μονομερούς επιβολής σχεδίων και αλλαγών, δεν διασφαλίζονται με κανένα τρόπο τα βασικά δικαιώματα των δημιουργών που ζουν και εργάζονται στην Κύπρο και η συνέχιση της παρουσίας τους, αλλά ούτε παρέχεται κάποιο κίνητρο στην εμφάνιση και εδραίωση άλλων νέων δημιουργών, οι οποίοι επιλέγουν ως έδρα την Κύπρο. Είμαστε ένθερμοι υποστηρικτές της μετάκλησης δημιουργών από την Ευρώπη και στον εμπλουτισμό της ντόπιας θεατρικής δημιουργίας με έργα, ιδέες και ρεύματα από το εξωτερικό, όταν αυτή γίνεται με μέτρο και χωρίς να αγνοεί τους εδώ δημιουργούς, διασφαλίζοντας την παρουσία τους και τη δουλειά τους, σε αυτούς τους εξαιρετικά δεινούς καιρούς οικονομικής ύφεσης που διανύουμε.


Το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, όπως και κάθε συνειδητοποιημένος δημιουργός αυτού του τόπου είναι απόλυτα θετικοί στον εκσυγχρονισμό, στην ανάπτυξη και στην εξυγίανση του θεατρικού γίγνεσθαι του τόπου, ειδικά όταν αυτά έχουν στόχο μια πιο ισότιμη και δίκαιη αντιμετώπιση του συνόλου των επαγγελματιών του θεάτρου. Όμως οι όροι που τίθενται από τον ΘΟΚ προς εφαρμογήν και οι αντιφάσεις στις οποίες υποπίπτουν, οδηγούν στην εύλογη απορία αν αυτοί που συνέταξαν τα εν λόγω σχέδια και τις αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς:


Α. Είναι βαθιοί γνώστες ή όχι των θεατρικών πρακτικών,


Β. Γνωρίζουν τι ισχύει στην κυπριακή θεατρική πραγματικότητα,


Γ. Κινήθηκαν με γνώμονα τις διαφανείς διαδικασίες πέρα από εξωγενείς παρεμβάσεις, ή αν τελικά δίνουν το δικαίωμα σε ακόμη μεγαλύτερες αυθαιρεσίες, αφήνοντας ανοιχτό το έδαφος σε μεροληψίες και εμπάθειες ατόμων με υπερβολικά διευρυμένες αρμοδιότητες που επηρεάζουν στη λήψη αποφάσεων, χωρίς έλεγχο από κανένα αρμόδιο όργανο.


Δ. Επιδιώκουν μια στοχευμένη πολιτιστική πολιτική η οποία επιτρέπει τη συνέχιση, την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση του τοπικού πολιτιστικού προϊόντος με την σημαντική συμβολή και των εδώ δημιουργών ή αν στόχος είναι ο υποβιβασμός και η απαξίωση αυτών των δημιουργών, οι οποίοι πιθανότατα και να μη χαίρουν εκτίμησης από τους αρμόδιους διορισμένους συμβούλους, παρά το αποδεδειγμένα αξιόλογο έργο που έχουν παρουσιάσει, τόσο στην πατρίδα τους όσο και στο εξωτερικό.


Η Πολιτεία δυστυχώς ποτέ δεν έχει πάρει υπεύθυνη θέση, ώστε, μέσα από έναν οργανωμένο διάλογο δημιουργών και τεχνοκρατών να καταρτίσει ένα κοινό σχέδιο Θεατρικής Πολιτικής. Μέσα από ένα τέτοιο Σχέδιο, θα πρέπει να διασφαλίζεται η εργασία των εδώ δημιουργών, και η επιβίωση των ανεξάρτητων θεατρικών σχημάτων και ομάδων σε βάθος χρόνου, με απώτερο στόχο τη μείωση της ανισότητας που υπάρχει σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των δημιουργών μεταξύ κρατικού Θεατρικού Φορέα και ανεξάρτητων Θεατρικών Ομάδων. Ένα τέτοιο σχέδιο, θα μπορούσε να επιλύσει όλα τα μεγάλα επιμέρους θέματα που ταλανίζουν τον τομέα, όχι σπασμωδικά και μερικώς όπως γίνεται κάθε φορά, αλλά σφαιρικά, με βασικό στόχο την ενίσχυση, την ανάπτυξη και την καλλιέργεια της θεατρικής δημιουργίας στην Κύπρο, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τον ΘΟΚ, αλλά και τις ανεξάρτητες Σκηνές, χωρίς, το Κυπριακό Θέατρο, να αποτελεί μονίμως τον υποτιμημένο από εμάς τους ίδιους, φτωχό συγγενή της Ευρώπης.


Το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου ζητά από την Πολιτεία να παρέμβει άμεσα, καλώντας επιτακτικά σε ανοιχτό διάλογο τους Δημιουργούς του τόπου, προτού εφαρμοστούν οι όποιες αποφάσεις. Ζητά επίσης τερματισμό της απαξίωσης και υποτίμησης των Δημιουργών (συγγραφέων, σκηνοθετών, σκηνογράφων, ηθοποιών, κ.ά.) που επέλεξαν ως βάση την Κύπρο και οι οποίοι, αποδεδειγμένα, έχουν παράξει αξιόλογο έργο τόσο στον τόπο τους όσο και στο εξωτερικό.


Είναι καιρός η Πολιτεία να πάρει θέση άμεσα, πριν να είναι πολύ αργά για όλους».



Την επιστολή υπογράφει το Διοικητικό Συμβούλιο του Κυπριακού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου.


Αυτή θα κοινοποιηθεί σε αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων, στη γενική διευθύντρια του υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Αίγλη Παντελάκη, στον διευθυντή των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του υπουργείου Παύλο Παρασκευά και στον πρόεδρο και τα μέλη του δ.σ. του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου.