Απεβίωσε ο Reno Ευριβιάδης Wideson, ο Κύπριος φωτογράφος που ο Λόρενς Ντάρελ χαρακτήρισε «ποιητή της φωτογραφικής μηχανής».
Ο Ρένο Γουάιτσον υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Κύπριους φωτογράφους, αφήνοντας αμέτρητο υλικό από την καθημερινότητα, το τοπίο και τους ανθρώπους της Κύπρου.
Στο φακό του κατέγραψε τα σημαντικότερα μνημεία της χώρας αλλά και τους απλούς ανθρώπους της, ενώ πολλές από τις φωτογραφίες του είναι οι καρτ ποστάλ που είδαμε εκατοντάδες φορές στα τουριστικά περίπτερα. Ιδιαίτερη ήταν η συμβολή του στην εικόνα της Κύπρου των δεκαετιών '40, 50, '60 καθώς προσλήφθηκε στο νεοσύστατο τότε Γραφείο Τουριστικής Ανάπτυξης, το 1949.
«Ταξίδευα στο νησί με μια Μόρις Μάινορ ακούγοντας μουσικές της εποχής. Ήξερα σε όλα τα χωριά τον μουχτάρη, τους αγροφύλακες… με όλους είχα φιλικότατες σχέσεις!»
Το 1960 έφυγε για την Αγγλία όπου εργάστηκε στο BBC. Εζησε στην Αγγλία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ανάμεσα στις πολλές εκθέσεις, ο Ρένο Γουάιτσον εξέδωσε τρία λευκώματα: Cyprus in Pictures (1952), Portrait of Cyprus (1955) και Cyprus, Images of a lifetime (1992).
Ο Ρένο Γουάιτσον γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1920 στη Λάρνακα, το τρίτο παιδί αστικής οικογένειας. «Έπαιζα φούτμπολ και τένις, το σπίτι μας ήταν πάνω στην παραλία, κολυμπούσαμε, παίζαμε water polo, ψαρεύαμε… Οι φοινικούδες τότε είχαν μόλις φυτευτεί. Ήταν τα πρώτα μου εμπόδια, τις πέρασα όλες! Τώρα μεγάλωσαν κι έγιναν…» ανέφερε ο Ρένο Γουάιτσον σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Πολίτης το 2016.
Όταν ήταν 12 χρονών, ο πατέρας του του χάρισε μια Kodak Box Brownie και τότε ήταν που ξεκίνησε η σχέση του με τη φωτογραφία. «Η πρώτη μου κάμερα ήταν το κουτί. Θυμάμαι να κοιτάζω μέσα από την κάμερα τα βουνά από αλάτι… Νομίζω οι πρώτες μου φωτογραφίες ήταν στην αλυκή, στην αποβάθρα, οι μαούνες στο λιμάνι…» Προμηθευόταν το φιλμ από το φωτογραφείο του Γκλάζνερ στου οποίου το στούντιο και τους σκοτεινούς θαλάμους μπαινόβγαινε από μικρός. Εκεί έμαθε τη φωτογραφική τέχνη. Αργότερα δημιούργησε τον δικό του σκοτεινό θάλαμο στο σπίτι του.
«Πάντα είχα τη φωτογραφική μαζί μου, ό,τι και να έκανα, ήταν μια προέκταση του χεριού μου. Και η διαδικασία συνεχιζόταν στον σκοτεινό θάλαμο»
«Όταν ταξίδευα στην επαρχία Λάρνακας με μια μοτοσυκλέτα Ariel Red Hunter ανακάλυψα πολλά απομακρυσμένα και απομονωμένα χωριά. Η άφιξη ενός επισκέπτη ήταν μεγάλο γεγονός και η δημοτικότητά μου ήταν αναμφίβολα ενισχυμένη λόγω του ότι κάθε μήνα έφτανα με δέσμες μετρητά. Ένα τέτοιο αγαπημένο χωριό ήταν η Οδού στους πρόποδες της οροσειράς του Τροόδους. Είχε μια ιδιαίτερη γοητεία και οργάνωνα το δρομολόγιό μου έτσι ώστε το μεσημεριανό διάλειμμά μου να συμπέσει με την άφιξή μου εκεί. Με τον καιρό ανέπτυξα μια μεγάλη συμπάθεια για το χωριό. Ήταν φιλικότατοι οι ανθρώποι.»