Παράθυρο logo
ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΛΛΗΝΑ:Για το πολύτιμο αγαθό που λέγεται βιβλίο
Δημοσιεύθηκε 29.02.2016 09:40
ΓΕΩΡΓΙΑ ΕΛΛΗΝΑ:Για το πολύτιμο αγαθό που λέγεται βιβλίο

«Από μικροί είχαμε μια αξία και από τις δυο μεριές –από τον πατέρα και τη μητέρα μου–, να διαβάζουμε. Το βιβλίο είχε μια αξία τότε, είτε είχαμε λεφτά να το αγοράσουμε είτε δεν είχαμε». Από τους πιο μακρόπνοους βιβλιοπώλες, η Γεωργία Έλληνα μιλά στο «Π». Όσα ακολουθούν είναι η αυθόρμητη αφήγηση που προηγήθηκε μιας συνέντευξης η οποία επισήμως δεν ξεκίνησε ποτέ.


Η Γεωργία Έλληνα βρίσκεται στον κόσμο του βιβλίου επισήμως από το 1975. Τότε ξεκίνησε να στέλνει βιβλία από την Αθήνα στη Λευκωσία και στο βιβλιοπωλείο Οκτωβριανά. Επιστρέφοντας στην Κύπρο, το βιβλιοπωλείο έγινε το... πρώτο της σπίτι.


Αποχωρώντας από τα Οκτωβριανά το 2004, άνοιξε την Ενδοχώρα στην παλιά Λευκωσία. «Θεώρησα ότι ο χώρος θα ανθίσει, αλλά μάρανε όλη η περιοχή εκεί από τη μεγάλη συρροή ξένων, χωρίς καμιά αναγκαία υποδομή και χωρίς κανένα ενδιαφέρον από επίσημους φορείς για την λύση των προβλημάτων που αναδύθηκαν».


Το 2011 εγκατέλειψε την οδό Αχιλλέως στην εντός των τειχών πόλη για να υλοποιήσει μια επιθυμία πολλών χρόνων, «να έρθω έξω από το Πανεπιστήμιο. Όμως άρχισα σιγά-σιγά να αντιλαμβάνομαι και να ζω από κοντά αυτό το λυπηρό γεγονός του σε ποια κατάσταση βρίσκεται το Πανεπιστήμιό μας. Η Ενδοχώρα είναι το μοναδικό βιβλιοπωλείο έξω από το Πανεπιστήμιο, δεν υπάρχουν άλλα. Τα υπόλοιπα είναι χαρτοπωλεία και φωτοτυπάδικα. Θα έπρεπε να είναι ένας χώρος που να σφύζει από φοιτητές».


Σήμερα, το βιβλιοπωλείο πωλείται. «Δεν θέλω επουδενί να κλείσει. Θεωρώ ότι θα πρέπει να βρεθεί ένας άνθρωπος που θα μπορεί να του δώσει μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη για να μπορεί να υπάρχει έξω από το Πανεπιστήμιό μας ένα βιβλιοπωλείο. Το θεωρώ πολύ αναγκαίο. Μπορεί να διατηρηθεί εδώ για αρκετό ακόμα καιρό και να μεταφερθεί στην Πανεπιστημιούπολη αργότερα, να ανδρωθεί, να μεγαλώσει. Είμαι πολύ μεγάλη για να κάνω αυτό το όνειρο πραγματικότητα. Ένα βιβλιοπωλείο τεράστιο, ελκυστικό, γεμάτο φοιτητές που θα ανακαλύπτουν την ομορφιά και τη ζωή μέσα από τα βιβλία.


****


«Το βιβλίο είχε πάντα στη ζωή μου μια ξεχωριστή θέση. Πηγαίναμε στο Σπούτνικ, το βιβλιοπωλείο του ΑΚΕΛ [ο πατέρας μου είναι αριστερός, έντονα πολιτικοποιημένος αλλά και ένας άνθρωπος του κόσμου. Αμφισβήτησε ο ίδιος την αστική του καταγωγή, προσχώρησε στο κόμμα και μετά αποχώρησε]. Μας έδινε μισό σελίνι ο πατέρας μου για να περάσουμε στο σχολείο και τα φυλάγαμε, τα κάναμε κομπόδεμα και πηγαίναμε στο Σπούτνικ και παίρναμε βιβλία. Τα πρώτα μου βιβλία ήταν αυτές οι καταπληκτικές μεταφράσεις ρωσικής λογοτεχνίας από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Το ‘Έγκλημα και Τιμωρία’ το διάβασα στα 12 μου. Και μετά στα 16 και ξανά στα 28 για να καταλάβω, και ξανά πάλι.


Είχαμε πολιτικοποιηθεί από πολύ νωρίς. Όταν πήγα στην Αθήνα, όμως, ανέβλεψα πια και δεν ξαναμπήκα ποτέ σε κανένα κόμμα. Δεν ανήκω πουθενά απ’ όταν φτάνω στην Αθήνα. Πήγα για σπουδές το 1969 και μπήκα στην Οικονομική Σχολή, όχι γιατί με ενδιέφερε, καμία σχέση, αλλά για να έχω τα εργαλεία και να μπορέσω να μελετήσω το ‘Κεφάλαιο’ του Μαρξ. Τότε, αφού δεν ανήκα πια πουθενά. Παράλληλα, παρακολουθούσα άλλες τέσσερις σχολές. Αλλά τότε δεν ήμουν η μόνη που έκανε αυτό το πράγμα. Τότε, δεν είχε απομαγευτεί ακόμα ο κόσμος. Μας ενδιέφερε να μάθουμε. Η γνώση ήταν μια αξία. Δεν ήταν απλώς πληροφορίες για να δώσουμε εξετάσεις. Παρακολουθούσα τις σχολές γιατί ήθελα να μάθω. Να μάθω πράγματα. Μέχρι που πήγαινα στη Χατζίκου, τη Σχολή Κινηματογράφου, γιατί εκεί δίδασκε ο Θέος [σ.σ. Δήμος Θέος, καθηγητής και σκηνοθέτης κινηματογράφου].


Για μας, τότε, η γνώση ήταν ζωή. Δεν ήταν να πάρεις τα φυλλάδια, να διαβάσεις, να δώσεις εξετάσεις και να τα πετάξεις, όπως κάνουν οι φοιτητές τώρα.


****


Η Γεωργία βρέθηκε στην Αθήνα την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Φτάνοντας εκεί το 1969, «δεν υπήρχε άλλη περίπτωση παρά να οργανωθώ. Στην αρχή ήταν αυθόρμητη η συμμετοχή μου στον αντιδικτατορικό αγώνα γιατί δεν ήμουν ενταγμένη σε κάποια ομάδα. Μετά τα γεγονότα του 1974, οργανώθηκα σε μια ομάδα Κυπρίων φοιτητών αλλά και Ελλαδιτών μέσα και πέριξ της ομάδας. Η ομάδα αυτή αποφάσισε, μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων της, ότι ήταν επιτακτικό να ανοίξουμε ένα βιβλιοπωλείο στην Κύπρο όπου θα ήταν δυνατόν να φέρουμε τα βιβλία που εκδίδονταν από την Ελλάδα και άρα να υπάρξει ένας μπούσουλας ιδεών. Ήμουν ενθουσιασμένη και από τους πρώτους που δήλωσαν ότι, θέλω να εργαστώ σε αυτό το βιβλιοπωλείο που θα άνοιγε αυτή η ομάδα. Το άνοιγμα του βιβλιοπωλείου ήταν πολιτική πράξη. Η χαρά μου ήταν ακόμη μεγαλύτερη γιατί ανέλαβα να μαζεύω τα βιβλία από τους εκδοτικούς οίκους της Ελλάδας. Με αυτόν τον τρόπο είχα την ευκαιρία να συναντήσω πολύ σημαντικούς ανθρώπους από τον χώρο του βιβλίου. Αυτός ο κόσμος του βιβλίου ήταν ο κόσμος μου».


Η ομάδα διαλύθηκε το 1983. Το βιβλιοπωλείο παρέμεινε, το ίδιο και η σχέση της Γεωργίας μ’ αυτό. Όπως και ο δεσμός της με τα βιβλία, που δεν διακόπηκε ποτέ.


***


«Εμένα με ενδιαφέρουν τα βιβλία που θα μείνουν στη βιβλιοθήκη. Είναι μια επένδυση της ζωής των ανθρώπων. Με ενδιαφέρουν τα βιβλία που και μετά από 100 χρόνια θα μπορείς να τα διαβάσεις. Ή που χρειάζεται να υπάρχουν τα ίδια και μετά από 100 χρόνια. Ή που έχουν να πουν κάτι και ανήκουν σε όλα τα είδη βιβλίων: και φιλοσοφίας και πολιτικής και Ιστορίας και λογοτεχνίας και της τέχνης γενικότερα, της ποίησης, της πεζογραφίας, του διηγήματος, του μυθιστορήματος κ.λπ.


Με ενδιαφέρει πολύ και το βιβλίο αυτό καθαυτό, σαν αντικείμενο, σαν έργο τέχνης. Και όταν πακέτο και περιεχόμενο συμβαδίζουν, είναι θείο δώρο. Στη δικτατορία αλλά και αμέσως μετά, στη Μεταπολίτευση, υπήρχε ένας εκδοτικός οργασμός και βγαίνανε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, πλην όμως δεν ήταν πολύ ενδιαφέρουσες οι εκδόσεις. Δηλαδή, δεν ήταν καλαίσθητες. Ή, ακόμη, δεν ήταν καλές οι μεταφράσεις. Μετά, στην Ελλάδα, υπήρχε μια περίοδος χρονική κατά την οποία είχε εξαιρετικές εκδόσεις και αισθητικά προσεγμένες, και το περιεχόμενο ήταν πολύ ενδιαφέρον, είχαν αναδειχθεί και κάποιοι εκδότες ως οι καλύτεροι της Ευρώπης: οι εκδόσεις Στιγμή και Άγρα είναι μέχρι τώρα από τις πιο σημαντικές εκδόσεις στην Ευρώπη.


Σήμερα είναι οικονομικό το κίνητρο για την ύπαρξη του βιβλιοπωλείου. Και τώρα αποχωρώ διότι απομαγεύτηκε ο κόσμος. Σιγά-σιγά, λιγοστεύουν αυτού του είδους τα βιβλιοπωλεία που είναι αμιγώς βιβλιοπωλεία.


Εν πάση περιπτώσει, έχω την εντύπωση ότι ζούμε σε μια περίοδο ‘ηλεκτρονικής σχέσης’ του ανθρώπου με τη γνώση, που δεν με αφορά. Η γνώση διαμέσου του βιβλίου απευθύνεται σε έναν άλλον άνθρωπο. Παλαιότερα, υπήρχαν βιβλιοπωλεία των οποίων το κίνητρο δεν ήταν μόνο το εμπορικό. Στην Αθήνα υπήρχαν πάρα πολλά βιβλιοπωλεία όπου μαζεύονταν οι άνθρωποι για να συζητήσουν, για να μιλήσουν για θέματα πολιτικής, τέχνης, να πιουν τον καφέ τους. Αυτοί οι χώροι έχουν εκλείψει παντελώς στην Ελλάδα και στην Κύπρο πριν καν καλά-καλά εμφανιστούν, με μια-δυο εξαιρέσεις. Και έχω διαπιστώσει τώρα ότι, ενώ σε πολλά βιβλιοπωλεία κάνουν παρουσιάσεις βιβλίων ποίησης και όχι μόνο, διαβάζεται η λιγότερη ποίηση απ’ όση έχει διαβαστεί από τότε που ασχολούμαι με τα βιβλία. Δηλαδή, από το 1975 μέχρι τώρα».


***


«Όταν άνοιξε το Πανεπιστήμιο, θα νόμιζε κανείς ότι γύρω από αυτό θα αναπτύσσονταν διάφορα βιβλιοπωλεία, το καθένα με μια διαφορετική θέση στον κόσμο του βιβλίου. Και ότι το βιβλίο θα ήταν ένα αγαθό που θα ήταν αναγκαίο και στην Κύπρο. Αυτό το πράγμα δεν έγινε για πάρα πολλούς λόγους. Δεν μπόρεσε να γίνει. Είναι ένα θέμα το οποίο με απασχολεί και θα ασχοληθώ μ’ αυτό. Το γεγονός ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει κουλτούρα του βιβλίου συνέχισε και μετά την ύπαρξη του Πανεπιστημίου. Και μέχρι τώρα, αντί να υπάρχει αυτό το αγαθό μέσα στην κοινωνία και έξω από το Πανεπιστήμιο, γίνεται το ανάποδο: σιγά-σιγά γίνεται μια αντίστροφη μέτρηση, ότι λιγοστεύουν. Και δεν είναι η κρίση, δεν έπαιξε κανένα ρόλο η κρίση στο να μην υπάρχουν κάποια βιβλιοπωλεία. Είναι μέσα στον χώρο σαν μια κανονική επιχείρηση και μπορεί να αντέξει αν έτσι το χειρίζεσαι, σαν ένα αγαθό που παίζει με τους νόμους της αγοράς.


Και εγώ αποφάσισα ακριβώς ότι δεν θα το κλείσω, αλλά θα το πουλήσω για να δοθεί η ευκαιρία να υπάρξει με έναν άνθρωπο ο οποίος έχει μια άλλη αντίληψη του βιβλιοπωλείου, σαν μονάδα οικονομική μέσα στον χώρο του εμπορίου.


Όμως το βιβλίο δεν είναι καταναλωτικό αγαθό. Δεν είναι φασόλια και θα τα φας και δεν θα υπάρχουν πια. Είναι ένα αγαθό με αξία διαχρονική, όσα χρόνια και αν περάσουν δεν φθίνει η αξία του, αντίθετα, ανεβαίνει. Είναι πολύτιμο αγαθό. Εγώ σαν τέτοιο το αντιλαμβάνομαι.


Όσο για την Ενδοχώρα, το τι υπάρχει εδώ είναι γραμμένο μέσα στο μυαλό μου. Χρειάζεται μια ώθηση, να περάσουν όλα σε ηλεκτρονική μορφή, να γνωστοποιηθούν, να ξέρει ο καθένας τι υπάρχει στην Ενδοχώρα και να έρθει να το βρει. Έτσι λειτουργούν τώρα, με τα ηλεκτρονικά μέσα. Εγώ δεν θέλω να μπω καθόλου σε αυτή τη διαδικασία. Θέλω να έρθει κάποιος να το αναλάβει και να το δουλέψει με τις καινούργιες μεθόδους.


Ο χρόνος μου δεν είναι χρήμα, ο χρόνος μου είναι σχέση. Είναι ζωή ο χρόνος και η ζωή είναι σχέση. Γνώση και σχέση. Είναι και ο λόγος που θέλω να φύγω τώρα. Ο χώρος του βιβλίου έχει εμπορευματοποιηθεί εντελώς. Το βιβλίο δεν διακρίνεται σαν ένα πολύτιμο αγαθό που φέρει τη γνώση και τη ζωή των ανθρώπων.


Νιώθω ότι έκλεισα έναν κύκλο. Όχι χρόνια ζωής, τρόπου πιο πολύ. Και θέλω τώρα να γράψω, έχω πολλά πράγματα στο μυαλό μου. Μπορεί να μην τα διαβάσει ποτέ κανένας, αλλά θέλω να γράψω. Επιπλέον, είναι πολύ σημαντικό για μένα -γιατί όλα αυτά τα χρόνια ένιωθα ότι ζω διά του ωραρίου της εργασίας-, θέλω μια μέρα να πω ‘σήμερα θα πάω στο μουσείο να δω τι έχει και δεν θα πάω να εργαστώ’. Δεν έχω πει ποτέ να το κάνω αυτό από τα 18 μου χρόνια».